Με αφορμή τα όσα ακούγονται ότι μετά την πανδημία, η ελληνική οικονομία έχει πρόσθετους λόγους να είναι περισσότερο αποτελεσματική και παραγωγική, παραθέτω σήμερα τις απόψεις μου για το πώς ο εγχώριος επενδυτικός κλάδος θα μπορούσε να βγει από το τέλμα στο οποίο βρίσκεται βυθισμένος εδώ και δεκαετίες.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.
Η τραγική κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε, μπορεί να διαπιστωθεί εύκολα αν συγκρίνουμε τα όσα συμβαίνουν στην Ελλάδα, με εκείνα π.χ. που λαμβάνουν χώρα στην Κύπρο, δηλαδή σε μια άλλη αγορά, πολύ μικρότερη σε σχέση με τη δική μας. Ο ημερήσιος τζίρος του ΧΑΚ είναι 200.000 € έναντι 50 εκατ. του ΧΑ, θυγατρικής της ΕΧΑΕ. Αυτό αποδεικνύει ότι η ανάπτυξη αυτού του τομέα δεν εξαρτάται απαραίτητα και αποκλειστικά από την ανάπτυξη του χρηματιστηρίου, όπως κάποιοι παράγοντες νομίζουν. Σημειώνεται ότι η ΕΧΑE (ιδιωτική εισηγμένη εταιρεία, εποπτευόμενη από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και με 50% ξένους μετόχους), ακόμη δεν έχει πετύχει ούτε ένα «dual listing» ελληνικών ναυτιλιακών επιχειρήσεων, ενώ φτωχές είναι και οι εισαγωγές εταιρειών που ιδιωτικοποιούνται.
Το κυπριακό Συνεγγυητικό, χωρίς συγκρούσεις συμφερόντων στη διοίκησή του, έχει πολύ μικρότερες εισφορές, απελευθερώνοντας κεφάλαια για ανάπτυξη και διαχειρίζεται από τμήμα της κυπριακής Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς με μικρό κόστος. Στη χώρα μας, με παλαιό νόμο, ανταγωνιστές εποπτεύουν ανταγωνιστές τους με μεγάλα διαχειριστικά κόστη και υψηλές εισφορές εκτός ευρωπαϊκής αγοράς, που κάνουν αποτρεπτική την προσέλκυση ΕΠΕΥ (Εταιρείες Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών) με ξένους μετόχους. Την ίδια ώρα, έχουμε και το παράλληλο «Επενδυτικό Τμήμα» του ΤΕΚΕ (με άριστο νόμο που προνοεί την αποφυγή σύγκρουσης συμφερόντων), σε μία μικρή αγορά όπως η ελληνική. Το Υπουργείο Οικονομικών μόλις πρόσφατα σύστησε σχετική νομοπαρασκευαστική Επιτροπή, με στόχο τη θέσπιση νέου πλαισίου.
Η Κύπρος έχει περί τις 300 ΕΠΕΥ, ενώ η Ελλάδα μόλις γύρω στις 40. Είναι πολύ πιο εύκολο για κάποιον να ιδρύσει ΕΠΕΥ στην Κύπρο υπό την εποπτεία της Κυπριακής Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, με ανοιχτό επιχειρηματικό πνεύμα και απλούστερες διαδικασίες, ενώ και ο συντελεστής φορολόγησης βρίσκεται στο 12,5%, ο μισός περίπου από το 24% της Ελλάδας. Οι ασφαλιστικές εισφορές είναι στο σύνολο 17% έναντι 40% στην Ελλάδα.
Προσέξτε όμως τη διαφορά: Οι κυπριακές ΕΠΕΥ είναι κατά μέσο όρο πολύ πιο κερδοφόρες από τις ελληνικές (οι περισσότερες εκ των οποίων παλεύουν να επιβιώσουν), με αποτέλεσμα να αποδίδουν βαρβάτους φόρους στο κυπριακό δημόσιο, σε αντίθεση με το ελληνικό δημόσιο που δεν μπορεί να εισπράξει από… μη έχοντες.
Ακόμη πιο λυπηρό είναι για εμάς πως οι κυπριακές ΕΠΕΥ απευθύνονται κατά κύριο λόγο σε πελάτες εκτός Κύπρου, ενώ σε αρκετές εξ αυτών μετέχουν και Έλληνες επενδυτές που διαχειρίζονται κεφάλαια προερχόμενα από την Ελλάδα.
Είναι προφανές ότι οι εκατοντάδες αυτές ΕΠΕΥ στην Κύπρο πέρα από φόρους, προσφέρουν πολλές θέσεις εργασίας η καθεμία (π.χ. προσωπικό, λογιστές, νομικούς) και φυσικά προσελκύουν και εκατοντάδες υψηλόβαθμα στελέχη από το εξωτερικό, οι οποίοι καταναλώνουν, διασκεδάζουν, ενοικιάζουν ακίνητα-αυτοκίνητα και γενικότερα ξοδεύουν τα λεφτά τους, δημιουργώντας ζήτηση προς όφελος της τοπικής οικονομίας.
Μια δεύτερη ενδιαφέρουσα «βιομηχανία» για την Κύπρο είναι οι επενδυτικές πιστοποιήσεις, όπου η τοπική Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς προκηρύσσει συχνότατα εξετάσεις (δύο φορές την εβδομάδα) σε αγγλικά και ελληνικά, προσελκύοντας άτομα από ευρύτατη σειρά χωρών (π.χ. Ισραήλ, Κίνα, Ελλάδα), οι οποίοι αποκτούν πιστοποίηση με ηλεκτρονικό τρόπο για ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση. Από οικονομικής άποψης, κάθε εξεταζόμενος πληρώνει για ξενοδοχεία, για εξέταστρα (300 ευρώ παρακαλώ, συν ετήσιο κόστος διατήρησης πιστοποίησης), για μεταφορές, για τρόφιμα και διασκέδαση, προς όφελος της τοπικής ζήτησης. Σε μας, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς προκηρύσσει εξετάσεις με χαρτί και στυλό, κάθε έξι μήνες και μόνο στα ελληνικά.
Όλα αυτά αποτελούν ένα πολύ ενδιαφέρον κονδύλι στήριξης της κυπριακής οικονομίας, ιδίως αν κάποιος συνεκτιμήσει πως το συνολικό της ΑΕΠ κυμαίνεται γύρω στα 20 δισ. ευρώ.
Ας έρθουμε τώρα στην πολύ μεγαλύτερη αγορά της Ελλάδας: Οι περισσότερες ΕΠΕΥ παλεύουν για να επιβιώσουν, οι χρηματιστηριακές εταιρείες καταγράφουν ζημίες εδώ και τουλάχιστον δέκα χρόνια, ενώ οι ΑΕΔΑΚ είναι λίγες και συχνότατα περιορισμένων αποδόσεων. Το οξύμωρο είναι ότι επιβάλλουμε πολύ υψηλότερο φορολογικό συντελεστή, αλλά φορολογικά έσοδα δεν έχουμε! Οι θέσεις εργασίας είναι λιγότερες απ’ ό,τι στην Κύπρο και η δυνατότητα προσέλκυσης τέτοιων επενδύσεων από το εξωτερικό, σχεδόν μηδενική.
Το Υπουργείο Οικονομικών, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, η EΧAE και το Συνεγγυητικό αποτελούν τους τέσσερις βασικούς πυλώνες που θα πρέπει να αναλάβουν συντονισμένες πρωτοβουλίες με εκείνους τους παράγοντες της αγοράς που δεν έχουν συγκρούσεις συμφερόντων, αν θέλουμε να βελτιωθούμε δραστικά στον συγκεκριμένο τομέα. Με άλλα λόγια, πιστεύω ότι και η Ελλάδα, με τον κατάλληλο, έξυπνο και ευέλικτο σχεδιασμό, θα μπορούσε να αναπτύξει πολύ περισσότερο τον επενδυτικό-χρηματοοικονομικό της τομέα, χωρίς κόστος.
Το γεγονός ότι η παρούσα κυβέρνηση όρισε υφυπουργό με αρμοδιότητα τον χρηματοοικονομικό τομέα αποτελεί θετικό γεγονός και σίγουρα η αγορά μας περιμένει να δει και να αξιολογήσει τις προτάσεις και γενικότερα το έργο του.
Αλλά και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς θα κληθεί να παίξει σημαντικότατο ρόλο. Απαιτούνται συνεχείς διαβουλεύσεις για υποστήριξη ελληνικών θέσεων στο πλαίσιο της ΕΣΜΑ, εφαρμογή των κανόνων ελεγκτικής και εταιρικής διακυβέρνησης, επιτροπή επιβολής ποινών διαφορετική από τους εισηγητές και αρκετά άλλα.
Ο αείμνηστος πρόεδρος Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, με το κοφτερό μυαλό του, είχε πει μπροστά μου στο τριψήφιο τηλέφωνο το 2006 στον τότε υπουργό Οικονομικών: «Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς είναι εισαγγελέας και επόπτης και δεν μπορεί να ασχοληθεί με ανάπτυξη. Όμως μπορεί να τη φρενάρει. Προσοχή, όρισε αρμόδιο υφυπουργό».
Αναμένω προσώρας και δεσμεύομαι ότι θα επανέλθω, ανάλογα με τα έμπρακτα αποτελέσματα.
Όμως θα πρέπει αντί να ακούμε αόριστες διακηρύξεις περί ανάπτυξης του ΧΑ, που αυτό από μόνο του θα καταστήσει την Ελλάδα διεθνές χρηματοοικονομικό κέντρο, επιβάλλεται να τεθούν και να υλοποιηθούν συγκεκριμένοι ποσοτικοί και ποιοτικοί στόχοι υπέρ του συνόλου της οικονομίας και υπέρ όλων των επενδυτικών υπηρεσιών που καθορίζονται από τη MiFID II, όπως μεταξύ άλλων:
1. Πόσες ΕΠΕΥ ξένων ή εγχώριων μετόχων θα προσελκυσθούν-ιδρυθούν στη Ελλάδα κάθε χρόνο για τα επόμενα πέντε έτη;
2. Πόσες νέες εταιρείες θα εισαχθούν στο ΧΑ την επόμενη πενταετία;
3. Πόσο θα αυξηθούν τα σχετικά φορολογικά έσοδα και ο αριθμός των εργαζομένων σε παλιές και νέες ΕΠΕΥ;
Ο υπογράφων, ως γνωστόν, αγωνίζεται τα τελευταία 16 χρόνια με κάθε τρόπο και έχει συγκεκριμένες ρεαλιστικές προτάσεις για αυτό τον εφικτό στόχο. Η Ελλάδα δεν μπορεί να περιμένει περισσότερο.
* Ο κ. Αλέξανδρος Μωραϊτάκης είναι πρόεδρος της Nuntius Χρηματιστηριακής
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.