Οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις δεν θα βοηθήσουν την ελληνική οικονομία να αναπτυχθεί βραχυπρόθεσμα, υποστηρίζει ο οικονομολόγος Dani Rodrik, ο οποίος προτείνει στην ελληνική κυβέρνηση να εφαρμόσει ειδικά σχεδιασμένες πολιτικές για την ενίσχυση των εξαγωγών.
Όπως υποστηρίζει, αν οι πιστωτές της Ελλάδας είχαν εξετάσει σοβαρά τα αποτελέσματα των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που εφαρμόστηκαν στη Λατινική Αμερική και στην Ανατολική Ευρώπη μετά το 1990, θα διαπίστωναν ότι οι ιδιωτικοποιήσεις, η απελευθέρωση και η απορρύθμιση των αγορών ενισχύουν την ανάπτυξη μακροπρόθεσμα, ενώ βραχυπρόθεσμα έχουν συχνά ακόμα και αρνητικές επιπτώσεις.
Μια γρήγορη αναπτυξιακή ώθηση μπορεί να προέλθει από τη στοχευμένη και επιλεκτική απομάκρυνση φραγμών παρά από μεταρρυθμιστικές προσπάθειες στο σύνολο της οικονομίας.
Σύμφωνα με τον ίδιο, η θεωρία πίσω από τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις είναι απλή: το άνοιγμα της οικονομίας στον ανταγωνισμό θα αυξήσει την αποτελεσματικότητα με την οποία κατανέμονται οι πόροι. Το άνοιγμα των επαγγελμάτων θα αναδείξει τις πιο παραγωγικές εταιρείες. Η ιδιωτικοποίηση των κρατικών εταιρειών θα κάνει πιο ορθολογική την παραγωγή.
Οι αλλαγές αυτές δεν αυξάνουν άμεσα την οικονομική ανάπτυξη, αλλά αυξάνουν το δυνητικό εισόδημα μακροπρόθεσμα. Η ανάπτυξη έρχεται καθώς η οικονομία αρχίζει να συγκλίνει προς αυτό το υψηλότερο επίπεδο εισοδήματος. Με βάση πολλές ακαδημαϊκές μελέτες ο ρυθμός σύγκλισης τείνει να είναι 2% τον χρόνο, δηλαδή κάθε χρόνο η οικονομία τείνει να κλείνει 2% από το κενό ανάμεσα στο πραγματικό και το δυνητικό επίπεδο εισοδήματος.
Oπότε αν οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις δεν έχουν αποδώσει στην Ελλάδα, δεν είναι γιατί οι ελληνικές κυβερνήσεις δεν τις εφάρμοσαν, επισημαίνει ο καθηγητής του Χάρβαρντ. Από το 2010 έως το 2015, η Ελλάδα έχει σκαρφαλώσει περίπου 40 θέσεις στην κατάταξη της Παγκόσμιας Τράπεζας για το επιχειρείν. Αντίθετα, το πρόβλημα έγκειται στην ίδια τη λογική των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων: τα οφέλη εμφανίζονται αρκετά αργότερα, όχι όταν μια χώρα τα χρειάζεται πραγματικά.
Ωστόσο, υπάρχει σύμφωνα με τον κ. Rodrik μια εναλλακτική στρατηγική, η οποία μπορεί να αποφέρει πολύ πιο γρήγορα κέρδη για την ανάπτυξη.
Συγκεκριμένα, η Ελλάδα πρέπει να αυξήσει την κερδοφορία των εμπορεύσιμων αγαθών, προωθώντας επενδύσεις και καινοτομία σε εξαγωγικές δραστηριότητες, υφιστάμενες και νέες. Αν και η χώρα δεν έχει στη διάθεσή της το πιο άμεσο εργαλείο για να το επιτύχει αυτό -μια υποτίμηση του νομίσματος-, η εμπειρία από άλλες χώρες προσφέρει ένα πλούσιο οπλοστάσιο για την προώθηση των εξαγωγών, από φορολογικά κίνητρα σε ειδικές ζώνες μέχρι στοχευμένα έργα υποδομών.
Aκόμα περισσότερο, η Ελλάδα πρέπει να δημιουργήσει έναν θεσμό κοντά στον πρωθυπουργό που θα αναλάβει το καθήκον να επικοινωνεί με δυνητικούς επενδυτές. Ο θεσμός πρέπει να έχει την εξουσία να απομακρύνει τα εμπόδια που εντοπίζει, αντί να βλέπει τις προτάσεις τους να χάνονται σε διάφορα υπουργεία.
Η έλλειψη μιας πολιτικής που θα εστιάζει απευθείας στις εξαγωγές είχε μεγάλο κόστος, υποστηρίζει ο κ. Rodrik. Για παράδειγμα, στη μεταποίηση, τα κέρδη στην ανταγωνιστικότητα που προήλθαν από τις περικοπές μισθών αντισταθμίστηκαν από την αύξηση του ενεργειακού κόστους.
Οι συμβατικές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις τείνουν να βασίζονται στις «βέλτιστες πρακτικές», πολιτικές που υποτίθεται ότι είναι οικουμενικά έγκυρες. Αλλά, όπως έχουν ανακαλύψει επιτυχημένες χώρες σε όλο τον κόσμο, μια στρατηγική που βασίζεται στις «βέλτιστες πρακτικές» δεν βοηθάει πολύ στην προώθηση νέων εξαγωγών. Από τη στιγμή που η ελληνική κυβέρνηση δεν έχει δικό της νόμισμα, θα πρέπει να είναι πιο δημιουργική, τονίζει ο ίδιος. Συγκεκριμένα, πρέπει να εφαρμόσει ειδικά σχεδιασμένες πολιτικές υπέρ των εξαγωγικών επιχειρήσεων, παρά τις «οριζόντιες» πολιτικές που προτιμούν οι υπέρμαχοι των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.
Όσο πιο ορθόδοξη είναι η δημοσιονομική στρατηγική της Ελλάδας, τόσο πιο ανορθόδοξη πρέπει να είναι η πολιτική της για την ανάπτυξη, καταλήγει ο κ. Rodrik.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.