Η δημοσιοποίηση των αποτελεσμάτων της άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων (stress test) για τον τραπεζικό τομέα από την ΤτΕ (6.3.2014), με τη διαπίστωση ότι υπάρχει ανάγκη για νέα κεφαλαιακή ενίσχυση των τραπεζών ύψους 6,4 δισ. ευρώ, αποτελεί, κατ’ αρχήν, απόδειξη της αποτυχίας της πρόσφατης ανακεφαλαιοποίησης, επειδή διαψεύδει με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο τις εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας και τις διάφορες δηλώσεις κυβερνητικών αξιωματούχων και τραπεζικών στελεχών, ότι δεν επρόκειτο να χρειαστούν πρόσθετα κεφάλαια.
Ο υπολογισμός των νέων κεφαλαιακών αναγκών έγινε με βάση στοιχεία και μακροοικονομικές προβλέψεις του Ιουνίου 2013, που είναι ήδη ξεπερασμένες (ποσοστό ανεργίας, γεωπολιτική και οικονομική αστάθεια στις περιοχές δραστηριοποίησης θυγατρικών των τραπεζών κ.ά.
Ο προσδιορισμός των αναγκαίων κεφαλαίων σε κάθε τράπεζα είναι αντικείμενο πολιτικής συνδιαλλαγής μεταξύ Διοικήσεων των Τραπεζών, Τράπεζας της Ελλάδος και ΕΚΤ για να μην δημιουργηθεί πρόβλημα στη λειτουργία των τραπεζών, να μην αμφισβητηθεί η αξιοπιστία του τραπεζικού συστήματος της ευρωζώνης και με την προϋπόθεση να υπάρχει σχέδιο κάλυψης των νέων αναγκών.
Οι προηγούμενες ανακοινώσεις μας για το θέμα των ανακεφαλαιοποιήσεων επαληθεύτηκαν, αλλά το θέατρο με τις υποτιθέμενες κόντρες μεταξύ κυβέρνησης, ΤτΕ, ΔΝΤ για το ύψος των κεφαλαιακών αναγκών των τραπεζών, ήταν έξω και από τις πιο ευφάνταστες προβλέψεις μας.
Οι διοικήσεις των τραπεζών έσπευσαν περιχαρείς να ανακοινώσουν σχέδια ΑΜΚ ή έκδοσης ομολόγων με αποκλειστικό στόχο την αύξηση του ποσοστού συμμετοχής τους. Άλλωστε, όλο αυτό το διάστημα, επιδίδονται αποκλειστικά και μόνο στη σύνταξη σχεδίων αναδιάρθρωσης των τραπεζών τους, αντί να προγραμματίζουν ενέργειες και προσπάθειες για την χρηματοδότηση της παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας, ή για την επιστροφή του κόστους της ανακεφαλαιοποίησης στο Ελληνικό Δημόσιο.
Υπενθυμίζεται ότι πάντα οι τραπεζίτες ζητούσαν από το Δημόσιο να σώσει τις τράπεζές τους, χωρίς όμως να παραιτηθούν από τις Διοικήσεις. Στη σημερινή προεκλογική περίοδο, με τα στημένα παιχνίδια για ΑΜΚ και για εκδόσεις ομολόγων με προαποφασισμένο επιτυχές αποτέλεσμα, σε συνεργασία με τους Ευρωπαίους συνεταίρους των Κυβερνητικών κομμάτων, φροντίζουν να συμμετέχουν στο επανα-στήσιμο του success story του κ. Σαμαρά, με αποκλειστικό στόχο την υφαρπαγή της ψήφου των Ελλήνων, αδιαφορώντας αν δημιουργήσουν για μια ακόμη φορά συνθήκες δουλείας και ομηρίας του Ελληνικού λαού για ένα πολύ μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.
Όμως το success story είναι παραπλανητικό και διαψεύδεται από μια τελείως στεγνή αγορά. Οι τράπεζες δεν παρέχουν την απαραίτητη ρευστότητα για τη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας, δεν εφαρμόζουν προγράμματα ρύθμισης προσαρμοσμένα στις πραγματικές δυνατότητες των δανειοληπτών, δεν διανοούνται να διαγράψουν τις δυσβάστακτες οφειλές των ευπαθών και εξαθλιωμένων δανειοληπτών και ας δημοσιεύουν ισολογισμούς με κέρδη και κεφαλαιακή υπερεπάρκεια.
Οι μικροεπαγγελματίες και οι περισσότερες επιχειρήσεις, έχουν γευτεί το success story, αντιμετωπίζοντας από τη μια την έλλειψη οποιασδήποτε πολιτικής για τη διαχείριση των κόκκινων δανείων και από την άλλη την απειλή των ληξιπρόθεσμων χρεών, και την αδυναμία εξασφάλισης ρευστότητας για τη συνέχιση της δραστηριότητάς τους.
Οι δανειολήπτες πιεζόμενοι από τη σκληρή πραγματικότητα αντιμετωπίζουν την αναλγησία των τραπεζών με την απειλή των πλειστηριασμών να παίρνει διαστάσεις και να βυθίζει τους αδυνάτους σε κατάθλιψη, ενώ από την άλλη πλευρά, τα χαράτσια και οι κατασχέσεις για οποιαδήποτε χρέη αποτελούν μια τρομακτική πραγματικότητα. Οι πολίτες αυτοί δεν συμμετέχουν στο success story, που τους σερβίρει η Κυβέρνηση…
Η μόνη λύση είναι η ανάληψη της διακυβέρνησης από τον ΣΥΡΙΖΑ που θα θέσει άμεσα υπό δημόσια ιδιοκτησία και έλεγχο τις τράπεζες, που χρησιμοποιούν δημόσιο χρήμα και θα εφαρμόσει μια πολιτική βασισμένη στην ανάπτυξη και όχι στη συνέχιση της λιτότητας.