Λύσεις εδώ και τώρα στα καυτά θέματα του ενεργειακού κόστους και της προώθησης των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων και ιδιωτικοποιήσεων ζητά η αγορά από την κυβέρνηση, φοβούμενη ότι ο προεκλογικός κύκλος και η μεταρρυθμιστική κόπωση των βουλευτών θα φρενάρουν την πορεία ανάκαμψης της οικονομίας.Τρεις μήνες πριν από τις δίδυμες εκλογές του Μαΐου και με την προεκλογική περίοδο να έχει ήδη ανοίξει καθώς η κυβέρνηση ξηλώνει με παροχές το -μακρύ- πουλόβερ του πρωτογενούς πλεονάσματος, η αγορά έχει κάθε λόγο να κάθεται σε αναμμένα κάρβουνα.
Την ώρα που οι ενεργοβόρες βιομηχανίες αναστέλλουν τη λειτουργία τους επειδή δεν μπορούν να αντέξουν το υψηλό ενεργειακό κόστος κι η αγορά στενάζει από έλλειψη ρευστότητας, από γραφειοκρατία, υψηλούς φόρους και εμπόδια στην επιχειρηματικότητα, η κυβέρνηση μιλά για μεταρρυθμίσεις, αλλά δεν τις προωθεί.
Η κυβέρνηση έχει διαμηνύσει ότι σκοπεύει να μοιράσει το 70% του πλεονάσματος κατά κύριο λόγο σε χαμηλοσυνταξιούχους και ένστολους. Στους τελευταίους ήδη έσπευσε χθες να επιστρέψει τις φορολογικές ελαφρύνσεις στο επίδομα επικινδυνότητας που αφαίρεσε νομοθετικά πριν από μερικούς μήνες.
Ωστόσο ήδη υπάρχουν φωνές που ζητούν το πλεόνασμα να διατεθεί με τρόπο που θα μεγιστοποιεί τις πιθανότητες ανάκαμψης της οικονομίας και να αυξάνει τη στήριξη προς τον ιδιωτικό τομέα.
Χαρακτηριστική ήταν η τοποθέτηση της Alpha Bank την προηγούμενη εβδομάδα, η οποία σημείωσε ότι «η καλύτερη του αναμενομένου εκτέλεση του προϋπολογισμού και η ταυτόχρονη επιτάχυνση των τάσεων σταθεροποίησης της οικονομίας από τα μέσα του 2013 αποτελούν κεφάλαια τεράστιας αξίας για τη χώρα που εξασφαλίστηκαν με μεγάλο κόστος για τους εργαζόμενους και τους φορολογούμενους. Ως εκ τούτου, θα ήταν αδιανόητο να κατασπαταληθούν για μία ακόμη φορά στον βωμό της εξασφάλισης πολιτικών, ή άλλων πλεονεκτημάτων».
Η μείωση ή η αντικατάσταση του φόρου υπεραξίας σε ομόλογα και μετοχές αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα σύμφωνα με την αγορά για το πώς θα μπορούσε να λειτουργήσει υπέρ της ανάπτυξης το πρωτογενές πλεόνασμα. Η κυβέρνηση έχει τη δυνατότητα να πιέσει την τρόικα για φορολογικά κίνητρα που θα λειτουργήσουν αναπτυξιακά, όπως η απαλλαγή των εταιρικών ομολόγων της ΣΤ.ΕΠ. ΕΝΑ από τον φόρο υπεραξίας.
Ελπίζει παράλληλα σε λύση για το άλλο ακανθώδες θέμα, αυτό του φόρου υπεραξίας στα ακίνητα για το οποίο, αφού πάγωσε την αγορά για δύο μήνες, εμφανίζεται έτοιμη να προχωρήσει σε διορθωτικές κινήσεις.
Ο ωρολογιακός μηχανισμός του κόστους ενέργειας
Πολλά είναι τα ανοιχτά μέτωπα στον τομέα της ενέργειας, τα οποία όχι μόνο δεν μπορούν να περιμένουν τις εκλογές, αλλά θα έπρεπε και να έχουν κλείσει εδώ και πολλούς μήνες, καθώς επηρεάζουν άμεσα κλάδους της οικονομίας, την απασχόληση, αλλά και τα έσοδα των ασφαλιστικών ταμείων.
Περισσότερο φλέγον όμως είναι το θέμα του κόστους ενέργειας για τη βιομηχανία. Ενώ οι βιομηχανικές μονάδες η μία μετά την άλλη διακόπτουν την παραγωγική τους δραστηριότητα, τα μέτρα που αναμένεται να ανακοινώσει η κυβέρνηση δεν φαίνεται, σε πρώτη φάση, να ικανοποιούν την αγορά.
Στελέχη της βιομηχανίας υποστηρίζουν ότι οι ενδείξεις δείχνουν πως τελικά το πολιτικό προσωπικό της χώρας ενδιαφέρεται περισσότερο για τη διατήρηση των κεκτημένων κρατικών μονοπωλίων όπως της ΔΕΗ και της ΔΕΠΑ, ελπίζοντας ότι σε δεύτερη φάση θα μπορέσει να καλύψει (και) μέσω αυτών τις απαιτήσεις για τις αποκρατικοποιήσεις.
Οι εξαγωγές
Το πρόβλημα του υψηλού ενεργειακού κόστους δεν το αντιμετωπίζουν μόνο οι ενεργοβόρες βιομηχανίες, αλλά και η συντριπτική πλειονότητα των ελληνικών επιχειρήσεων και δη των 200 μεγάλων εξαγωγικών οι οποίες πραγματοποιούν το 75-80% των ελληνικών εξαγωγών.
Ήδη αρκετές ελληνικές επιχειρήσεις που διατηρούν παραγωγικές εγκαταστάσεις στο εξωτερικό επιλέγουν να εξυπηρετούν τις διεθνείς τους πωλήσεις από τις εν λόγω μονάδες και όχι από αυτές που έχουν στην Ελλάδα. Όσες πάλι δεν έχουν παραγωγικές μονάδες στο εξωτερικό, όπως αναφέρουν παράγοντες της αγοράς, έχουν κατεβάσει ταχύτητα και μειώνουν τις εξαγωγές τους, κάτι που φάνηκε και στο αρνητικό πρόσημο που έγγραψε για το 2013 ο τζίρος των εξαγωγών.
* Στο παρά πέντε αναζητείται λύση για τα τεράστια ελλείμματα του λογαριασμού ΑΠΕ, παρότι η καθυστέρηση απειλεί να φορτώσει με ακόμα μεγαλύτερα βάρη τους καταναλωτές. Ο λογαριασμός το 2013 έκλεισε με λογιστικό έλλειμμα 550 εκατ., ενώ το ταμειακό τρέχει με 980 εκατομμύρια. Οι λύσεις έπρεπε να δρομολογηθούν το αργότερο μέχρι την 31η Δεκεμβρίου του 2013 και να ισχύουν από την 1η/1/2014. Η μόνη φόρμουλα που βρέθηκε ήταν η τυπική κάλυψη μετάθεσης της επίλυσης του ελλείμματος για την 1η Μαρτίου. Όπως όμως δείχνουν τα πράγματα, δύσκολα θα καταστεί δυνατό να βρεθεί βιώσιμη λύση στο διάστημα που μένει, ενώ ο μηδενισμός του ελλείμματος του λογαριασμού ΑΠΕ αποτελεί και μνημονιακή υποχρέωση.
Γιατί πονούν την αγορά οι καθυστερήσεις στις τράπεζες
Κομβικής σημασίας εξέλιξη για τις τράπεζες και την οικονομία είναι η έγκαιρη ψήφιση του σχεδίου νόμου που θα επιφέρει αλλαγές τόσο στο καταστατικό λειτουργίας του ΤΧΣ όσο και στη δομή της ιδιωτικοποίησης των συστημικών τραπεζών.
Με βάση τον αρχικό σχεδιασμό, ο νόμος έπρεπε να έχει κατατεθεί ως τα τέλη Δεκεμβρίου, αλλά από τότε έχει ήδη λάβει δύο παρατάσεις καθώς προς το παρόν δεν έχουν συμφωνηθεί με την τρόικα οι κεφαλαιακές ανάγκες των τραπεζών που αποτελούν προαπαιτούμενο.
Η κατάθεση και η ψήφιση του νέου θεσμικού πλαισίου θα διευκολύνουν την ταχύτερη ιδιωτικοποίηση των τραπεζών και επομένως την επιστροφή τους σε συνθήκες ομαλότητας.
Αν δεν περάσει ο νόμος το αργότερο ως τον Μάρτιο, η ιδιωτικοποίηση της Eurobank θα μετατεθεί για μετά τις εκλογές, ενώ και η δεύτερη περίοδος άσκησης των warrants τον προσεχή Ιούνιο κινδυνεύει να έχει πενιχρά αποτελέσματα, προειδοποιούν τραπεζικά στελέχη.
Ο μεγαλύτερος κίνδυνος για τους ίδιους είναι να χαθεί το παράθυρο ευκαιρίας που δημιουργεί η στροφή των επενδυτών στα assets της ευρωπεριφέρειας. «Είναι τόσο μεγάλο το ενδιαφέρον των ξένων επενδυτών που η Eurobank θα μπορούσε να σηκώσει άνετα 2,5 δισ. από το εξωτερικό και το ΤΧΣ να επιταχύνει με νέο θεσμικό πλαίσιο την ιδιωτικοποίηση των άλλων τραπεζών» αναφέρουν χαρακτηριστικά.
Η ταχύτερη ιδιωτικοποίηση των τραπεζών με αρχή τη Eurobank θα σηματοδοτήσει και την αποκατάσταση των συνθηκών στην οικονομία καθώς θα αρθούν τα εμπόδια της DG Comp. ως προς τις χορηγήσεις και τις αναδιαρθρώσεις δανείων.
Ταυτόχρονα η κυβέρνηση πρέπει να δώσει κίνητρα για επιθετικότερη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων κάτι που θα συμβάλει στην αναθέρμανση της οικονομικής δραστηριότητας.
Το άνοιγμα της αγοράς
Η περιβόητη λίστα του ΟΟΣΑ ανακοινώθηκε τον Δεκέμβριο, αλλά έκτοτε δημιούργησε ουκ ολίγες εντάσεις στο υπουργικό συμβούλιο. Μπορεί ο αρμόδιος υπουργός να έχει δηλώσει ότι στόχος είναι η προώθηση του 80% της δέσμης των μέτρων που προτείνει ο ΟΟΣΑ για την αύξηση της ανταγωνιστικότητας και την πτώση των τιμών, μέχρι στιγμής πάντως δεν φαίνεται ότι μπορεί να ξεπεράσει τον σκόπελο αφενός των βουλευτών και των υπουργών του κυβερνητικού σχηματισμού που αντιδρούν, αφετέρου των επαγγελματικών φορέων που επηρεάζονται από τα μέτρα.
Έτσι, η υιοθέτηση του περιβόητου 80% των μέτρων θα περάσει μέσα από τις συμπληγάδες των πολιτικών ισορροπιών και της πίεσης της τρόικας που έρχεται στην Αθήνα έχοντας αναγάγει το συγκεκριμένο θέμα σε μείζον.