Η Κίνα δεν θέλει μαθήματα οικονομίας από τις ΗΠΑ

Καθώς κατακάθεται η σκόνη από τη φασαρία που προκάλεσε η ανατίμηση του εθνικού νομίσματος της Κίνας, ο νομπελίστας οικονομολόγος Joseph Stiglitz επιχειρεί μια πιο ψύχραιμη ματιά στις επιπτώσεις για ΗΠΑ, Κίνα και παγκόσμια οικονομία, αλλά και στη σχέση των δύο πανίσχυρων οικονομιών, όπως διαμορφώνονται την ”επόμενη μέρα”.

του Joseph Stiglitz*

Καθώς κατακάθεται η σκόνη από τη φασαρία που προκάλεσε η ανατίμηση του εθνικού νομίσματος της Κίνας, είναι καλή ευκαιρία για μια πιο ψύχραιμη ματιά στο τι σημαίνει αυτό για την Κίνα, τις ΗΠΑ και την παγκόσμια οικονομία.

Πολλά πράγματα παραμένουν ακόμη αβέβαια. Μολονότι η Κίνα έχει επιδείξει διάθεση να προσαρμόσει τον συναλλαγματικό μηχανισμό της, δεν γνωρίζουμε τι ακόμη θα ακολουθήσει: Θα ανέλθει στο 10% ή στο 40% η συνολική προσαρμογή στα επόμενα χρόνια; Οι κερδοσκόποι, βεβαίως, στοιχηματίζουν στο μεγάλο ποσοστό. Και καθώς η Κίνα ορθώς ”αποστειρώνει” αυτές τις εισροές, είναι λογικό να περιμένουμε διαρκή αύξηση στα αποθέματά της, γεγονός που εξάλλου χρησιμοποιούν οι κερδοσκόποι ως ένδειξη περαιτέρω ανατίμησης. Αλλά η Κίνα, πιστεύω ότι θα τα ξεπεράσει όλα αυτά με σχετική ευκολία.

Το βασικό ερώτημα είναι πώς θα επηράσει η ανατίμηση τις διεθνείς ισορροπίες, το εμπορικό πλεόνασμα της Κίνας και το έλλειμμα των ΗΠΑ, καθώς και ποιες θα είναι, εάν υπάρχουν, οι παρενέργειες. Το αμερικανικό έλλειμμα στα 700 δισ. δολ. αντιστοιχεί σε 9 φορές το πλεόνασμα της Κίνας. Η κινεζική οικονομία αναπτύσσεται ταχύτατα με λίγες πληθωριστικές πιέσεις. Η ανατίμηση δεν θα αγγίξει το ισοζύγιο, και ούτε μεγαλύτερες ανατιμήσεις θα προκαλέσουν αναταράξεις στις διεθνείς ισορροπίες.

Κατ’ αρχάς δεν γνωρίζουμε ακριβώς το μέγεθος του κινεζικού πλεονάσματος γιατί, σε μια προσπάθεια να παρακαμφθούν οι συναλλαγματικές έλεγχοι, γίνεται υπερ-τιμολόγηση των εξαγωγών και υπο-τιμολόγηση των εισαγωγών. Η μεγάλη βαρύτητα των εισαγωγών που ενυπάρχει στις εξαγωγές της Κίνας, ειδικά προς την Αμερική, σημαίνει ότι η ανταγωνιστικότητα της Κίνας δεν θα υποστεί σοβαρά πλήγματα.

Οι οικονομολόγοι διαφωνούν για το κατά πόσον αυτή η βαρύτητα των εισαγωγών στις εξαγωγές προς την Αμερική είναι 70% ή 80%, αλλά, όποιο κι αν είναι το ποσοστό, σημαίνει ότι οι επιπτώσεις της ανατίμησης περιορίζονται κάτω από το 1%. Εάν υπάρξει μεγαλύτερη ανατίμηση, οι κινεζικές εταιρίες πιθανότατα θα απαντήσουν με μείωση των περιθωρίων κέρδους, μειώνοντας περαιτέρω τις επιπτώσεις της ανατίμησης. Κι αυτό σημαίνει ότι η τωρινή και οι τυχόν μελλοντικές ανατιμήσεις θα προκαλέσουν περιορισμένη μόνο επιβράδυνση στις κινεζικές εξαγωγές.

Το ζήτημα είναι ότι το κατά πόσο οι ανατιμήσεις θα μειώσουν το κινεζικό εμπορικό πλεόνασμα έχει μικρή επίδραση στο σημαντικό πρόβλημα των ανισορροπιών στο διεθνές εμπόριο και ειδικά στο αμερικανικό έλλειμμα.

Η εκτίναξη που γνώρισαν οι πωλήσεις κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων, λόγου χάριν, μετά τη λήξη των ποσοστώσεων τον Δεκέμβριο, έγινε εις βάρος των υπόλοιπων αναπτυσσόμενων κρατών. Η Αμερική θα συνεχίσει να αγοράζει τα προϊόντα, που σημαίνει ότι το σύνολο της εικόνας των εισαγωγών δεν θα αλλάξει.

Σε πιο θεμελιώδη ανάλυση, το εμπορικό έλλειμμα αντιστοιχεί σε εισροές κεφαλαίων και οι εισροές κεφαλαίων αντιστοιχούν στη διαφορά ανάμεσα στις εθνικές επενδύσεις και τις εθνικές αποταμιεύσεις. Για αυτό και, υπό κανονικές συνθήκες, όταν το δημοσιονομικό έλλειμμα αυξάνεται (οπότε οι αποτιαμιεύσεις μειώνονται), αυξάνεται και το εμπορικό έλλειμμα. Ούτε ο πρόεδρος George W. Bush ούτε ο υπουργός Οικονομικών John Snow μας εξήγησαν πώς θα κατορθώσει να αλλάξει το Πεκίνο αυτή τη βασική εξίσωση.

Εάν δεν μειωθούν οι εθνικές επενδύσεις ή δεν αυξηθούν οι εθνικές αποταμιεύσεις, το εμπορικό έλλειμμα θα συνεχίσει ακάθεκτο να ανεβαίνει. Το εμπορικό έλλειμμα μπορεί πράγματι να εξαφανιστεί, αλλά δεν θα είναι καλό να γίνει κάτι τέτοιο. Οι εθνικές επενδύσεις, λόγου χάριν, μπορεί να μειωθούν εάν πετύχουμε την εξαφάνιση του κινεζικού εμπορικού πλεονάσματος.

Εάν δεν χρησιμοποιεί πλέον η Κίνα κεφάλαια από το εμπορικό της πλεόνασμα για να χρηματοδοτήσει το ογκώδες δημοσιονομικό της έλλειμμα, τα επιτόκια μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα θα αυξηθούν. Η οικονομική επιβράδυνση και η μείωση στις επενδύσεις θα συνδυαστούν με την αύξηση των επιτοκίων, σκάζοντας τη ”φούσκα” της αγοράς ακινήτων.

Υπάρχει ένας μύθος δήθεν αμοιβαίας εξάρτησης: Η Κίνα χρειάζεται να εξάγει αγαθά στις ΗΠΑ, οι οποίες χρειάζονται το κινεζικό χρήμα για να καλύψουν το έλλειμμά τους. Αλλά η Κίνα μπορεί εύκολα να αντικαταστήσει την απώλεια των εξαγωγών προς τις ΗΠΑ -και η ευμάρεια των πολιτών της μπορεί να βελτιωθεί περαιτέρω- αν κάποια από τα χρήματα που δανείζει στην Αμερική κατευθύνονται στη δική της ανάπτυξη. Η Κίνα έχει τεράστιες επενδυτικές ανάγκες. Αν η κυβέρνησή της πρόκειται να δανείσει χρήματα, γιατί να μη χρηματοδοτήσει τη δική της ανάπτυξη;

Γιατί να μη χρηματοδοτήσει την αυξημένη κατανάλωση ”εν οίκω”, έναντι της πλουσιότερης χώρας του κόσμου; Γιατί να πληρώσει τις φοροαπαλλαγές των πλουσιότερων ανθρώπων στην πλουσιότερη χώρα; Από την άλλη, οι ΗΠΑ δεν θα μπορέσουν τόσο εύκολα να αναπληρώσουν το ”κενό” στα εισρέοντα κεφάλαια -τουλάχιστον όχι χωρίς κάποια σημαντική αύξηση επιτοκίων- κάτι που θα μπορούσε να καταστρέψει την οικονομία τους.

Υπάρχει όμως και ένας δεύτερος μύθος: Ότι η Κίνα θα ωφεληθεί από την απελευθέρωση της ισοτιμίας της, επιτρέποντας στις δυνάμεις της αγοράς να καθορίσουν την τιμή. Καμία οικονομία της αγοράς δεν έχει προκαταβολικά δεσμευθεί για τις επεμβάσεις της στις ισοτιμίες. Ακόμη περισσότερο, καμία οικονομία της αγοράς δεν έχει προκαταβολικά δεσμευθεί για τις μακροοικονομικές επεμβάσεις της. Οι κυβερνήσεις παρεμβαίνουν κανονικά στις χρηματαγορές, επί παραδείγματι, καθορίζοντας τα επιτόκια.

Ορισμένοι ”φονταμενταλιστές” των αγορών ισχυρίζονται πως οι κυβερνήσεις δεν πρέπει να κάνουν τίποτα από αυτά.

Αλλά σήμερα, καμία χώρα και λίγοι μόνο οικονομολόγοι συμμερίζονται αυτές τις απόψεις. Η ερώτηση λοιπόν είναι ”Ποιες είναι οι βέλτιστες παρεμβάσεις στην αγορά;”. Υπάρχει υψηλό κόστος από τη μεταβλητότητα των ισοτιμιών, και οι κυβερνήσεις που φρονίμως ποιούσες επενέβησαν ώστε να σταθεροποιήσουν την ισοτιμία τους έπραξαν -σε μεγάλο βαθμό- καλύτερα από εκείνες που δεν το έπραξαν.

Οι ισοτιμιακοί κίνδυνοι επιφέρουν τεράστια κόστη στις επιχειρήσεις. Είναι επίπονο και συχνά αδύνατο να αποβάλουν το ρίσκο αυτό, ειδικά όταν πρόκειται για αναπτυσσόμενες χώρες. Το ζήτημα της διαχείρισης των ισοτιμιών εισάγει ένα άλλο, ακόμη μεγαλύτερο θέμα: Το ρόλο του κράτους στη διαχείριση της οικονομίας. Σήμερα σχεδόν όλοι αναγνωρίζουν ότι οι χώρες είναι δυνατόν να υποφέρουν από ”πολύ λίγη” κυβερνητική παρέμβαση, ακριβώς όπως μπορεί να υποφέρουν από την ”πάρα πολλή”.

Η Κίνα ξαναβρίσκει την ισορροπία της, ενώ κατά τη διάρκεια των δύο περασμένων δεκαετιών οι αγορές έγιναν περισσότερο σημαντικές και οι κυβερνήσεις λιγότερο. Αλλά οι τελευταίες παίζουν ακόμη κρίσιμο ρόλο. Το κινεζικό ”μίγμα” υπηρέτησε καλά τον κινεζικό λαό. Δεν είναι μόνο ότι τα εισοδήματα αυξάνονται με το εκπληκτικό 9% ετησίως και ότι τα υψηλά επιτόκια έχουν διατηρηθεί για περισσότερο από 20 χρόνια, αλλά και το ότι οι καρποί της ανάπτυξης αυτής διαχέονται. Από το 1981 έως το 2001 422 εκατ. Κινέζοι ξέφυγαν από την (απόλυτη) φτώχεια.

Η αμερικανική οικονομία αναπτύσσεται με το ένα τρίτο της ταχύτητας αυτής της Κίνας. Η φτώχεια αυξάνεται και τα εισοδήματα του μέσου νοικοκυριού -σε πραγματικούς όρους- υποχωρούν. Οι συνολικές καθαρές καταθέσεις των ΗΠΑ είναι πολύ λιγότερες από αυτές της Κίνας. Η συνεισφορά μηχανικών και επιστημόνων στην κινεζική παραγωγή είναι πολύ μεγαλύτερη απ’ ό,τι χρειάζεται ώστε η χώρα να είναι ανταγωνιστική στην παγκόσμια οικονομία, ενώ η Αμερική περικόπτει τις δαπάνες της για βασική έρευνα, αυξάνοντας τις αμυντικές δαπάνες.

Εν τω μεταξύ, καθώς το αμερικανικό χρέος συνεχίζει να διογκώνεται, ο πρόεδρος της χώρας θέλει να προχωρήσει σε φοροαπαλλαγές των πλουσίων.

Joseph Stiglitz είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια και τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ Οικονομίας το 2001.
© The Financial Times Limited 2005. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v