Οι 155-157 βουλευτές που φαίνεται ότι θα διαθέτει κατ' ελάχιστον η νέα μορφή της συγκυβέρνησης είναι αναμφισβήτητα ένα πολιτικό πλήγμα, σε περίοδο κρίσης και μεγάλων αλλαγών, που ταυτόχρονα ενισχύει και τη ρητορική της αντιπολίτευσης, σε ό,τι αφορά τη «νομιμοποίησή» της στην κοινωνία.
Ωστόσο, οι χθεσινές κρίσιμες εξελίξεις φαίνεται ότι βάζουν τέλος στην πολιτική στάση του... «ολίγον έγκυος» που κρατούσαν σε πολλά θέματα οι δύο παραστάτες της συγκυβέρνησης, ιδίως δε σε ζητήματα ακανθώδη που άπτονται των απαραίτητων μεταρυθμίσεων στον δημόσιο τομέα.
Παρότι έως χθες έδειχνε να συντάσσεται απόλυτα με τις απόψεις της ΔΗΜΑΡ, ο κ. Βενιζέλος αποδέχτηκε πρακτικά τις προτάσεις Σαμαρά. Προτάσεις που, παρότι αναβαθμίζουν τον ρόλο του ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση (ιδίως εάν αποχωρήσει, όπως διαφαινόταν καθαρά το βράδυ, η Δημοκρατική Αριστερά), στην ουσία ανοίγουν διάπλατα τον δρόμο της μεταρρύθμισης στη λειτουργία του Δημοσίου.
Με τον χθεσινό ελιγμό, το ΠΑΣΟΚ του κ. Βενιζέλου δείχνει να αντιλαμβάνεται ότι οι επίμονες διαφοροποιήσεις σε δευτερεύοντα θέματα (στα πρωτεύοντα τον βασικό λόγο τον έχουν οι επιταγές της τρόικας) και οι αγώνες οπισθοφυλακής σε θέματα απασχόλησης του δημόσιου τομέα, δεν αποφέρουν όφελος ούτε στη χώρα, αλλά ούτε και στην παράταξη.
Κι επιπροσθέτως, δείχνει να αποδέχεται πλέον ότι η δυνατότητα του ΠΑΣΟΚ να συνδιαμορφώσει το κυβερνητικό πρόγραμμα, μετέχοντας ενεργά και στην υλοποίησή του, προσφέρει και τη μόνη πιθανότητα παραταξιακού οφέλους, με την προϋπόθεση πάντα ότι το έργο της συγκυβέρνησης θα κριθεί από την κοινωνία ως επιτυχές.
Σε αυτό πιθανώς βοήθησε και το κλίμα που διαμορφώθηκε τις τελευταίες ημέρες, καθώς φάνηκε πεντακάθαρα ότι το μεγαλύτερο μέρος των πολιτών δεν επιθυμεί νέες εκλογικές αναμετρήσεις. Κι ότι μια τέτοια εξέλιξη θα είχε ολέθριες συνέπειες όχι μόνο για τη χώρα και την οικονομία, αλλά και για τους πολιτικά υπεύθυνους.
Σε ό,τι αφορά τη ΔΗΜΑΡ του κ. Κουβέλη, χθες φάνηκε καθαρά ότι οι αντοχές του νεοπαγούς πολιτικού σχηματισμού ξεπεράστηκαν κατά τη διάρκεια της «υπόθεσης ΕΡΤ».
Το γεγονός ότι ο κ. Κουβέλης επανέφερε τη μαξιμαλιστική θέση περί συνέχισης της λειτουργίας της ΕΡΤ «ως είχε και υφίστατο» μάλλον καταδεικνύει και τις περιορισμένες αντοχές των βουλευτών και των στελεχών της παράταξής του σχετικά με θέματα που άπτονται των μεταρρυθμίσεων στον δημόσιο τομέα.
Κάτι που είχε άλλωστε διαφανεί και στο παρελθόν, με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν έντονες τριβές με το οικονομικό επιτελείο, ιδίως σε ό,τι αφορά τον κ. Μανιτάκη.
Αυτό που μένει να φανεί, καθώς η αποχώρηση των στελεχών της ΔΗΜΑΡ από το υπουργικό συμβούλιο φαίνεται δεδομένη (παρά τις εκκλήσεις Σαμαρά και Βενιζέλου για το αντίθετο) είναι αν η παράταξη θα συνεχίσει να στηρίζει την κυβέρνηση σε μια γκάμα θεμάτων που σχετίζονται με την τρόικα, ή θα περάσει πρακτικά στον ρόλο μιας «υπεύθυνης» αντιπολίτευσης, προσφέροντας ενίοτε την «ανοχή» της.
Σε κάθε περίπτωση, η μάλλον δικομματική πλέον κυβέρνηση εμφανίζεται να έχει και τη στήριξη τουλάχιστον 2-3 ανεξάρτητων βουλευτών (μεταξύ των οποίων οι κ. Λοβέρδος και Μαρκόπουλος), διευρύνοντας την «τυπική» πλειοψηφία των 153 βουλευτών που διαθέτουν αθροιστικά η Ν.Δ. και το ΠΑΣΟΚ.
Εντούτοις, η αντοχή της θα κριθεί στην πράξη από τη δυνατότητά της να προωθήσει τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις, αλλά και να ενισχύσει την αναπτυξιακή διάσταση του ελληνικού προγράμματος, το ταχύτερο δυνατόν, προκειμένου να σταθεροποιήσει την εικόνα του «success story» που προβάλλεται το τελευταίο διάστημα, αλλά και να μειώσει το βάρος που υφίσταται η κοινωνία.
Αλλιώς, η εξάντληση της τετραετίας, για την οποία μίλησαν χθες τόσο ο κ. Σαμαράς, όσο και ο κ. Βενιζέλος, θα αποδειχτεί μάλλον «όνειρο απατηλό».