Όσο πλησιάζει ο χρόνος για τη λήψη οριστικών αποφάσεων σχετικά με τις μεταβατικές ρυθμίσεις στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, τόσο αναφύονται τα τεράστια προβλήματα και οι στρεβλώσεις που προκάλεσαν πολιτικές αποφάσεις του παρελθόντος.
Η εικόνα γίνεται ακόμη πιο περίπλοκη τη στιγμή που οι όποιες αποφάσεις ληφθούν στο άμεσο μέλλον θα πρέπει να είναι εναρμονισμένες με τις υποχρεωτικές πλέον πολιτικές για τις αποκρατικοποιήσεις, την κατάργηση μονοπωλίων (λιγνίτες, νερά) και την ανάπτυξη του υγιούς ανταγωνισμού σε όλη την αλυσίδα, από την παραγωγή έως τον τελικό καταναλωτή.
Τα παραπάνω τονίζουν στο euro2day παράγοντες της αγοράς με διαχρονική γνώση των θεμάτων του τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας. Συγκεκριμένα, επισημαίνουν ότι οι αποσπασματικές αποφάσεις που ελήφθησαν κατά το παρελθόν, με στόχο την εναρμόνιση της εθνικής στρατηγικής με αυτήν της Ε.Ε. για προστασία του περιβάλλοντος μέσω της προώθησης του φυσικού αερίου και των ανανεώσιμων πηγών, είχαν ως αποτέλεσμα σήμερα η αγορά ηλεκτρικής ενέργειας να λειτουργεί με:
- Υπερεπιδότηση των επενδύσεων σε ΑΠΕ.
- Προμήθεια φυσικού αερίου μέσω μακροχρόνιων συμβάσεων με υποχρεωτικές ρήτρες παραλαβής (take or pay), τόσο για τη ΔΕΠΑ όσο και για τους μεγάλους καταναλωτές (ηλεκτροπαραγωγοί, βιομηχανία).
- Διατήρηση της αποκλειστικής εκμετάλλευσης του συνόλου των φθηνών πηγών ενέργειας όπως ο λιγνίτης και τα υδροηλεκτρικά από τη ΔΕΗ, δημιουργώντας έτσι ένα αξεπέραστο εμπόδιο στην ανάπτυξη του ανταγωνισμού.
- Αποκλεισμό της εκμετάλλευσης εναλλακτικών φθηνών πηγών ενέργειας όπως ο λιθάνθρακας.
Παρατηρούν ωστόσο ότι η μετάβαση από την κατάσταση αυτή σε ένα νέο, πιο εξελιγμένο και αποτελεσματικό μοντέλο αγοράς προϋποθέτει μεταξύ άλλων και ισότιμους παίκτες ως προς τη δομή του παραγωγικού δυναμικού τους.
Ακριβώς αυτό το δεδομένο καλείται να αντιμετωπίσει σήμερα η κυβέρνηση με τον καλύτερο δυνατό τρόπο και μέσα στην αρνητική συγκυρία. Τα νέα δεδομένα μέσα στα οποία κινείται πλέον η αγορά ηλεκτρικής ενέργειας έχουν να κάνουν με τα εξής:
- Η λιγνιτική παραγωγή της ΔΕΗ έχει φθάσει στο μέγιστο των δυνατοτήτων της ενώ, λόγω της συνεχούς απόσυρσης πεπαλαιωμένων μονάδων, το μερίδιο κάλυψης της εγχώριας ζήτησης από αυτή θα βαίνει μειούμενο.
- Η έλλειψη ζήτησης ενέργειας καλύπτεται από τις ΑΠΕ και τις μονάδες συνδυασμένου κύκλου με φυσικό αέριο.
Οι ΑΠΕ δεν είναι πάντα διαθέσιμες και μπορούν να συμμετέχουν στην κάλυψη της πρόσθετης ζήτησης μόνο όταν οι συνθήκες είναι κατάλληλες (ημέρα, άνεμος, ηλιοφάνεια).
- Μόνο οι σύγχρονες αποδοτικές μονάδες φυσικού αερίου διαθέτουν την τεχνική και παραγωγική ικανότητα να καλύπτουν την πρόσθετη ζήτηση (ημερήσια και αιχμής), άμεσα και αξιόπιστα, ανά πάσα στιγμή. Με βάση τα στοιχεία του 2012, οι μονάδες φυσικού αερίου καλύπτουν το 26% της ζήτησης. Για την κάλυψη αυτής της συμμετοχής, μέχρι στιγμής δεν υφίσταται άλλος αξιόπιστος και οικονομικός εναλλακτικός τρόπος.
- Εάν οι αποδοτικές μονάδες φυσικού αερίου σταματήσουν να λειτουργούν λόγω της δημιουργίας συνθηκών πτώχευσης, η άμεση έλλειψη ζήτησης που θα δημιουργηθεί θα πρέπει να καλυφθεί είτε από εισαγωγές, με χαμηλό βαθμό αξιοπιστίας όσον αφορά την εξασφάλιση της επάρκειας, είτε, μόνο μερικώς, με τη λειτουργία λιγότερο αποδοτικών και, κατά συνέπεια, ακριβότερων μονάδων φυσικού αερίου, που θα μπορούν να διατηρήσουν τη λειτουργία τους απλώς επειδή ανήκουν σε έναν παίκτη με ευρύτερο και διαφοροποιημένο χαρτοφυλάκιο μονάδων. Σε όλες τις περιπτώσεις, το κόστος για τον τελικό καταναλωτή, είτε είναι οικιακός, είτε επαγγελματικός, είτε βιομηχανικός, θα είναι σημαντικά υψηλότερο.
Οι αγορές χονδρικής - λιανικής
Αναφορικά με τις επιμέρους αγορές του ηλεκτρισμού και τον τρόπο που αλληλεπιδρούν υπό τις σημερινές συνθήκες, οι ίδιοι παρατηρούν ότι η ΔΕΗ, κατέχοντας δεσπόζουσα θέση στην αγορά, έχοντας την αποκλειστική πρόσβαση σε φθηνές πηγές ενέργειας, και το μονοπώλιο στην προμήθεια (ελέγχει το 98% των τελικών καταναλωτών) μπορεί να διαμορφώνει την τιμή της χονδρεμπορικής αγοράς σε τεχνητά χαμηλά επίπεδα, ανάλογα με τα συμφέροντά της.
Αναπόφευκτο αποτέλεσμα αυτού είναι ότι οι μονάδες φυσικού αερίου των ανεξάρτητων παραγωγών, που δεν έχουν πρόσβαση στον τελικό καταναλωτή και θα έπρεπε να αμείβονται αποκλειστικά με τις τιμές της χονδρικής, δεν μπορούν να λειτουργήσουν με τις ιδιαίτερα χαμηλές τιμές που μπορεί και διαμορφώνει η ΔΕΗ, αφού δεν επαρκούν ούτε και για το κόστος του καυσίμου (φυσικό αέριο).
Ωστόσο, όπως παραδέχονται όλοι, η εύρυθμη και αξιόπιστη λειτουργία του συστήματος, λόγω της μεγάλης διείσδυσης των ΑΠΕ, απαιτεί σημαντική παραγωγή από αυτές λόγω κυρίως της ευελιξίας που του προσδίδουν. Παράλληλα, η χώρα οφείλει να συμμορφωθεί με τις τρέχουσες επιταγές της Ε.Ε. για ενεργειακή αυτονομία, πρόσβαση σε φθηνή ενέργεια και δημιουργία πλήρως απελευθερωμένης και ανταγωνιστικής εγχώριας ενεργειακής αγοράς.
Για την αντιμετώπιση των παραπάνω προβλημάτων και τη μετάβαση στην επόμενη ημέρα υπό συνθήκες ασφάλειας εφοδιασμού και βέλτιστου κόστους, η κυβέρνηση προσπαθεί να δημιουργήσει τις απαραίτητες συνθήκες για τη διατήρηση σε λειτουργία των αποδοτικών μονάδων φυσικού αερίου μέχρι να επιτευχθεί η πλήρωση της αναγκαίας συνθήκης για την ανάπτυξη ελεύθερου ανταγωνισμού, δηλαδή της ισότιμης πρόσβασης όλων των ηλεκτροπαραγωγών σε όλες τις πηγές ενέργειας.
Το μεταβατικό αυτό πλαίσιο, εφόσον εφαρμοσθεί σωστά, θα έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση της κερδοφορίας της ΔΕΗ, την επιβίωση των ανεξάρτητων ηλεκτροπαραγωγών και τη μείωση του κόστους της ηλεκτρικής ενέργειας προς όφελος της ανταγωνιστικότητας της βιομηχανίας.