Τα προβλήματα της οικονομίας που κρύβονται κάτω από χαλί

Μια νέα κρίση βρίσκεται εν υπνώσει μέσα στην καρδιά της ελληνικής οικονομίας, ενώ εμείς βαυκαλιζόμαστε. Χρειαζόμαστε ανταγωνιστική βιομηχανία σε απλά καθημερινά προϊόντα. Γράφει ο Παναγιώτης Ταναμπασίδης.

Τα προβλήματα της οικονομίας που κρύβονται κάτω από χαλί
  • Του Παναγιώτη Ταναμπασίδη*

Μετά από χρόνια πολλών δυσκολιών με μνημόνια και ρυθμίσεις χρέους, η οικονομική κρίση δείχνει να έχει σχεδόν ξεχαστεί. Στην πραγματικότητα όμως, οι διαρθρωτικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας παραμένουν ίδιες σαν να μην έχει περάσει ούτε μια μέρα από το 2011, τότε που το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών ήταν (17 δισ. ευρώ) όσο περίπου είναι η πρόβλεψη και για το τρέχον έτος.

Το έλλειμμα αυτό, πιο ξεκάθαρα από οποιονδήποτε άλλο δείκτη οικονομικής δραστηριότητας, δείχνει την έλλειψη ανταγωνιστικότητας της οικονομίας μας και καθώς παραμένει αρνητικό συστηματικά εδώ και δεκαετίες μάς φορτώνει με χρέος και υποθηκεύει το μέλλον της χώρας. Έτσι μια νέα κρίση βρίσκεται εν υπνώσει μέσα στην καρδιά της ελληνικής οικονομίας, ενώ εμείς βαυκαλιζόμαστε.

Τα 17 δισ. ευρώ του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών σημαίνουν ότι η χώρα θα πρέπει να βρίσκει από «άλλες πηγές» χρηματοδότηση για να καλύψει αυτή την «πλεονάζουσα κατανάλωση». Οι «άλλες πηγές» όμως μπορεί να είναι ή οι ξένες άμεσες επενδύσεις, ή επενδύσεις χαρτοφυλακίου, ή καθαρός δανεισμός από τις διεθνείς αγορές. Οι καθαρές άμεσες ξένες επενδύσεις το 2023 ήταν μόλις 1,5 δισ. και οι επενδύσεις χαρτοφυλακίου 3,5 δισ. που σημαίνει ότι ο νέος δανεισμός καλύπτει το κενό του ελλείμματος.

Με μέσο όρο ελλείμματος συναλλαγών την τελευταία 20ετια στα 15 δισ./έτος το οποίο καλύπτεται κατά κύριο λόγο με νέο δανεισμό, δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι έχουμε στήσει μια ευημερούσα οικονομία που αναπτύσσεται ισόρροπα.

Αν θέλουμε λοιπόν να δομήσουμε μια οικονομία που δεν θα βασίζεται στον δανεισμό για να αναπτυχθεί, χρειάζεται να δημιουργήσουμε τις συνθήκες για σταθερά πολυετή πλεονάσματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Μόνο έτσι θα μπορέσει να αυξηθεί το πραγματικό εισόδημα των Ελλήνων όχι μόνο σε ονομαστικούς όρους, αλλά και σε όρους αγοραστικής δύναμης και θα μπορέσει να μειωθεί το δημόσιο και το ιδιωτικό χρέος όχι μόνο ως ποσοστό του ΑΕΠ, αλλά και σε απόλυτο ποσό.

Ο μοναδικός τομέας της οικονομίας μας που έχει βοηθήσει προς αυτή την κατεύθυνση τα τελευταία χρόνια είναι ο τουρισμός. Από 10 δισ. ευρώ τουριστικών εσόδων το 2012, το 2023 φτάσαμε τα 20 δισ. και το 2024 αναμένεται να είμαστε λίγο παραπάνω. Όμως δεν πρέπει να παραγνωρίζουμε το γεγονός ότι από την άλλη πλευρά το τουριστικό μας προϊόν έχει φτάσει στα όριά του.

Φέτος, περίπου 30 εκατομμύρια τουρίστες θα επισκεφτούν τη χώρα μας. Ο αριθμός αυτός είναι περίπου τριπλάσιος από τους μόνιμους κάτοικους. Πολύ δύσκολα θα μπορέσουμε να υπερβούμε αυτόν τον αριθμό επισκεπτών χωρίς να υποβαθμίσουμε την ποιότητα του τουριστικού μας προϊόντος. Ήδη, δημοφιλείς νησιωτικοί προορισμοί έχουν αρχίσει να απαξιώνονται και βλέπουν στασιμότητα ή και μείωση των επισκεπτών τους. Επιπλέον στα αρνητικά της μονοδιάστατης ανάπτυξης που επαφίεται μόνο στον τουρισμό, θα πρέπει να συμπεριλάβουμε το γεγονός ότι κλάδος δεν δημιουργεί μόνιμες υψηλά αμειβόμενες θέσης εργασίας και είναι πολύ ευαίσθητος σε ενδεχόμενες οικονομικές αναταράξεις.

Θα πρέπει εδώ να ειπωθεί ότι το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών που αφορά τις υπηρεσίες είναι πλεονασματικό για τη χώρα μας κατά 21 δισ. (λόγω του τουρισμού που συνεισφέρει 20 δισ.), κάτι που πρακτικά σημαίνει πως σε ότι αφορά την παροχή άλλων υπηρεσιών (πλην τουρισμού) το ισοζύγιο βρίσκεται σχεδόν σε ισορροπία. Δηλαδή δεν είμαστε ανταγωνιστικοί ώστε να πουλάμε υπηρεσίες στο εξωτερικό, αλλά τουλάχιστον καταναλώνουμε τις υπηρεσίες που εμείς παράγουμε.

Το πρόβλημα εντοπίζεται στο ισοζύγιο συναλλαγών για τα αγαθά όπου έχουμε συστηματικά σημαντικό έλλειμμα. Από το 2002 και ως το 2023, ο μέσος όρος ελλείμματος στο ισοζύγιο αγαθών ήταν 19 δισ. ευρώ ανά έτος. Το 2023 το έλλειμμα στα αγαθά ήταν στα 25 δισ. και το ποσό αναμένεται ακόμη υψηλότερα κατά το τρέχον έτος. Το μέγεθος και η συστηματικότητα του ελλείμματος στα αγαθά σε συνδυασμό με το πλεόνασμα στην παροχή υπηρεσιών, δείχνει ξεκάθαρα ότι αυτό που πληγώνει την ελληνική οικονομία είναι η βιομηχανική παραγωγή, καθώς καταναλώνουμε πολύ περισσότερα έτοιμα προϊόντα από όσα παράγουμε!

Είναι λοιπόν ξεκάθαρο, ότι ο δρόμος για μια βιώσιμη ανάπτυξη που θα δώσει τη δυνατότητα στη χώρα να ευημερήσει είναι η ανάπτυξη της βιομηχανικής της ικανότητας σε σημαντικό βαθμό. Αν σήμερα είχαμε 25 δισ. μεγαλύτερη εγχώρια παραγωγή αγαθών (ceteris paribus), το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών θα ήταν πλεονασματικό κατά 7 δισ., θα είχαμε πλεόνασμα του ισοζυγίου της γενικής κυβέρνησης και θα είχαμε επιπλέον 250-300 χιλιάδες περίπου μόνιμες θέσεις εργασίας. Μπορώ δε με ασφάλεια να υποθέσω ότι μαζί με αυτά θα είχαμε και μερικά επιπλέον δισ. ευρώ ως άμεσες ξένες επενδύσεις!

Στόχευση δηλαδή μιας πραγματικά αναπτυξιακής πολιτικής μηδενικού ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών, θα πρέπει να είναι η αύξηση της αξίας της εγχώριας παραγωγής αγαθών κατά 25 δισ. ευρώ σε σημερινές τιμές μέσα στα επόμενα έτη.

Ιδεατά θα μπορούσε να συμπληρώσει κάποιος ότι θα πρέπει να στοχεύουμε στη δημιουργία βιομηχανίας που να ενσωματώνει στα προϊόντα της υψηλή τεχνολογία και αυτοματισμούς στην διαδικασία παραγωγής και όλοι να συμφωνήσουμε ομόφωνα.

Αλλά ας είμαστε ειλικρινείς! Σε αυτή τη φάση έχουμε μια αναιμική βιομηχανική παραγωγή σε βασικά προϊόντα, δεν έχουμε τεχνογνωσία για βιομηχανικά προϊόντα που ενσωματώνουν υψηλή τεχνολογία (πλην ελαχίστων εταιρειών) και θα ήταν αρκετό και μόνο το να παράγουμε περισσότερα απλά καθημερινά προϊόντα που καταναλώνουμε όπως κατσαβίδια, ψυγεία, τραπέζια, λάστιχα, χημικά, χαρτικά, απορρυπαντικά, παπούτσια κ.ά.

Στη δημόσια σφαίρα συζητάμε χρόνια την αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου της χώρας αποφεύγοντας όμως να μιλήσουμε συγκεκριμένα για το ποιες αλλαγές χρειάζονται και σε ποια κατεύθυνση. Η ανταγωνιστικότητα της βιομηχανίας όμως επηρεάζεται από έναν πολύ μεγάλο αριθμό παραμέτρων και έτσι οι όποιες πολιτικές ανάπτυξης θα πρέπει να στοχεύουν στη βελτίωση κάθε μίας τους ξεχωριστά.

Τι χρειάζεται η βιομηχανία για να είναι ανταγωνιστική;

Με απλά λόγια, χρειάζεται να μπορεί να εγκατασταθεί και να αδειοδοτηθεί με απλές και γρήγορες διαδικασίες, να βρει χρηματοδότηση και να κρατάει τα βασικά κόστη λειτουργίας της (πρώτες ύλες, εργατικό κόστος, κόστος ενέργειας, μεταφορικά) όσο γίνεται χαμηλότερα.

Παρακάτω παρατίθενται συνοπτικά κάποιες σημαντικές παράμετροι της ανταγωνιστικότητας της βιομηχανίας και η σημερινή τους κατάσταση.

Χωροθέτηση

  • Πολυνομία και σύνθετοι κανόνες για τη χωροθέτηση.
  • Λίγα οργανωμένα Βιομηχανικά Πάρκα με φτωχές υποδομές. Το μεγαλύτερο μέρος της βιομηχανικής παραγωγής εκτός οριοθετημένων βιομηχανικών ζωνών.
  • Οι περιοχές με την μεγαλύτερη βιομηχανική παραγωγή στη χώρα (Οινόφυτα & Σίνδος) σε χαοτική διάταξη και με αδιευκρίνιστο νομικό καθεστώς.
  • Η ΕΤΒΑ ΒΙΠΕ ως διαχειριστής βιομηχανικών περιοχών αδυνατεί να παίξει το ρόλο που πρέπει.

Αδειοδότηση

  • Πολύμηνες διαδικασίες με πολλές αλληλο-επικαλυπτόμενες αρμοδιότητες υπηρεσιών για τις εγκρίσεις για εγκαταστάσεις μεσαίου μεγέθους.
  • Πολυετείς και πολυδάπανες διαδικασίες για βιομηχανικές μονάδες μεγάλης κλίμακας.

Χρηματοδότηση

  • Τράπεζες φοβικές με το επιχειρηματικό ρίσκο και ακινητο-φαγικές
  • Λίγα private equity με μικρή δύναμη πυρός και αυτά με εξάρτηση από το ΤΑΝΕΟ
  • Επενδυτικός νόμος που εν τέλει δεν προκηρύσσονται καν όλα τα τομεακά του προγράμματα και αποσύρεται για να έλθει ένας νέος.
  • Επενδυτικά προγράμματα ΕΣΠΑ με πολλούς περιορισμούς και κυρίως επικεντρωμένα σε μη βιομηχανικούς τομείς

Λειτουργικά κόστη

  • Μη μισθολογικό κόστος εργασίας 23%, το 4ο υψηλότερο στο ΟΟΣΑ
  • Κόστος ενέργειας σταθερά μέσα στα υψηλότερα στην ΕΕ και πολλαπλάσιο σε σχέση με χώρες εκτός ΕΕ.
  • Μεταφορικά κόστη: Υψηλά λόγο θαλασσίων μεταφορών, αλλά και με τα υψηλότερα κόστη διοδίων ανά χιλιόμετρο στην Ευρωπαϊκή Ένωση για το εθνικό οδικό δίκτυο.

Πέραν των παραπάνω όμως, το γεγονός ότι δέκα μεγάλες βιομηχανικές μονάδες έκλεισαν τα τελευταία πέντε χρόνια είναι δηλωτικό για την κάκιστη κατάσταση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας μας.

Όταν λοιπόν εμφανιστεί ξανά κάποια κυβέρνηση, πρωθυπουργός ή υπουργός και μιλήσει για την «παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας» ή την «αναδιάταξη του παραγωγικού μοντέλου» - εφόσον πρώτα βεβαιωθούμε ότι δεν εννοεί την προσέλκυση digital nomads και πλούσιων Κινέζων για Golden Visas- θα πρέπει να τον πείσουμε να ιδρύσει ξανά ένα υπουργείο Βιομηχανίας και να αρχίσει να παιδεύεται με ένα- ένα τα παραπάνω προβλήματα.

Μέχρι τότε οφείλουμε να μην κοροϊδεύουμε τους εαυτούς μας με την προσδοκία μιας Ελλάδας που θα ευημερεί και θα είναι ανταγωνιστική. Οφείλουμε επίσης να είμαστε έτοιμοι για μία νέα κρίση που θα ξεσπάσει ξανά στη χώρα όταν οι συνθήκες διεθνώς δυσκολέψουν.

Μόνο που τότε δεν θα έχει κανείς το δικαίωμα να πει ότι δεν γνώριζε!


Ο κ. Παναγιώτης Ταναμπασίδης είναι Διευθύνων Σύμβουλος της DXA Capital ΑΕΠΕΥ και πιστοποιημένος αναλυτής από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.


Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v