Η πλάνη των μεταρρυθμίσεων

O W. Munchau χαρακτηρίζει χάσιμο χρόνου την επιμονή στις διαρθρωτικές και θεσμικές μεταρρυθμίσεις. Η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας είναι αδιάφορη, δηλώνει. Η πλάνη του επιτυχημένου γερμανικού μοντέλου.

  • Wolfgang Munchau
Η πλάνη των μεταρρυθμίσεων
Μετά τις εκλογές του 2002, στη Γερμανία, η κυβέρνηση της χώρας προχώρησε σε σειρά οικονομικών μεταρρυθμίσεων κυρίως στην αγορά εργασίας και στο σύστημα κοινωνικής πρόνοιας. Η γερμανική οικονομία έμεινε σχεδόν στάσιμη μέχρι το 2005, αλλά στη συνέχεια ακολούθησε ισχυρή ανάκαμψη, που διακόπηκε από την ύφεση του 2009. Αυτά είναι τα γεγονότα.

Στην Ευρώπη λέγεται ότι οι μεταρρυθμίσεις οδήγησαν στο νέο γερμανικό οικονομικό θαύμα. Πρόκειται για ψευδή αιτία, του τύπου post hoc ergo propter hoc (κατόπιν τούτου, άρα εξαιτίας τούτου). Πρώτα έγιναν οι μεταρρυθμίσεις, μετά ήρθε η ανάπτυξη, κατά συνέπεια υπάρχει αιτιότητα, άρα και δυνατότητα καθολικής εφαρμογής. Κάθε Ευρωπαίος αξιωματούχος φαίνεται πως έχει πειστεί από αυτήν την αλυσίδα επιχειρημάτων. Και τώρα εφαρμόζουν την εσφαλμένη λογική τους στη Γαλλία.

Την προηγούμενη εβδομάδα, η έκθεση του Louis Gallois, πρώην προέδρου της EADS, πρότεινε μέτρα για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της Γαλλίας. Η έκθεση και η συζήτηση που ακολούθησε αντικατοπτρίζουν την ευρύτερη θεωρητική διαμάχη ως προς τη φύση των μεταρρυθμίσεων. Εντοπίζω τρεις εσφαλμένες διαγνώσεις: ως προς τις συνέπειες από τις μεταρρυθμίσεις στη Γερμανία, το είδος των μεταρρυθμίσεων που χρειάζονται τώρα η Γαλλία, η Ιταλία και η Ισπανία και ως προς την εστίαση στην ανταγωνιστικότητα.

Η πρώτη πλάνη αφορά τη Γερμανία. Κατά τη μεταπολεμική περίοδο, η γερμανική οικονομία ήταν ισχυρή στο πλαίσιο μηχανισμών σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών. Το πρώτο οικονομικό της θαύμα συνέβη την εποχή του Bretton - Woods, την περίοδο 1950-1960, όταν κατάφερε να υποτιμήσει την πραγματική της ισοτιμία έναντι των άλλων μελών του συστήματος. Δεν πρέπει να μας προκαλεί έκπληξη ότι η Γερμανία ευημερεί στο πλαίσιο της ευρωζώνης, κάνοντας ακριβώς το ίδιο. Η ανάκαμψη που ακολούθησε τη χρηματοοικονομική κρίση στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας προκλήθηκε από μία παρατεταμένη περίοδο προσαρμογής των μισθών.

Άρα, υπάρχει συσχετισμός ανάμεσα στις μεταρρυθμίσεις και στην προσαρμογή των μισθών; Εάν όντως είναι έτσι, τότε θα μπορούσε να εφαρμοστεί αιτιότητα ανάμεσα στις μεταρρυθμίσεις που εφαρμόστηκαν πριν από μία δεκαετία και στη συνεπακόλουθη αύξηση της οικονομικής απόδοσης. Για να απαντήσει κανείς σε αυτό το ερώτημα, όμως, θα πρέπει να εξετάσει τη φύση της σχέσης μεταξύ της μισθολογικής πολιτικής και της ανεργίας, όπως και άλλους παράγοντες εκείνης της εποχής.

Ενώ τα γερμανικά συνδικάτα αποδέχθηκαν χαμηλότερους μισθούς για να αποτρέψουν τις απολύσεις, η φύση της σχέσης μεταξύ πληθωρισμού και ανεργίας -η αποκαλούμενη καμπύλη Phillips- αποδείχθηκε σταθερή για μεγάλο χρονικό διάστημα.

Τα γερμανικά συνδικάτα και οι εργοδότες κινήθηκαν στο πλαίσιο της καμπύλης σε μία θέση όπου οι μισθοί ήταν χαμηλότεροι και το ποσοστό της απασχόλησης υψηλότερο. Οι ίδιες οι μεταρρυθμίσεις, όμως, δεν έκαναν κάτι για τη βελτίωση της κατάστασης.

Θα μπορούσαν, πάντως, οι μεταρρυθμίσεις να συνεισφέρουν ώστε να υπάρξει μετακίνηση στο πλαίσιο αυτής της καμπύλης, πείθοντας ενδεχομένως τα συνδικάτα να αποδεχθούν τους νέους όρους;

Αυτό το ερώτημα είναι πιο δύσκολο να απαντηθεί. Ενστικτωδώς, όμως, εκτιμώ ότι η προοπτική outsourcing στην κεντρική Ευρώπη, ένα εξωγενές σοκ δηλαδή, ήταν ο βασικός λόγος που τα εργατικά συνδικάτα λειτούργησαν κατ' αυτόν τον τρόπο. Σε μία χώρα με χαμηλή κινητικότητα του εργατικού δυναμικού, το κλείσιμο ενός εργοστασίου θα προκαλούσε επίμονα υψηλό ποσοστό ανεργίας.

Δεύτερον, για να αντιμετωπιστούν τα οικονομικά προβλήματα της Γαλλίας θα πρέπει να υπάρξει μία σταθερή και στοχευμένη προσέγγιση. Η Γαλλία και η Ισπανία υποφέρουν από υψηλό ποσοστό ανεργίας στους νέους. Το πρόβλημα είναι ευρέως κατανοητό. Προκαλείται από την κατακερματισμένη αγορά εργασίας, η οποία προστατεύει τους εργαζόμενους με ένα μόνιμο συμβόλαιο εργασίας, κάνοντας όμως διακρίσεις ενάντια στους ξένους και τους νέους. Με το ποσοστό της ανεργίας στους νέους να έχει αναρριχηθεί στην Ισπανία στο 52%, αυτή θα έπρεπε να είναι η προτεραιότητα στις μεταρρυθμίσεις.

Θα πρέπει, λοιπόν, να κάνουμε τη διάκριση ανάμεσα στις μεταρρυθμίσεις που υπηρετούν ένα συγκεκριμένο και καλά προσδιορισμένο σκοπό -όπως η εισαγωγή ενός ενιαίου συμβολαίου εργασίας ή μία μεταρρύθμιση στα συνταξιοδοτικά- και σε εκείνες τις μεταρρυθμίσεις με μη αποδεδειγμένα αποτελέσματα. Θα πρέπει επίσης να διαχωρίσουμε τις στοχευμένες μεταρρυθμίσεις από εκείνες που προκύπτουν καθαρά από δεξιά ιδεολογία.

Τέλος, γιατί επικεντρωνόμαστε στην ανταγωνιστικότητα;

Οι επιχειρηματίες μιλούν ασταμάτητα για την ανταγωνιστικότητα, αλλά δεν είναι τίποτε άλλο από μια ελάχιστα χρήσιμη έννοια σε μακροοικονομική κλίμακα. Συγχέει δύο έννοιες: τη μακροοικονομική ανταγωνιστικότητα, η οποία εκφράζεται από την πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία, και τον παράγοντα συνολικής παραγωγικότητας (Total Factor Productivity), που ουσιαστικά συνοψίζει την τεχνολογική δυναμική μίας χώρας.

Η μείωση του κόστους ανά μονάδα εργασίας θα είναι κέρδος ανταγωνιστικό μόνο εάν δεν μπορεί να το κάνει καμία άλλη οικονομία. Εάν, όμως, η μείωση του κόστους εργασίας υπαγορεύεται ως πολιτική για όλα τα μέλη της ευρωζώνης, τότε δεν υπάρχει κανένας νικητής. Δεν μπορούμε όλοι να υποτιμούμε ταυτόχρονα. Εάν πούμε ότι η ευρωζώνη θα πρέπει να μειώσει τη μονάδα κόστους εργασίας στα επίπεδα της Γερμανίας, τότε γιατί να μη θεωρήσουμε ότι και η Γερμανία θα μειώσει εκ νέου το εργατικό της κόστος;

Έτσι, μένουμε στη συνολική παραγωγή όλων των παραγόντων (TFP). Και σε αυτήν την περίπτωση, όμως, καλό θα είναι η συζήτηση να γίνεται συγκεκριμένα και όχι μέσα από τη νεφελώδη έννοια της ανταγωνιστικότητας. Επιπλέον, μπορεί να μην ξέρουμε τόσα πολλά για το TFP όσο νομίζουμε.

Οι συγκεκριμένες μεταρρυθμίσεις μπορεί να είναι χρήσιμες, αλλά ας μη γελιόμαστε. Οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις μπορούν να λύσουν αυτό που τελικά αποτελεί κρίση στα ισοζύγια πληρωμών. Πρώτα, όμως, πρέπει να αντιμετωπιστεί η πραγματική κρίση, αντί να προσφεύγουμε στη γνωστή συζήτηση όπου ανέκαθεν οι Ευρωπαίοι προτιμούσαν να σπαταλούν τον χρόνο τους: στις θεσμικές και τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Και τα δύο είναι άσχετα αναφορικά με αυτήν την κρίση...
© The Financial Times Limited 2012. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v