Ο Draghi δεν θα σώσει την ευρωζώνη μόνος του

Η εξασφάλιση της επιβίωσης της ευρωζώνης είναι πολιτική απόφαση. Η ΕΚΤ μπορεί να επηρεάσει, αλλά όχι να καθορίσει, την απόφαση. Με την τελευταία πρωτοβουλία, η ΕΚΤ κέρδισε χρόνο, αλλά όχι τη μάχη.

  • Martin Wolf
Ο Draghi δεν θα σώσει την ευρωζώνη μόνος του
Η απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για απεριόριστες αγορές κρατικών ομολόγων στη δευτερογενή αγορά ήταν απαραίτητη και τολμηρή. Ο πρόεδρος της ΕΚΤ, Mario Draghi, αξίζει τα εύσημα που πέτυχε συμφωνία σε μια τόσο αντικρουόμενη κίνηση, ενάντια στη μοναδική, αλλά απείρως σημαντική, ένσταση του Jens Weidmann, του προέδρου της γερμανικής τρομερής Bundesbank.

Είναι λυπηρό ότι η ΕΚΤ δεν το έκανε αυτό προτού η κρίση κρατικού χρέους φτάσει στην Ισπανία και την Ιταλία. Αυτή η αναβολή ωστόσο, δεν αποτελεί έκπληξη. Οι αξιωματούχοι της ευρωζώνης έκαναν – ίσως αναπόφευκτα – ελάχιστα και με μεγάλη καθυστέρηση.

Δεν είναι λάθος της ΕΚΤ που ακόμη και η αυτή η δράση μπορεί να αποδειχθεί ανεπαρκής. Στόχος της είναι να εξαλείψει τον κίνδυνο διάσπασης της ευρωζώνης εξαναγκάζοντας τις αγορές. Δεν μπορεί όμως, να το πετύχει μόνη της. Η εξασφάλιση της επιβίωσης της ευρωζώνης είναι πολιτική απόφαση. Η ΕΚΤ μπορεί να επηρεάσει, αλλά όχι να καθορίσει, την απόφαση.

Η λογική του προγράμματος «Άμεσων Νομισματικών Συναλλαγών» (ΑΝΣ) είναι ευρηματική. Η ΕΚΤ επιμένει ότι δεν στοχεύει στη χρηματοδότηση των κυβερνήσεων που βρίσκονται σε δυσχερή θέση. Αυτό, επιμένει, είναι μία παράπλευρη συνέπεια.

«Στόχος είναι να διατηρήσουμε ότι υπάρχει μία μοναδική νομισματική πολιτική και να εξασφαλίσουμε τη σωστή μετάδοση της νομισματικής πολιτικής στην πραγματική οικονομία στην ευρωζώνη. Οι ΑΝΣ θα μας δώσουν τη δυνατότητα να αντιμετωπίσουμε τις σοβαρές στρεβλώσεις στις αγορές κρατικών ομολόγων οι οποίες προκύπτουν, κυρίως, από αβάσιμους φόβους των επενδυτών για διάσπαση του ευρώ».

Ο κ. Draghi επιχειρηματολόγησε ότι «σε πολλά μέρη της ευρωζώνης υπάρχει μία «κακή ισορροπία» κατά συνέπεια δικαιολογείται η παρέμβαση για να «σπάσουν» αυτές οι προσδοκίες, οι οποίες δεν αφορούν μόνο τις συγκεκριμένες χώρες, αλλά το σύνολο της ευρωζώνης. Και με αυτό τον τρόπο δικαιολογείται η παρέμβαση της κεντρικής τράπεζας". Με τον τρόπο αυτό, δικαιώνονται έστω και με καθυστέρηση, τα σχόλια του Βέλγου οικονομολόγου Paul de Grauwe από το London School of Economics.

Στο σχετικό του άρθρο περί διαβουλεύσεων ως προς την ευρωζώνη που δημοσιεύθηκε τον Ιούλιο, υποστηρίζει ότι παρά την πολιτική των χαμηλών επιτοκίων, οι πιστωτικές συνθήκες είναι πολύ σφιχτές σε ορισμένα κράτη-μέλη.

Αυτό, υποστηρίζει, οφείλεται στην απόκλιση που καταγράφεται ως προς την εκτίμηση για τον κίνδυνο πτωχεύσεων σε τράπεζες και κράτη, όπως επίσης και για τη μείωση του διασυνοριακού δανεισμού. Κατά συνέπεια σήμερα, «οι χρηματοοικονομικές συνθήκες είναι λιγότερο υποστηρικτικές σε χώρες όπου η κρίση είναι πιο έντονη». Αυτή η ζοφερή κατάσταση δίνει ισχυρά επιχειρήματα για τη νέα πολιτική.

Παρόλα αυτά, η ΕΚΤ δεν θα παρέμβει άνευ όρων. Αντιθέτως, θα παρεμβαίνει μόνο εάν οι χώρες ανταποκριθούν σε συγκεκριμένες προϋποθέσεις, οι οποίες δεν θα τίθενται από την ΕΚΤ. Ο κ. Draghi δήλωσε ότι είναι στο χέρι των κυβερνήσεων, της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του ΔΝΤ να αποφασίσουν ποιες ακριβώς θα είναι αυτές οι συνθήκες. Άπαξ και συμφωνηθούν όμως, τότε θα πρέπει να γίνουν σεβαστές. Αυτό είναι το αίτημα της ΕΚΤ.

Είναι απολύτως κατανοητό ότι η ΕΚΤ επιβάλει όρους. Θα αντιστρατεύονται όμως, τον βασικό στόχο του νέου προγράμματος. Η ΕΚΤ δηλώνει ότι στόχος της είναι να αποτραπεί ο κίνδυνος διάσπασης του ευρώ, εκτός όμως, από τις στιγμές που ο κίνδυνος αυτός είναι πιο πραγματικός: όταν δηλαδή μία χώρα αδυνατεί να ανταποκριθεί στους όρους του προγράμματος. Οι επενδυτές γνωρίζουν ότι οι ψηφοφόροι μπορεί να επιλέξουν μία κυβέρνηση που δεν έχει πρόθεση να ανταποκριθεί στους συμφωνηθέντες όρους. Τι θα γίνει σε αυτή την περίπτωση;

Η απάντηση είναι: είτε η ΕΚΤ θα σταματήσει να αγοράζει, οπότε η αγορά ομολόγων θα εκραγεί, ή θα συνεχίσει να αγοράζει οπότε οι προϋποθέσεις θα καταργηθούν.

Η τελευταία επιλογή φαίνεται πως είναι η πιο πιθανή. Θα είναι δύσκολο για την ΕΚΤ να σταματήσει. Και σε αυτή την περίπτωση όμως, μπορεί να υπάρξουν καταστροφικές επιπτώσεις. Παρακινούμενη από τις ενστάσεις της Bundesbank – που είναι και ο πιο σεβαστός θεσμός στη μεταπολεμική Γερμανία – οι πολίτες της χώρας μισεί τα όσα συμβαίνουν με τα χρήματά τους, όπως εξηγεί και σε πρόσφατο άρθρο του ο Γερμανός συνάδελφός μου Wolfgang Munchau.

Εύκολα μπορεί να φανταστεί κανείς τι θα συμβεί στη Γερμανία εάν ένα σημαντικό κράτος-μέλος αρχίζει να υπαναχωρεί στους συμφωνηθέντες όρους, ενώ η ΕΚΤ συνεχίζει να αγοράζει τα κρατικά του ομόλογα. Η εντεινόμενη οργή θα υπονομεύσει την εμπιστοσύνη για την επιβίωση του ευρώ. Κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος πως θα αντιδράσουν οι Γερμανοί πολιτικοί ή πως θα τους επιτραπεί να αντιδράσουν. Προς το παρόν, η κυβέρνηση στηρίζει την ΕΚΤ. Η στήριξη αυτή όμως, δεν θα αντέξει κάτω από όλες τις συνθήκες.

Εν συντομία, το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων υπό προϋποθέσεις, που εφαρμόζεται παρά τις ενστάσεις της Bundesbank, δεν μπορεί από μόνο του να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο διάσπασης του ευρώ.

Θα μπορούσε με κάποιο τρόπο η ΕΚΤ να καταστήσει πιο αξιόπιστη την επιβίωση της ευρωζώνης; Η απάντηση είναι: Και ναι… και όχι.

Ναι, εάν ο κόσμος πίστευε ότι η ένταξη στην ευρωζώνη είναι προς το συμφέρον όλων. Σε αυτή την περίπτωση η επιβίωσή της θα ήταν πιο αξιόπιστη. Για να συμβεί αυτό όμως, οι ελλειμματικές χώρες χρειάζονται ανάπτυξη και θέσεις απασχόλησης.

Η ΕΚΤ μπορεί να συνεισφέρει πατώντας πιο δυνατά το νομισματικό επιταχυντή. Ούτως ή άλλως, οι βραχυπρόθεσμες οικονομικές προοπτικές είναι ζοφερές. Η ΕΚΤ προβλέπει μείωση του ευρωπαϊκού ΑΕΠ κατά 0,2% έως 0,6% φέτος ενώ για το 2013 ο ρυθμός ανάπτυξης προβλέπεται μεταξύ -0,4% και 1,4%. Το δεύτερο τρίμηνο του 2012, το ονομαστικό ΑΕΠ της ευρωζώνης ήταν μόλις 3,2% υψηλότερο από ότι το πρώτο τρίμηνο του 2008.

Η απάντηση όμως, είναι δυστυχώς και «όχι», γιατί η πιο επιθετική νομισματική πολιτική θα επιβεβαιώσει τους γερμανικούς φόβους ότι η ΕΚΤ μετατρέπεται σε Banca d’ Italia. Το πρόβλημα για την ΕΚΤ είναι πως όλα τα σωστά και κατάλληλα μέτρα στη Γερμανία θεωρούνται γιγαντιαία βήματα προς τον καταστροφικό υπερπληθωρισμό. Ενόσω ισχύει αυτό, η ΕΚΤ δεν μπορεί να καταστήσει το ευρώ… μη αναστρέψιμο. Και αυτό υπονομεύει την πορεία των αγορών. Έτσι, η ΕΚΤ θα αναγκαστεί να αγοράσει περισσότερα ομόλογα καθιστώντας την πολιτική της λιγότερο αξιόπιστη.

Η ΕΚΤ έκανε ότι μπορούσε δεδομένων των πολιτικών συνθηκών. Η απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου στη Γερμανία και οι ολλανδικές εκλογές μπορεί να βοηθήσουν. Ο κίνδυνος διάσπασης όμως, δεν μπορεί να εξαλειφθεί. Για να συμβεί αυτό, οι πολίτες των οφειλετών κρατών θα πρέπει να δουν ένα αξιόπιστο δρόμο προς την ανάπτυξη και οι πολίτες των πιστωτριών χωρών θα πρέπει να πιστέψουν ότι δεν ρίχνουν τα χρήματά τους σε ένα απύθμενο πηγάδι.

Η ΕΚΤ κατάφερε να κερδίσει λίγο χρόνο, αλλά όχι να νικήσει τη μάχη.
© The Financial Times Limited 2012. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v