Στην Αθήνα βρέθηκαν την προηγούμενη εβδομάδα στελέχη της τράπεζας και πραγματοποίησαν σειρά ραντεβού με το οικονομικό επιτελείο, την ΤτΕ, οικονομολόγους, τραπεζίτες, μέλη της αποστολής των θεσμών αλλά και τον ΟΔΔΗΧ.
«Ευθυγραμμίστηκαν τα αστέρια;» είναι το ερώτημα που θέτει η έκθεση που συντάχθηκε. Όπως επισημαίνει, τα μακροοικονομικά στοιχεία είναι θετικότερα και το οικονομικό κλίμα βελτιώθηκε απότομα μετά τις εκλογές.
Οι βραχυπρόθεσμοι δείκτες ανάπτυξης δείχνουν ότι έως τώρα η χώρα είναι σχετικά ανεπηρέαστη από την παγκόσμια επιβράδυνση. Δεδομένου ότι είναι σχετικά κλειστή οικονομία (οι εξαγωγές αντιστοιχούν στο 35% του ΑΕΠ, αν το νούμερο διπλασιάστηκε στα χρόνια της κρίσης) και δεν παράγει «βαρύ» μηχανολογικό εξοπλισμό, έως τώρα δεν φαίνεται να καταφέρνει να ελιχθεί, παρότι η αύξηση στις εξαγωγές επιβράδυνε σε μονοψήφια ποσοστά.
Η HSBC, σημειώνει ότι η TτE, προβλέπει ανάπτυξη της τάξης του 2% του ΑΕΠ για το 2020, με πιθανή μια υπεραπόδοση μετά και τις ανακοινώσεις της κυβέρνησης για φορολογικές ελαφρύνσεις προς τις επιχειρήσεις. Η κεντρική τράπεζα υπολογίζει πολλαπλασιαστή 0,8, κάτι που σημαίνει ότι το δημοσιονομικό πακέτο προσφέρει 0,5% στο ΑΕΠ (το κόστος του υπολογίζεται σε 1,2 δισ. ευρώ ή 0,6% του ΑΕΠ).
Ο οίκος, από την πλευρά του, ανέβασε την πρόβλεψή του για την ανάπτυξη της χώρας στο 2,2% ή 0,2% υψηλότερα, και εκτιμά ότι θα υπάρξει ελαφρά κάμψη το 2021 στο 2,1%. Οι περισσότεροι οικονομολόγοι με τους οποίους συνομίλησε, συμφώνησε ότι, υπό την προϋπόθεση ότι το διεθνές περιβάλλον δεν θα επιβαρυνθεί δραματικά, θα είναι εφικτό για την Ελλάδα να πετύχει ρυθμούς μεγέθυνσης άνω του 2% τα επόμενα χρόνια, καθώς συνεχίζει να αντιμετωπίζει το μεγάλο κενό στην απασχόληση (η ανεργία μειώνεται αλλά παραμένει στο 17,2%).
Όπως σημειώνει η HSBC, οι οικονομολόγοι εκτιμούν ότι για να πιάσει η χώρα αυτούς τους ρυθμούς, «κλειδί» είναι η προσέλκυση ξένων επενδύσεων. Ιστορικά η Ελλάδα είναι στους ουραγούς μεταξύ των χωρών της ΕΕ σε αυτό τον τομέα, αλλά τα τελευταία στοιχεία δείχνουν ότι κινείται στη σωστή κατεύθυνση. Πέρυσι οι ξένες επενδύσεις έφτασαν στο υψηλότερο σημείο από την ένταξη στο ευρώ (3,5 δισ. ευρώ ή 2% του ΑΕΠ) και φέτος σε πορεία νέου ρεκόρ (2,5 δισ. το πρώτο επτάμηνο).
Το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων επιταχύνει μαζί με φιλικές για τις επιχειρήσεις πολιτικές. Όπως επισημαίνεται, μόνο το Ελληνικό μπορεί να φέρει επενδύσεις 8 δισ. ευρώ τα επόμενα 20 χρόνια, με ακόμα μεγαλύτερο αντίκτυπο στην απασχόληση και την ανάπτυξη. Τέλος, η απορρόφηση κοινοτικών κονδυλίων, όπου παρατηρήθηκε επιβράδυνση λόγω εκλογών, μπορεί επίσης να τονώσει την ανάπτυξη βραχυπρόθεσμα. Το ποσό μπορεί να φτάσει τα 4 δισ. ευρώ την επόμενη τετραετία.
Το «μαξιλάρι»
Η έκθεση στέκεται στο μεγάλο «μαξιλάρι» ρευστότητας που διαθέτει η χώρα και υπολογίζεται σε 33 δισ. ευρώ ή 18% του ΑΕΠ, σύμφωνα με τον ΟΔΔΗΧ. Αυτό σημαίνει ότι ακόμα και αν το πρωτογενές πλεόνασμα είναι κάτω του στόχου, η χώρα είναι πλήρως καλυμμένη έναντι των υποχρεώσεών της μέχρι τα τέλη του 2023. Ετσι, η προσοχή στράφηκε στο να χρησιμοποιηθεί ένα μέρος του με περισσότερο αποτελεσματικό τρόπο.
Η κυβέρνηση ζήτησε να πληρώσει το ακριβό χρέος στο ΔΝΤ (2,85 δισ. ευρώ), κίνηση με την οποία θα εξοικονομήσει 70 εκατ. ευρώ. Μελλοντικά ο ΟΔΔΗΧ θα μπορούσε να εξετάσει και άλλα μέτρα, όπως η μείωση της έκδοσης εντόκων γραμματίων (περίπου 15 δισ. ευρώ σήμερα), κάτι που επίσης συστήνει η Κομισιόν.
Οι τράπεζες
Η κυβέρνηση, σημειώνεται στην έκθεση, δείχνει ισχυρή δέσμευση να αντιμετωπίσει το πρόβλημα των κόκκινων δανείων και έχει υποβάλει στην Κομισιόν το σχέδιο για το APS. Εχει στόχο να καθαρίσει 30 δισ. NPEs από τον ισολογισμό των τραπεζών με χρήση κρατικών εγγυήσεων 9 δισ. ευρώ (επειδή είναι δυνητικές υποχρεώσεις, δεν αυξάνουν το χρέος). Παράλληλα, συζητά με την ΕΚΤ να αυξηθεί το όριο κρατικών ομολόγων που μπορούν να διακρατούν οι ελληνικές τράπεζες. Οι εκτιμήσεις είναι ότι τα κριτήρια πλέον πληρούνται αλλά δεν είναι ξεκάθαρο το πότε θα δοθεί η έγκριση. Αναμένεται δε η απόφαση να ληφθεί ανά τράπεζα.
Τα «μερίσματα» και το χρέος
Η HSBC θυμίζει ότι από τον Ιανουάριο τα spread των 10ετών ομολόγων έναντι των γερμανικών έχουν μειωθεί από τις 400 μονάδες βάσης που ήταν, μέσα από ένα ράλι που επιταχύνθηκε μετά τις εκλογές. Ωστόσο υποστηρίζει ότι υπάρχει ακόμα δρόμος για μείωση των αποδόσεων, κάτι που σχετίζεται με την πιθανή επιστροφή της χώρας σε επενδυτική βαθμίδα έως το τέλος της επόμενης χρονιάς. Οι αναλυτές της, με βάση την πορεία ανόδου της αξιολόγησης, εκτιμούν ότι η επενδυτική βαθμίδα είναι εφικτή έως τον Δεκέμβριο του 2020.
Σε ό,τι αφορά τα πρωτογενή πλεονάσματα, αναφέρεται στις συζητήσεις για τη μείωση του στόχου, αλλά και στις εικασίες ότι μπορεί να αξιοποιηθούν εμμέσως τα κέρδη που έχουν οι κεντρικές τράπεζες από τα ελληνικά ομόλογα για «έμμεση» μείωση του στόχου.
Όπως υποστηρίζει, τα παραπάνω τονώνουν τη βιωσιμότητα του χρέους. Η ικανότητα της χώρας να διατηρήσει ρυθμούς ανάπτυξης τουλάχιστον 1,5% του ΑΕΠ, κρατώντας παράλληλα περιορισμένα τα κόστη χρηματοδότησης, είναι ύψιστης σημασίας για να εξασφαλιστεί η βιωσιμότητα του υψηλού χρέους (181,9% του ΑΕΠ), θέμα που παρακολουθούν στενά οι οίκοι. Παράλληλα, η HSBC εκτιμά ότι στην επόμενη ανάλυση βιωσιμότητας χρέους του ΔΝΤ δεν μπορεί να αποκλειστεί το να υιοθετήσει μια πιο αισιόδοξη στάση για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους.
Σε κάθε περίπτωση, ο οίκος υποστηρίζει ότι τα ρίσκα είναι περιορισμένα. Η κυβέρνηση έχει άνετη πλειοψηφία στο κοινοβούλιο, κάτι που περιορίζει την πολιτική αβεβαιότητα, όπως και το γεγονός ότι οι αλλαγές στο Σύνταγμα δεν θα απαιτούν 180 βουλευτές για εκλογή ΠτΔ. Οι κίνδυνοι προέρχονται περισσότερο από το εξωτερικό και την κάμψη της οικονομίας. Παράλληλα, η εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων θα είναι κρίσιμη τους επόμενους μήνες και χρόνια. Επιπρόσθετα υπάρχει ανησυχία για δημοσιονομικές αστοχίες εξαιτίας των αποφάσεων που αναμένονται από το ΣτΕ για το ασφαλιστικό.
Τα κόκκινα δάνεια
Τη μεγαλύτερη έκπληξη από την επίσκεψη στην Αθήνα προκάλεσε στα στελέχη της HSBC ο ζήλος και η αποφασιστικότητα με την οποία προσεγγίζει η κυβέρνηση και συγκεκριμένοι δημόσιοι θεσμοί το θέμα της μείωσης των NPEs. Το μήνυμα που στέλνεται είναι συγκεκριμένο: οι τράπεζες πρέπει να κινηθούν γρηγορότερα, και ακόμα γρηγορότερα. Πέραν του APS, η κυβέρνηση επεξεργάζεται και άλλες εναλλακτικές για να διευκολύνει τη μείωση των NPEs. Σε κάθε περίπτωση, αποτελεί κοινή πεποίθηση ότι πρέπει να υπάρξει άμεσα δράση.
Από την πλευρά τους, οι τράπεζες εμφανίζονται κάπως πιο αισιόδοξες. Υπάρχει η αίσθηση ότι η μείωση των κόκκινων δανείων προχωρά όπως σχεδιάστηκε και υπήρξε υπεραπόδοση σε ό,τι αφορά τα κεφάλαια και αυτή μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να βελτιωθούν τα υφιστάμενα πλάνα. Φαίνεται να υπάρχει μια μείωση της πίεσης από τις ρυθμιστικές αρχές και δεν αισθάνονται απαραίτητα ότι πρέπει να κινηθούν γρηγορότερα. Οι τάσεις σε ό,τι αφορά τα NPEs βελτιώνονται, υπάρχει αυξανόμενο επενδυτικό ενδιαφέρον για τα χαρτοφυλάκια που πωλούνται και η άνοδος της κτηματαγοράς βοηθά στη διαδικασία. Μπορούμε να υποθέσουμε, σημειώνει ο οίκος, ότι οι τράπεζες θα αξιοποιήσουν τις δράσεις της κυβέρνησης, αν είναι επωφελείς για τις ίδιες.
Σε ό,τι αφορά το APS (σχέδιο «Ηρακλής»), η τιμολόγηση θα γίνει με όρους αγοράς και η συμμετοχή θα είναι εθελοντική. Αν και αναμένονται οι λεπτομέρειες, οι ενδείξεις δείχνουν ότι θα είναι επωφελές και οικονομικά προσιτό.
Οι τιτλοποιήσεις θα αφορούν κυρίως κόκκινα δάνεια με εξασφαλίσεις. Η προσδοκία είναι ότι οι τράπεζες θα κρατήσουν τα senior ομόλογα και ότι αυτά θα αξιολογηθούν με BB από τουλάχιστον δύο οίκους. Οι τράπεζες φαίνεται ότι θα χρειαστεί να πουλήσουν την πλειονότητα των junior και mezzanine τίτλων της τιτλοποίησης. Το κόστος θα στηρίζεται στην καμπύλη επιτοκίου των κρατικών CDS με ένα discount.
Η HSBC σημειώνει ότι το σχέδιο της TτE για τη μείωση των κόκκινων δανείων φαίνεται πως έχει μπει στον πάγο, ενώ η κυβέρνηση ετοιμάζει ένα νομοσχέδιο που θα κατατεθεί έως το τέλος του έτους για να βελτιώσει τη λειτουργία της δευτερογενούς αγοράς κόκκινων δανείων. Βραχυπρόθεσμα υπάρχει η πρόθεση να γίνουν αλλαγές στο δίκαιο, προκειμένου να βελτιωθεί η διαδικασία εκκαθάρισης των NPEs. Ταυτόχρονα η κυβέρνηση έχει αναθέσει σε συμβούλους να ετοιμάσουν ένα νέο πλαίσιο αφερεγγυότητας, που θα ενοποιεί το περίπλοκο σήμερα σύστημα προσωπικής και εταιρικής πτώχευσης.
Τέλος, ένα «καυτό» θέμα για τις τράπεζες είναι το real estate και η επιτάχυνση της αύξησης των τιμών των κατοικιών, γεγονός που περιορίζει τον κίνδυνο να πρέπει να αυξηθούν οι προβλέψεις και δίνει κίνητρο στους ιδιοκτήτες να πληρώσουν τα δάνειά τους. Παράλληλα, διευκολύνει την πώληση δανείων με εξασφαλίσεις.
Σε ό,τι αφορά τα νέα δάνεια, αυτά κατευθύνονται κυρίως προς τον τουρισμό, τη βιομηχανία τροφίμων, το εμπόριο και την ενέργεια. Τα spread αναμένεται να μειωθούν, ενώ αντίθετα οι προμήθειες θα κινηθούν ανοδικά.