Το ρεπορτάζ του Al Jazeera για τα «χρυσά διαβατήρια» στην Κύπρο δεν ήταν η αιτία, αλλά μάλλον η αφορμή για μία πολιτική κρίση που είχε ως αποτέλεσμα την παραίτηση του προέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων, Δημήτρη Συλλούρη, αλλά και την απόφαση της Κομισιόν να προσφύγει στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο κατά της Κυπριακής Δημοκρατίας «επί παραβάσει της Συνθήκης».
Τουλάχιστον δύο εκατομμύρια ευρώ καλείται να καταβάλει στα κρατικά ταμεία ο ενδιαφερόμενος «επενδυτής» προκειμένου να αποκτήσει κατοικία στην Κύπρο και μαζί της την πολυπόθητη υπηκοότητα, που θα του εξασφαλίσει ευρωπαϊκό διαβατήριο, άρα και ελεύθερη κυκλοφορία σε ολόκληρη την ΕΕ. Σύμφωνα με το ρεπορτάζ του Al Jazeera, τα προνόμια αυτά κατάφεραν να εξασφαλίσουν και άτομα που θεωρούνται πολιτικά εκτεθειμένα ή συνδέονται με εγκληματικές ενέργειες.
Ο Γερμανός πολιτικός επιστήμων Χούμπερτ Φάουστμαν εκτιμά ότι οι πρακτικές της κυπριακής κυβέρνησης μπορούν να επιφέρουν την επιβολή προστίμου από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Πιο σημαντική όμως, επισημαίνει, είναι η πολιτική πίεση, που αναγκάζει την Κύπρο, αλλά προφανώς και τη Μάλτα, να αναθεωρήσουν το πρόγραμμα για τα «χρυσά διαβατήρια».
Αλλά ποιοι επωφελήθηκαν τα τελευταία χρόνια από αυτό το πρόγραμμα, εκτός από τους άμεσα ενδιαφερόμενους; «’Ηταν εξαιρετικά κερδοφόρο, ιδιαίτερα για τις τοπικές ελίτ», λέει ο Χούμπερτ Φάουστμαν, μιλώντας στη Γερμανική Ραδιοφωνία (DLF). «Πέρσι, μετά από κάποια σκάνδαλα τα προηγούμενα χρόνια, ο νόμος άλλαξε και η υπηκοότητα αφαιρέθηκε σε 26 περιπτώσεις που αφορούσαν άτομα με εμφανώς εγκληματική δραστηριότητα. Το αποφασιστικό στοιχείο στο ρεπορτάζ του Al Jazeera ήταν η απόδειξη πως δεν ευσταθεί ο ισχυρισμός της Κύπρου ότι εφεξής τα διαβατήρια θα χορηγούνταν μόνο σε υποψηφίους που δεν έχουν βεβαρημένο ποινικό μητρώο...»
Κέρδη δισεκατομμυρίων, αλλά για ποιον;
Ο Χουμπέρτους Φάουστμαν γνωρίζει τα τεκταινόμενα στην Κύπρο, καθώς είναι καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στo Πανεπιστήμιο της Λευκωσίας, ενώ παράλληλα διευθύνει το τοπικό παράρτημα του πολιτικού ιδρύματος Friedrich Ebert, που πρόσκειται στο γερμανικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD).
Απαντώντας στην ερώτηση ποιο είναι το οικονομικό όφελος του προγράμματος και ποιος το καρπώνεται, απαντά ως εξής: «Το συνολικό ποσό της επένδυσης υπολογίζεται σε επτά με δέκα δισεκατομμύρια ευρώ, αλλά το κράτος ελάχιστα επωφελείται από αυτό. Τα άμεσα φορολογικά έσοδα από την έναρξη του προγράμματος μέχρι σήμερα εκτιμώνται σε 200 με 300 εκατομμύρια ευρώ, άρα είναι ελάχιστο το κέρδος για το κοινωνικό σύνολο. Αυτοί που κυρίως επωφελούνται είναι οι πολιτικοί, οι δικηγόροι, οι κατασκευαστικές εταιρείες, ενδεχομένως άλλες επιχειρήσεις που σχετίζονται με τον κατασκευαστικό κλάδο ή με την ενοικίαση πολυτελών αυτοκινήτων, για παράδειγμα. Αλλά μιλάμε για ένα μικρό κομμάτι της συνολικής οικονομικής δραστηριότητας».
Ο Γερμανός πολιτικός επιστήμων θεωρεί ότι η υπόθεση δεν τελειώνει εδώ, καθώς, σύμφωνα με τις μέχρι στιγμής πληροφορίες, το Al Jazeera έχει γυρίσει άλλα δύο ντοκυμαντέρ για το ίδιο θέμα, που ακόμη δεν έχουν μεταδοθεί και ενδέχεται να περιέχουν και άλλες ενδιαφέρουσες πληροφορίες. «Θεωρείται μάλλον βέβαιο ότι μεγάλο κομμάτι της πολιτικής ελίτ έχει εμπλακεί στο πρόγραμμα διαβατηρίων», επισημαίνει. «Αλλά αυτό που κυρίως έχει σημασία δεν είναι αν αυτοί οι άνθρωποι έχουν κερδίσει χρήματα, είναι αν έχουν παραβιάσει την ισχύουσα νομοθεσία, κάτι που αποδεικνύεται στο ντοκυμαντέρ...»
Η πικρή εμπειρία του 2013
Στο ερώτημα πως βλέπει η κοινή γνώμη την υπόθεση των χρυσών διαβατηρίων, ο Χουμπέρτους Φάουστμαν κάνει λόγο για «ανάμεικτες» αντιδράσεις. Όχι μόνο γιατί στην Κύπρο υπάρχει μία ευρύτατα διαδεδομένη νοοτροπία θαυμασμού για όσους κερδίζουν πολλά χρήματα, αλλά και για έναν άλλο λόγο: «Πρέπει να αναλογιστούμε ότι το 2013 οι Κύπριοι αισθάνθηκαν- και δικαίως- να υφίστανται άδικη μεταχείριση από την ΕΕ, όταν έγινε υποχρεωτικό κούρεμα καταθέσεων και πολλοί άνθρωποι έχασαν χρήματα από τον τραπεζικό τους λογαριασμό. Το πρόγραμμα (χρυσών διαβατηρίων) δόθηκε η εντύπωση ότι ήταν και ένα αντιστάθμισμα για να σταθεί η Κύπρος πάλι στα πόδια της μετά την κακή μεταχείριση που υπέστη από την ΕΕ. Υπάρχει λοιπόν και μία συζήτηση περί δικαιοσύνης, που ουσιαστικά διευκολύνει την υλοποίηση παρόμοιων πρακτικών...»
Πηγή: Deutsche Welle