Ο γερμανικός οίκος Deutsche Bank αυξάνει περαιτέρω τις τιμές στόχους των ελληνικών τραπεζών μετά τα αποτελέσματα δεύτερου τριμήνου που ανακοίνωσαν. Η Eurobank παραμένει η κορυφαία επιλογή της αλλά, συνολικά, ο ελληνικός τραπεζικός τομέας φαίνεται ελκυστικός μετά το πρόσφατο ξεπούλημα.
«Το πρόσφατο sell-off φαίνεται ότι έπληξε τις μετοχές των ελληνικών τραπεζών περισσότερο από ότι κάποιες άλλες ομοειδείς τράπεζες. Αν και πιθανότατα δεν βρίσκονται ακόμη στο ραντάρ των επενδυτών, θεωρούμε ότι οι καλύτερες προοπτικές, η σταθερότητα, σε συνδυασμό με την απαράμιλλη ανάπτυξη και τελικά οι πιο ελκυστικοί πολλαπλασιαστές, τις καθιστούν μια πρόταση αξίας που δύσκολα μπορεί να συγκριθεί.
Για το 2025 ο μέσος όρος του δείκτη P/E είναι της τάξης των 5 φορών και ο δείκτης P/TBV της τάξης του 0,5 φορές με 0,8 φορές. Ο δείκτης αποδοτικότητας ενσώματων ιδίων κεφαλαίων (RoTE) της τάξης του 10-15%, επίπεδο χαμηλό λόγω ισχυρού πλεονάζοντος κεφαλαίου.
Η προτίμησή μας εξακολουθεί να είναι στην Eurobank (σύσταση buy, αυξημένη τιμή στόχος σε €2,85 από €2,75), δεδομένης της διαρθρωτικής της δύναμης και του δυνητικού χώρου για θετικές εκπλήξεις σε μη απαιτητικούς πολλαπλασιαστές. Συνεχίζουμε να προτιμούμε την Εθνική Τράπεζα (σύσταση buy, αυξημένη τιμή στόχος στα €9,85 από €9,50) λόγω των εντυπωσιακών επιχειρηματικών επιδόσεων της.
Αναγνωρίζουμε τις βελτιώσεις της Τράπεζας Πειραιώς (σύσταση buy, αυξημένη τιμή στόχος τα €5 από €4,70) και πιστεύουμε ότι η Alpha Bank (σύσταση buy, αυξημένη τιμή στόχος τα €2,30 έναντι €2,20) παραμένει φθηνή, ακόμη και αν λάβουμε υπόψη την υστέρηση στις επιδόσεις έναντι των ομοειδών εταιρειών.
Επιπλέον, η Τράπεζα Κύπρου (σύσταση buy, νέα αυξημένη τιμή στόχος οι 595 πένες έναντι 563 πένες) συνεχίζει να παρουσιάζει εξαιρετικά αποτελέσματα και επιχειρηματικές επιδόσεις», υπογραμμίζει η γερμανική τράπεζα.
Επιβεβαιώνουν τη θετική τάση
Οι ελληνικές τράπεζες (συμπεριλαμβάνει και την Τράπεζα Κύπρου σε αυτή την έκθεση) συνέχισαν να ξεπερνούν τις προσδοκίες το δεύτερο φετινό τρίμηνο, με συγκρατημένες πιέσεις στα καθαρά έσοδα από τόκους (NII) και υψηλότερη δραστηριότητα, τόσο στις χορηγήσεις, όσο και στις προμήθειες, τα οποία ήταν τα κυριότερα σημεία του τριμήνου. Αυτό έχει διαλύσει ανησυχίες μετά από μερικά τρίμηνα ελαφριάς απογοήτευσης, όσον αφορά τον ρυθμό της ανάκαμψης και τοποθετεί τις ελληνικές τράπεζες ως τις κύριες εξαιρέσεις στην Ευρώπη από πλευράς ανάπτυξης. Οι ισχυρές επιδόσεις στην αποδοτικότητα και τις προβλέψεις παρέχουν επίσης διαβεβαίωση για ισχυρή κερδοφορία στο μέλλον, η οποία υποστηρίζεται από τις αναβαθμίσεις των κατευθυντήριων γραμμών.
Επιπλέον, οι συζητήσεις για τη βελτίωση των κεφαλαιακών αποδόσεων βρίσκονται στο τραπέζι. Η αύξηση των δανείων και τα πιο ανθεκτικά περιθώρια κέρδους είναι οι βασικοί παράγοντες για υψηλότερες αποδόσεις. Τα NII έχουν ήδη εξομαλυνθεί, αλλά ο ρυθμός μείωσης ήταν βραδύτερος από τον αναμενόμενο και μόλις -1% σε τριμηνιαία βάση (QoQ) στο δεύτερο φετινό τρίμηνο, παρά την αύξηση του κόστους χονδρικής χρηματοδότησης και αντιστάθμισης του κινδύνου.
«Παρά το γεγονός ότι πρόκειται για βραχυπρόθεσμη επιβάρυνση, αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε μελλοντικές επιδόσεις, καθώς η ευαισθησία στις μειώσεις των επιτοκίων είναι πλέον σύμφωνη με τις άλλες νοτιοευρωπαϊκές ομοειδείς τράπεζες. Οι ελληνικές τράπεζες επωφελούνται από τα υψηλά και πιο ανθεκτικά περιθώρια κέρδους (με το κόστος καταθέσεων είναι ο κύριος θετικός παράγοντας) και την ισχυρή αύξηση των δανείων που παρατηρείται. Μετά από αρκετά τρίμηνα υποαπόδοσης, η αύξηση των δανείων έχει επιτέλους κερδίσει έδαφος τοι δεύτερο τρίμηνο, θέτοντας τις βάσεις για πιστωτική επέκταση κατά τη διάρκεια των επόμενων τριών ετών. Η ανάπτυξη αυτή αναμένεται να συμβάλει στην αντιστάθμιση του μεγαλύτερου μέρους της εξομάλυνσης των καθαρών εσόδων από τόκους λόγω της μείωση των επιτοκίων, η οποία έχει ήδη αποτυπωθεί στις αναβαθμίσεις των κατευθυντήριων γραμμών των τραπεζών», καταλήγει ο γερμανικός οίκος.