Η αγορά υποστηρίζει τις (αναγκαίες) μεταρρυθμίσεις

Οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις που κυοφορούνται ή υλοποιούνται, ιδιαίτερα στον Δημόσιο τομέα φαίνεται να στηρίζονται θερμά από τις αγορές χρήματος και κεφαλαίου, διαπιστώνει ο κ. Ν. Φίλιππας, Επίκουρος Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πειραιά. Οι 3 αναδιανομές εισοδημάτων που ”υπέστη” η Ελλάδα. Τρεις επιπλέον καθοριστικοί παράγοντες. Η πορεία των κρατικών χαρτιών μετά τις εκλογές του 2004.

Η αγορά υποστηρίζει τις (αναγκαίες) μεταρρυθμίσεις
του Δρα Νικόλαου Δ. Φίλιππα

Η ελληνική κοινωνία έχει βιώσει τα τελευταία 25 χρόνια τρεις τουλάχιστον σοβαρές αναδιανομές του εισοδήματός της. Στη δεκαετία του ’80, οι τότε κυβερνήσεις προχώρησαν σε ανεξέλεγκτο δανεισμό δημιουργώντας πρόσκαιρη ευημερία στις τότε γενεές, εις βάρος όμως των αντίστοιχων μελλοντικών.

Το αποτέλεσμα του υπερβολικού δανεισμού ήταν η εκτόξευση του ποσοστού του δημοσίου χρέους της ελληνικής οικονομίας ως προς το ΑΕΠ από 20% το 1981 σε 110% το 2004. Το δημόσιο χρέος την τελευταία δεκαετία υπερδιπλασιάστηκε και έφτασε τα 213 δισ. ευρώ, με αποτέλεσμα το 2005 να πληρώσουμε μόνο για τοκοχρεωλύσια 22 δισ. ευρώ.

Σε αντίθεση με την ανεύθυνη πολιτική της δεκαετίας του ’80, οι άλλες χώρες του ίδιου επιπέδου ανάπτυξης προστάτευσαν τις επόμενες γενεές κρατώντας τον δανεισμό σε σταθερά επίπεδα. Ιδιαίτερα εντυπωσιακή ήταν η περίπτωση της Ιρλανδίας, η οποία την τελευταία εικοσαετία περιόρισε δραστικά το δημόσιο χρέος της από 110% το 1986 σε 30% το 2004 (πίνακας 1).

Η ”φούσκα” του 1999 είχε ως αποτέλεσμα τη μεταφορά πλούτου από τους αμύητους επενδυτές (noise traders), οι οποίοι εισήλθαν μαζικά στα υψηλότερα επίπεδα του Δείκτη (Διάγραμμα 1), στους καλύτερα πληροφορημένους, οι οποίοι ήταν κυρίως οι ιδιοκτήτες των εισηγμένων εταιριών.

Οι σημαντικές απώλειες των αποταμιεύσεων των νοικοκυριών είχαν σημαντικές αντίστροφες επιπτώσεις πλούτου στην κοινωνία, οι οποίες σε συνδυασμό με την απελευθέρωση των καταναλωτικών δανείων και της τάσης των ατόμων να διατηρήσουν τα καταναλωτικά τους πρότυπα σταθερά, εκτόξευσαν το χρέος τους σε δυσθεώρητα επίπεδα.

Από 17 δισ. ευρώ τα χρέη των νοικοκυριών έχουν ξεπεράσει πλέον τα 55 δισ. ευρώ. Τα ελληνικά νοικοκυριά είναι πλέον υπερχρεωμένα. Ο μύθος της ισχυρής οικονομίας καταρρέει με την απλή παρατήρηση των πινάκων 1 και 2.

Μια τρίτη αναδιανομή του εισοδήματος έχει γίνει εις βάρος των εργαζομένων στον ιδιωτικό ως προς των αντίστοιχων στις ΔΕΚΟ. Η μονοπωλιακή θέση ορισμένων ΔΕΚΟ οδήγησε σε πλαστή κερδοφορία και στη συνέχεια σε συνεχόμενες μισθολογικές αλλά και άλλες θεσμικές διεκδικήσεις.

Η σπατάλη των πόρων, η αδιαφάνεια, η έλλειψη οποιασδήποτε αξιολόγησης των εργαζομένων αλλά και των διοικήσεων, η μονιμότητα δημιούργησαν γενεές προβληματικών δημόσιων επιχειρήσεων και έφεραν σε αδιέξοδο όχι μόνο τις ίδιες τις εταιρείες και τους εργαζόμένους τους, αλλά στην ουσία ολόκληρη την κοινωνία. Ο κατάλογος είναι μακρύς, αλλά ας περιοριστούμε στο παράδειγμα της Ολυμπιακής Αεροπορίας.

Σε όλα αυτά προστίθενται τουλάχιστον τρεις επιπλέον καθοριστικοί παράγοντες: α) η αύξηση των ορίων θνησιμότητας που συνοδεύεται με παράλληλο περιορισμό των γεννήσεων, β) η παγκοσμιοποίηση των οικονομιών και η είσοδος ορισμένων χωρών της Ασίας όπως αυτών της Κίνας, Ινδίας, Ινδονησίας αλλά και των πρώην ανατολικών χωρών και γ) η δύναμη της αδράνειας (status quo) της ελληνικής κοινωνίας.

Ο πρώτος παράγοντας λειτουργεί δραματικά εις βάρος των επόμενων γενεών. Σε λίγα μόνο έτη ένας εργαζόμενος θα αντιστοιχεί και θα συντηρεί έναν συνταξιούχο, σήμερα η σχέση είναι 1,7 και η αντίστοιχη υγιής ανέρχεται σε 4 προς 1!!!

Η χαμηλή ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, οι ακριβές τιμές και η χαμηλή ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών απαιτούν νέες στρατηγικές διείσδυσης στις διεθνείς αγορές, επένδυση στο ανθρώπινο κεφάλαιο και φυσικά καινοτομίες.

Η σκληρή αυτή πραγματικότητα σε συνδυασμό με τον χαμηλό βαθμό προσαρμοστικότητας της ελληνικής κοινωνίας (θυμηθείτε πόσα χρόνια έκανε η εφαρμογή Η/Υ στις εφορίες ή τη χαμηλή διείσδυση του Internet στη χώρα μας) δημιουργεί έναν σοβαρό ανασταλτικό παράγοντα για τη διατήρηση της θέσης της χώρας μας στην παγκόσμια οικονομική πραγματικότητα.

Αν κανείς ανατρέξει στους διεθνείς οίκους αξιολόγησης Standard & Poor’s, Fitch και Moody’s θα διαπιστώσει ότι όχι μόνο βρισκόμαστε σταθερά στην τελευταία θέση ανάμεσα στους 12 της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά ορισμένες χώρες του πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού μάς έχουν ξεπεράσει λίγα μόλις χρόνια μετά την ενσωμάτωσή τους στο παγκόσμιο ”καπιταλιστικό” περιβάλλον.

Οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις που κυοφορούνται ή και υλοποιούνται σήμερα, ιδιαίτερα αυτές που αφορούν τον Δημόσιο τομέα (χωρίς να υιοθετείται η άποψη ότι ο ιδιωτικός τομέας είναι πανάκεια), ο οποίος απασχολεί σημαντικούς πόρους και έχει τεράστιες κρυφές δυνατότητες, φαίνεται ότι υποστηρίζονται θερμά από τις αγορές χρήματος και κεφαλαίου.

Είναι χαρακτηριστικό ότι η πρόσφατη άνοδος του Χρηματιστηρίου οφείλεται αποκλειστικά στις επιλεκτικές τοποθετήσεις ξένων θεσμικών σε καλές μετοχές, αλλά και σε μετοχές που το μέλλον τους προεξοφλείται ευοίωνο (Πίνακας 3). Ιδιαίτερης σημασίας γεγονός ήταν και η επιτυχής διάθεση του 17% του ΟΠΑΠ, από την οποία αντλήθηκαν 1,27 δισ. ευρώ, η δεύτερη μεγαλύτερη άντληση κεφαλαίων στην Ευρώπη για το έτος 2005.

Το ζητούμενο σε αυτήν την πραγματικά εθνική προσπάθεια είναι η αντικειμενική πληροφόρηση για την πραγματική διάσταση της κατάστασης της ελληνικής οικονομίας, των δυνατοτήτων της και των προοπτικών της. Την ίδια στιγμή απαιτείται η εφαρμογή αποτελεσματικών μέτρων για περιορισμό των χρόνιων στρεβλώσεων, τα οποία θα φέρουν την μεγέθυνση της εθνικής μας πίτας και την επιστροφή ενός μέρους της στους εργαζόμενους και στην κοινωνία.

* Ο κ. Νικόλαος Δ. Φίλιππας είναι Επίκουρος Καθηγητής του Πανεπιστημίου Πειραιά.

** Οι πίνακες και τα διαγράμματα δημοσιεύονται στη δεξιά στήλη ”Συνοδευτικό Υλικό”.


Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v