Την έντονη δυσφορία του για το υψηλό κόστος χρήματος εκφράζει ο επιχειρηματικός κόσμος της χώρας, ζητώντας από τις τράπεζες να επιμηκύνουν τη διάρκεια των δανείων και να περικόψουν δραστικά τα επιτόκια.
Θεωρούν μάλιστα πως μια σειρά οικονομικών εξελίξεων και δεικτών δικαιολογούν μια τέτοια κίνηση, όπως για παράδειγμα το πολύ χαμηλό βασικό επιτόκιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, η μεγάλη υποχώρηση των καταθετικών αποδόσεων, η μείωση του κινδύνου της χώρας, ο αρνητικός πληθωρισμός και η σχεδιαζόμενη έξοδος της Ελλάδας στις αγορές.
Σύμφωνα με στελέχη της αγοράς, υπάρχει μεγάλη διαφοροποίηση στα επιτόκια με τα οποία οι τράπεζες χρεώνουν σήμερα τις επιχειρήσεις, καθώς στις περισσότερες επιχειρήσεις οι επιβαρύνσεις κυμαίνονται μεταξύ του 5% και του 8%, χωρίς να αποκλείονται και περιπτώσεις όπου τα επιτόκια ανεβαίνουν ακόμη πιο ψηλά.
Το αξιοσημείωτο είναι ότι το αίτημα αυτό δεν εκφράζεται μόνο από τις επιχειρήσεις που βρίσκονται με... το ένα πόδι στον τάφο, αλλά και από εκείνες που παρουσιάζουν σημαντικά λειτουργικά, ή ακόμη και καθαρά κέρδη.
«Δεν μπορεί να πίνεις από την πηγή περισσότερο νερό από εκείνο που βγάζει» δηλώνει χαρακτηριστικά υψηλόβαθμο στέλεχος εισηγμένης εταιρείας, υποστηρίζοντας πως επείγει μια γενναία περικοπή στα επιτόκια χορηγήσεων.
Και συνεχίζει: «Το κακό εντάθηκε με την έναρξη της κρίσης. Όταν οι επιχειρήσεις βρέθηκαν σε δύσκολη θέση, τότε οι τράπεζες μπορεί μεν να δέχτηκαν μεγάλες επιμηκύνσεις στις αποπληρωμές δανείων, αλλά παράλληλα αύξησαν τα spreads! Δηλαδή, ανέβασαν τα επιτόκια σε εταιρείες που δεν μπορούσαν να πληρώσουν τα χρεολύσια. Πόσο ρεαλιστικό είναι αυτό;».
Άλλο στέλεχος, προερχόμενο από τον χώρο του real estate, αναρωτιέται πώς είναι δυνατόν σε μια περίοδο όπου τα έσοδα από τα ακίνητα έπεσαν κατακόρυφα, οι επιχειρήσεις του κλάδου να καλούνται να αποπληρώσουν τα δάνειά τους με ίδια ή και μεγαλύτερα επιτόκια.
Σε συνέντευξή του, ο πρόεδρος της Medicon Hellas Σπύρος Δημοτσάντος εξέφρασε την έντονη δυσφορία του γιατί από τη μια πλευρά το ελληνικό δημόσιο κούρεψε τα κρατικά ομόλογα που είχε λάβει υποχρεωτικά η εταιρεία του και από την άλλη οι τράπεζες ζητούν με ασφυκτικό τρόπο τα «κουρεμένα» και μάλιστα με δυσβάστακτα επιτόκια που φτάνουν έως και το 9,5%.
Οικονομικός διευθυντής μεταλλουργικής εταιρείας μιλώντας στο Euro2day.gr εξέφρασε την απορία του για το μέλλον της επιχείρησης στην οποία εργάζεται: «Καταφέραμε να βγάλουμε θετικά λειτουργικά κέρδη και πολύ πιθανόν φέτος να πετύχουμε κάτι καλύτερο. Το ποσό αυτό όμως δεν θα φτάνει ούτε το 50% των ετήσιων τόκων που χρεωνόμαστε. Πού θα πάει αυτή η κατάσταση σε βάθος χρόνου;».
Ρωτήσαμε βασικό μέτοχο εταιρείας από τον ευρύτερο χώρο της πληροφορικής για το αν σχεδιάζει κάτι για την ανάπτυξή της και μας απάντησε: «Προσπαθούμε να κάνουμε βελτιώσεις, αρκεί αυτές να μην απαιτούν κεφάλαια. Προτεραιότητά μας την επόμενη τριετία δεν είναι η ανάπτυξη, αλλά η μείωση των τραπεζικών μας υποχρεώσεων κατά περίπου 30%».
Ανάλογη ήταν η επισήμανση διευθυντικού στελέχους κερδοφόρου εισηγμένης: «Εμείς προχωρήσαμε σε επώδυνες περικοπές και καταφέραμε να επιστρέψουμε στα κέρδη. Λειτουργούμε με... προσωπικό ασφαλείας. Με αυτά τα επιτόκια δεν έχουμε κανένα περιθώριο για ανάπτυξη για πολλά-πολλά ακόμη χρόνια. Το κακό είναι πως πολλοί επιχειρηματίες είναι στη θέση τη δική μας. Ξέρουν δηλαδή πως για τα επόμενα πέντε ή δέκα χρόνια θα πρέπει να δουλεύουν μόνο και μόνο μήπως ξεχρεώσουν τις τράπεζες. Ούτε περιθώρια για ανάπτυξη έχουν, ούτε για μερίσματα, ούτε τίποτε. Απορώ με αυτήν την κατάσταση. Πώς θα έρθει η ανάπτυξη στη συνολική οικονομία;».
Η αγορά βέβαια ρίχνει τα βέλη της και στο κράτος: «Δεν είναι δυνατόν το βασικό επιτόκιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να έχει κατρακυλήσει στο 0,25% και το κράτος να επιβαρύνει με φορολογία τον δανεισμό με 0,60%. Μια φορολογία που είναι εντελώς παράλογη και εντελώς αντιαναπτυξιακή».
Τραπεζικοί κύκλοι δηλώνουν πως κατανοούν την ανάγκη μείωσης των δανειστικών επιτοκίων και μάλιστα υποστηρίζουν πως τέτοιες κινήσεις έχουν ήδη ξεκινήσει και θα ενταθούν στο μέλλον, αν το επιτρέψουν και οι γενικότερες συνθήκες. Σε ορισμένες βέβαια περιπτώσεις, επισημαίνουν πως στην όλη προσπάθεια θα πρέπει να συμβάλουν όχι μόνο οι τράπεζες, αλλά και οι ίδιοι οι μέτοχοι των εταιρειών.