Επαναλαμβάνει η HSBC την πρότασή της αγορά πενταετών ελληνικών ομολόγων (στόχος απόδοση 2,25% έναντι 2,9% σήμερα) με νέα έκθεσή της, ενώ παράλληλα βλέπει ελπίδα ένταξης στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης.
Όπως σημειώνει ο οίκος στην προηγούμενη έκθεσή του δεν έθιξε το θέμα της πιθανής ένταξης της Ελλάδας στο QE καθώς τότε δεν έδειχνε πιθανό. Ωστόσο τα πρόσφατα σχόλια του Μάριο Ντράγκι δίνουν μια ελπίδα. Αυτό είναι σημαντικό για τρεις λόγους: θα τονωθεί η επενδυτική εμπιστοσύνη από μια δήλωση της ΕΚΤ για τη βιωσιμότητα χρέους, τις αγορές που θα γίνουν έως το τέλος του χρόνου στο πλαίσιο του QE αλλά (και κυρίως) από την πιθανότητα επανεπενδυτικών ορών στα ελληνικά ομόλογα στο μέλλον.
Χωρίς πρόγραμμα τα ελληνικά ομόλογα δεν είναι επιλέξιμα για το QE καθώς απέχουν πολύ από το να αξιολογηθούν σε κατηγορία επένδυσης (investment grade). Ωστόσο η χώρα έχει αντιμετωπιστεί ως ειδική περίπτωση: η απαίτηση για ανάλυση βιωσιμότητας χρέους δεν είχε αναφερθεί στην αρχική απόφαση της ΕΚΤ. Αυτό δημιουργεί κάποια αβεβαιότητα για τους ακριβείς όρους που θα πρέπει να εκπληρωθούν ώστε να αγοράσει η ΕΚΤ ελληνικά ομόλογα.
Σχολιάζοντας τις δηλώσεις του Μάριο Ντράγκι η HSBC στέκεται στο ότι: α) δεν είπε ότι η Ελλάδα δεν είναι επιλέξιμη μετά το τέλος του προγράμματος τον Αύγουστο και β) έθεσε το θέμα της ανάλυσης βιωσιμότητας χρέους που είναι ουσιαστικό μόνο αν εξετάζει ακόμα το θέμα της αγοράς ελληνικών τίτλων.
Σύμφωνα με την HSBC ο Ντράγκι υπονοεί ότι θα μπορούσε η ΕΚΤ να επεκτείνει το waiver αν η χώρα περάσει στο τεστ βιωσιμότητας χρέους. Αυτό δεν συνέβη με την Κύπρο που το waiver άρθηκε μετά την έξοδο από το πρόγραμμα.
Σε κάθε περίπτωση αγορές ομολόγων πριν τον Αύγουστο θα είναι κατά κύριο λόγο συμβολικές, αλλά η πιθανότητα αγορών μετά περισσότερο σημαντική. Σύμφωνα με την ανάλυση μια πιο ουσιαστική τόνωση για τους ελληνικούς τίτλους θα είναι η πιθανότητα ρολαρίσματος των υπερεθνικών τοποθετήσεων της ΕΚΤ σε ελληνικά ομόλογα καθώς οι πρώτες θα ωριμάζουν.
Η HSBC εκτιμά ότι οι λήξεις υπερεθνικών τοποθετήσεων της ΕΚΤ ανέρχονται σε περίπου 4 δισ. ευρώ το χρόνο μεταξύ 2018-19, με περιθώριο για αγορές τουλάχιστον 2,9 δισ. ευρώ που θα αυξάνεται καθώς εκδίδεται νέο χρέος.