Καλύτερη των προβλέψεων αναμένεται να είναι η εκτέλεση του ελληνικού προγράμματος, σημειώνει η Alpha Bank σε έκθεσή της όπου καλεί την κυβέρνηση να μην επιβάλλει νέα μέτρα, αλλά να επικεντρωθεί στην πάταξη της φοροδιαφυγής.
Όπως αναφέρει η τράπεζα, είναι τώρα περισσότερο εμφανές ότι για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά η υλοποίηση του Προϋπολογισμού του 2013 θα είναι καλύτερη από ότι είχε προγραμματιστεί, όπως άλλωστε πράγματι συμβαίνει στο 9μηνο Ιανουαρίου – Σεπτεμβρίου 2013.
Μάλιστα, υπογραμμίζει, με βάση τα στοιχεία αυτού του 9μήνου και τις πληροφορίες για την πολύ καλή πορεία των εσόδων της κεντρικής κυβέρνησης και τον Οκτώβριο 2013, είναι εύλογο να εκτιμηθεί ότι το πρωτογενές πλεόνασμα της γενικής κυβέρνησης το 2013 θα είναι πιθανότατα μεγαλύτερο ακόμη από αυτό που προβλέπει το Προσχέδιο του Προϋπολογισμού του 2014, δηλαδή € 0,34 δις.
Αυτό δε το αποτέλεσμα θα έχει επιτευχθεί παρά τον νέο καταποντισμό των εσόδων τόσο της κεντρικής κυβέρνησης από φόρους και μη φορολογικά έσοδα όσο και των ασφαλιστικών ταμείων από εισφορές ασφαλισμένων και εργοδοτών, με νέα εντυπωσιακή διόγκωση (κατά περισσότερα από € 18 δις το 2012-2013) των βεβαιωμένων ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων των ιδιωτών από φορολογικές υποθέσεις και από υποχρεώσεις καταβολής ακόμη και παρακρατημένων εισφορών στα ασφαλιστικά ταμεία.
Είναι πραγματικό δυστύχημα, υπογραμμίζει η τράπεζα, για τη χώρα το ότι στην τρέχουσα περίοδο συζητείται η επιβολή νέων μέτρων ύψους € 0,55 δις, ή € 2,0 δις, ή € 2,5 δις, ή € 2,9 δις, ή ότι άλλο για το 2014, όταν, μετά τη δραστική μείωση των δημοσίων δαπανών στην περίοδο 2010-2013, το μόνο που απαιτείται για την ομαλή εκτέλεση των προϋπολογισμών το 2014-2016 και, το κυριότερο, για την αποκατάσταση κάποιας στοιχειώδους έννοιας δικαιοσύνης, θα ήταν η βελτίωση της λειτουργίας των φορολογικών αρχών για είσπραξη του 10% ετησίως των εσόδων που διέφυγαν το 2012 και το 2013 λόγω πραγματικής φοροδιαφυγής, σε μεγάλο βαθμό από τον ΦΠΑ.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι το Κράτος δεν μπορεί να ζητά να εισπράξει φόρους από νοικοκυριά και επιχειρήσεις που έχουν περιέλθει σε πραγματική οικονομική αδυναμία να εκπληρώσουν τις φορολογικές τους υποχρεώσεις, λόγω ανεργίας, μείωσης κύκλου εργασιών και καταγραφής ζημιών.
Άλλωστε, οι φόροι δεν βεβαιώνονται σε ζημιογόνες επιχειρήσεις και σε άνεργους εργαζόμενους που δεν έχουν εισόδημα, ούτε ο ΦΠΑ επιβάλλεται σε επιχειρήσεις που δεν καταγράφουν θετική προστιθέμενη αξία στη δραστηριότητά τους.
Επιπλέον, προσθέτει, οι τεράστιες ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις από μη καταβολή του ΦΠΑ, ή των εισφορών στα ασφαλιστικά ταμεία είναι επιπρόσθετες αυτών που δεν καταγράφηκαν καν στις (αναρίθμητες) περιπτώσεις που η πώληση των προϊόντων ή η παροχή υπηρεσιών γίνεται χωρίς την έκδοση αποδείξεων. Το μόνο που απαιτείται είναι η είσπραξη έστω και ενός μέρους των αναλογούντων φορολογικών εσόδων από νοικοκυριά και επιχειρήσεις που έχουν πράγματι έσοδα από πώληση προϊόντων και παροχή υπηρεσιών και ακόμη και πραγματικά βεβαιωμένα κέρδη.
Είναι υπερβολική η φορολογία στα ακίνητα;
Απαντώντας στο ερώτημα εάν η φορολογική επιβάρυνση με τον ΕΝΦΑ είναι υψηλή ή όχι, η Alpha Bank υπογραμμίζει: Η απόδοση του ΕΝΦΑ, εάν θεωρηθεί ότι αποδίδει €3δισ. ετησίως, είναι 1,5% του ΑΕΠ περίπου, ενώ μέχρι τώρα με το προηγούμενο σύστημα των ΦΑΠ (δεν πρέπει να γίνει σύγχυση με τον προσωρινό φόρο μέσω της ΔΕΗ που ήταν ο προάγγελος του ΕΝΦΑ), η απόδοση του φόρου περιουσίας ήταν περίπου €500εκατ. ή 0,25% του ΑΕΠ. Ο μέσος όρος παγκοσμίως αυτού του είδους του φόρου είναι 1% του ΑΕΠ. Συνολικά, όμως, περιλαμβανομένων όλων των φόρων στην ακίνητη περιουσία, ο μέσος όρος είναι 2% του ΑΕΠ.
Στην Ελλάδα, υπολογίζεται ότι με τους ΦΑΠ, φόρους μεταβίβασης, φόρους κληρονομιάς, δωρεών κ.λπ., φόρους επί των συναλλαγών κ.α., η συνολική επιβάρυνση της περιουσίας ανέρχεται σε 1,5% του ΑΕΠ (0,25 π.μ. από τους ΦΑΠ και 1,25 π.μ. από τους υπόλοιπους φόρους). Σημειώνεται ότι δεν περιλαμβάνονται οι φόροι στα ενοίκια.
Εάν, έτσι, λοιπόν, έχουν τα πράγματα, τότε με την εισαγωγή του ΕΝΦΑ, η συνολική επιβάρυνση θα ανέλθει σε 2,75% του ΑΕΠ (1,5% του ΑΕΠ από τον ΕΝΦΑ και 1,25% του ΑΕΠ από τους υπόλοιπους φόρους), που θεωρείται υπερβολική. Μόνον επτά χώρες του ΟΟΣΑ έχουν συνολική επιβάρυνση άνω του 2,75% του ΑΕΠ.
Εάν, λοιπόν, η εισαγωγή του ΕΝΦΑ οδηγεί σε υψηλή φορολογική επιβάρυνση σε ένα τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, η πολιτεία θα πρέπει να προχωρήσει σε δραστική μείωση των υπολοίπων φόρων επί της περιουσίας, έτσι ώστε να υπάρξει κάποια εξισορρόπηση. Εναλλακτικά, θα πρέπει να μειωθούν κατά 20% περίπου οι προτεινόμενοι φορολογικοί συντελεστές του ΕΝΦΑ. Εάν αυτό δεν γίνει σήμερα λόγω Μνημονίου, θα πρέπει τουλάχιστον να ανακοινωθούν μειώσεις από το 2016 και μετά.