L. Blankfein: Επτά μαθήματα από την κρίση

Τα επτά μαθήματα που μπορούμε να αντλήσουμε από την κρίση αναλύει ο CEO της Goldman Sachs, Lloyd Blankfein σε παρέμβασή του στους "FT". Το ρίσκο ως καταλύτης ανάπτυξης, τα bonus και το σενάριο υπερρύθμισης των αγορών.

  • Lloyd Blankfein (*)
L. Blankfein: Επτά μαθήματα από την κρίση
Από την άνοιξη, και πιο έντονα το φθινόπωρο, η διάδοση του φόβου και του πανικού παγκοσμίως έκλεισε τις αρτηρίες των οικονομιών, καθιστώντας πιθανή την επιδείνωση της παγκόσμιας οικονομίας.

Το μεγαλύτερο μέρος του προηγούμενου έτους υπήρξε πολύ ταπεινωτικό για τον κλάδο μας (σ.σ.: των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών). Η οργή του κόσμου είναι κατανοητή και ο κλάδος οφείλει να λογοδοτήσει για τον ρόλο του σε όσα συνέβησαν.

Τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα έχουν μια υποχρέωση προς το ευρύτερο χρηματοοικονομικό σύστημα. Εξαρτώμεθα μεν από ένα υγιές και εύρυθμο σύστημα, όμως αποτύχαμε να θέσουμε καίρια ερωτήματα για το αν ορισμένες από τις συνηθισμένες τάσεις και πρακτικές εξυπηρετούσαν πραγματικά τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα του κοινού.

Καθώς, οι πολιτικοί και οι ρυθμιστικές αρχές αρχίζουν να εξετάζουν τα διορθωτικά μέτρα που πρέπει να λάβουν προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι αποτυχίες, πιστεύω ότι είναι χρήσιμο να αναλογιστούμε ορισμένα από τα μαθήματα της κρίσης αυτής.

Το πρώτο είναι ότι η διαχείριση κινδύνου δεν θα πρέπει να στηρίζεται αποκλειστικά στα ιστορικά στοιχεία. Τους τελευταίους μήνες έχουμε ακούσει πολλές φορές τη φράση "multiple standard deviation events". Αν τα απρόβλεπτα ή εξαιρετικά γεγονότα είχαν υπολογιστεί ότι προκύπτουν μία φορά στα 20 χρόνια, στην πραγματικότητα προέκυπταν πολύ συχνότερα. Δηλαδή, δεν χρειάζεται να είσαι μαθηματικός για να καταλάβεις ότι οι προβλέψεις για τη διαχείριση κινδύνου δεν αντανακλούσαν τη "στατιστική κατανομή" των πραγματικών αποτελεσμάτων. Ο κλάδος μας πρέπει να κάνει περισσότερα για να ενισχύσει και για να βελτιώσει την ανάλυση των σεναρίων και τα stress tests.

Δεύτερον, ο αριθμός των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων και των επενδυτών που ανέθεσαν σε τρίτους τη διαχείριση κινδύνου τους ήταν υπερβολικά μεγάλος. Αντί να αναλάβουν μόνοι τους την ανάλυση, βασίστηκαν σε οίκους αξιολόγησης προκειμένου να γίνει εκ μέρους τους η ανάλυση ρίσκου. Αυτό γινόταν κατά την εκκίνηση και κατά τη διάρκεια της περιόδου της επένδυσης, περίοδο όπου δεν δινόταν σημασία σε άλλους δείκτες οικονομικής επιδείνωσης.

Αυτή η υπερβολική εξάρτηση στις πιστωτικές αξιολογήσεις συνέπεσε με τη μείωση της αξιολόγησης "ΑΑΑ". Τον Ιανουάριο του 2008 υπήρχαν 12 εταιρίες παγκοσμίως με αξιολόγηση "ΑΑΑ". Την ίδια περίοδο υπήρχαν 64.000 δομημένα χρηματοοικονομικά όργανα, όπως τα CDOs, που επίσης είχαν αξιολόγηση "ΑΑΑ". Είναι εύκολο και ορθό να κατηγορηθούν οι οίκοι αξιολόγησης για τα σφάλματα στην κρίση τους. Όμως, η ευθύνη για το αποτέλεσμα δεν είναι μόνο δική τους. Κάθε χρηματοοικονομικό ίδρυμα που συμμετείχε στη διαδικασία πρέπει να αποδεχτεί το μερίδιο ευθύνης που του αναλογεί.

Τρίτον, το μέγεθος μετράει. Για παράδειγμα, αν το (υποτιθέμενο) χαμηλού ρίσκου χρέος σου σε ένα CDO ήταν είτε 5 δισ. δολάρια είτε 50 δισ. δολάρια, οι πιθανότητες ζημίας ήταν αναλογικά οι ίδιες. Όμως, οι συνέπειες ενός λάθος υπολογισμού ήταν σαφώς μεγαλύτερες αν η έκθεσή σου ήταν 50 δισ. δολάρια.

Τέταρτον, πολλά μοντέλα ρίσκου υπέθεταν λανθασμένα ότι οι θέσεις θα μπορούσαν να είναι πλήρως αντισταθμισμένες. Μετά την κατάρρευση της Long-Term Capital Management και της κρίσης στις αναδυόμενες αγορές το 1998, νέα προϊόντα όπως τα credit default swaps δημιουργήθηκαν για να αντισταθμίσουν μια σειρά κινδύνους. Ωστόσο, ως κλάδος, δεν αναλογιστήκαμε αρκετά προσεκτικά την πιθανότητα να στερέψει η ρευστότητα.

Πέμπτον, τα μοντέλα ρίσκου δεν κατάφεραν να συμπεριλάβουν τους κινδύνους που ενείχαν οι εκτός ισολογισμού δραστηριότητες, όπως για παράδειγμα τα "δομημένα επενδυτικά οχήματα".

Τώρα φαίνεται να είναι ξεκάθαρο ότι οι managers των εταιριών με μεγάλη έκθεση σε δραστηριότητες εκτός ισολογισμού δεν εκτίμησαν σωστά το μέγεθος των οικονομικών κινδύνων στους οποίους ήταν εκτεθειμένοι. Εξίσου ανησυχητικό είναι το γεγονός ότι οι εταίροι τους αγνοούσαν το πλήρες εύρος αυτών των "οχημάτων" και, συνεπώς, δεν μπορούσαν με ακρίβεια να αποτιμήσουν τους κινδύνους των δραστηριοτήτων.

Έκτον, ηττηθήκαμε από την πολυπλοκότητα. Ο κλάδος άφησε την ανάπτυξη των νέων εργαλείων να υπερβεί τη λειτουργική δυνατότητα για τη διαχείρισή τους. Ως αποτέλεσμα, αυξήθηκε δραματικά ο λειτουργικός κίνδυνος και αυτό επηρέασε άμεσα τη γενικότερη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος.

Τέλος, και ίσως πιο σημαντικό, τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα δεν παρείχαν ακριβή στοιχεία για την αξία του ενεργητικού τους. Έχω ακούσει ορισμένους να υποστηρίζουν ότι ο υπολογισμός της δίκαιης αποτίμησης είναι ένας από τους βασικούς παράγοντες που επιδεινώνουν την πιστωτική κρίση. Προσωπικά το βλέπω διαφορετικά. Αν περισσότερα ιδρύματα είχαν αποτιμήσει σωστά τις θέσεις και τις δεσμεύσεις τους, θα ήταν σε πολύ καλύτερη θέση να μειώσουν την έκθεσή τους.

Για την Goldman Sachs η καθημερινή καταγραφή των θέσεων στις τρέχουσες τιμές της αγοράς αποτέλεσε τον βασικό παράγοντα για την απόφασή μας να μειώσουμε σχετικά νωρίς το ρίσκο μας σε αγορές και σε χρηματοοικονομικά εργαλεία που επιδεινώνονταν. Αυτή η διαδικασία μπορεί να είναι δύσκολη και ορισμένες φορές επίπονη, όμως πιστεύω ότι αποτελεί μια αρχή που θα πρέπει να καθορίζει τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα.

Ως αποτέλεσμα των μαθημάτων αυτών, καθώς και άλλων που θα προκύψουν από αυτή την οικονομική κρίση, θα πρέπει να εξετάσουμε τους κανόνες που θα πρέπει να διέπουν τον κλάδο μας, για τους νομοθέτες και για τις ρυθμιστικές αρχές.

Για τον κλάδο δεν μπορούμε να αφήσουμε την ικανότητά μας για καινοτομία να υπερβεί τη δυνατότητά μας για διαχείριση. Δεδομένου του μεγέθους και της φύσης των αγορών, της αύξησης του όγκου, της φύσης και των χαρακτηριστικών του εμπορίου, η διαχείριση του λειτουργικού ρίσκου θα γίνει ακόμα πιο σημαντική.

Το ρίσκο και οι μηχανισμοί ελέγχου θα πρέπει να ανεξαρτητοποιηθούν πλήρως από τις επιχειρηματικές μονάδες. Τόσο η σαφήνεια ως προς το σε ποιον θα πρέπει να λογοδοτούν οι διαχειριστές κινδύνου όσο και οι ελεγκτικοί μηχανισμοί είναι ζωτικής σημασίας για τη διατήρηση αυτής της ανεξαρτησίας.

Εξίσου σημαντικό είναι ότι οι διαχειριστές κινδύνου θα πρέπει να είναι τουλάχιστον ισότιμοι με τους αρμοδίους στα trading desks: αν υπάρχει ερώτημα σχετικά με την αξία μιας θέσης, ή διαφωνία σχετικά με το όριο του ρίσκου, η άποψη του διαχειριστή κινδύνου θα πρέπει πάντα να υπερισχύει.

Είναι κατανοητό ότι οι απολαβές συνεχίζουν να δημιουργούν μεγάλη οργή και αμφισβήτηση. Αναγνωρίζουμε ότι η λήψη χρημάτων από το πρόγραμμα διάσωσης σχετίζεται και με τις αμοιβές. Γι’ αυτόν τον λόγο, εν μέρει, η διοικητική μας ομάδα αποφάσισε να μη λάβει μπόνους για το 2008, παρότι η εταιρία μας κατέγραψε κέρδη.

Πιο γενικά, θα πρέπει να εφαρμόσουμε βασικές αρχές για το πώς θα αμείβονται οι άνθρωποι του κλάδου μας. Το ποσοστό του μπόνους που χορηγείται σε μετοχές θα πρέπει να αυξάνεται σημαντικά όσο μεγαλώνει η συνολική αμοιβή του υπαλλήλου. Οι επιδόσεις των υπαλλήλων χρειάζεται να αξιολογούνται με τον χρόνο έτσι ώστε να αποφεύγεται η υπερβολική ανάληψη ρίσκου. Για να διασφαλιστεί αυτό όλες οι αμοιβές σε μετοχές θα πρέπει να εξαρτώνται από τις μελλοντικές επιδόσεις ή/και από τη διαφοροποίηση της πρακτικής. Θα πρέπει να απαιτείται από τα στελέχη να διατηρήσουν το μεγαλύτερο μέρος των μετοχών που αποκτούν τουλάχιστον μέχρις ότου συνταξιοδοτηθούν.

Για τους νομοθέτες και τους ρυθμιστές, χρειάζεται να γίνει ξεκάθαρο ότι η αυτορρύθμιση έχει και τα όριά της. Το να διορθωθεί ένα πρόβλημα που αφορά σε ολόκληρο το σύστημα, το να γίνουν αυστηρότερα τα πρότυπα ή να οδηγηθεί ο κλάδος σε συλλογικές λύσεις απαιτούν αποτελεσματική κεντρική ρύθμιση αλλά και συλλογική προσπάθεια από την πλευρά των ρυθμιστικών αρχών.

Τα standards κεφαλαίου, πίστης και αντασφάλισης θα πρέπει να υπόκεινται σε δυναμικότερη νομοθέτηση. Οι αρχές θα πρέπει να διασφαλίσουν την ύπαρξη ευέλικτης και ταυτόχρονα ισχυρής νομοθεσίας που θα αναγνωρίζει και θα περιορίζει αποδοτικά τις υπερβολές των αγορών, ιδίως σε περιόδους οικονομικής ανάπτυξης. Όπως η Federal Reserve αυξάνει τα επιτόκια για να περιορίζει την οικονομική φρενίτιδα, θα πρέπει να χρησιμοποιούνται αντίστοιχοι δείκτες.

Για τη βελτίωση της διαφάνειας και τη διασφάλιση ότι η λογιστική αξία είναι ακριβής, οι νομοθέτες θα πρέπει να απαιτήσουν ίδια μέθοδο αποτίμησης των στοιχείων ενεργητικού όλων των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων. Η λογιστική με βάση τη δίκαιη αξία μπορεί να ξεκαθαρίσει το τοπίο για τους επενδυτές σχετικά με το ρίσκο των ισολογισμών.

Το επίπεδο του παγκόσμιου συντονισμού και επικοινωνίας των εποπτικών αρχών θα πρέπει να αντανακλά την παγκόσμια διασύνδεση των αγορών. Οι νομοθέτες θα πρέπει να προχωρήσουν σε πιο δυναμική διαχείριση των πληροφοριών, σε συνδυασμό με πιο αποδοτικό καθεστώς ανακοινώσεων για τα ιδρύματα και τους βασικούς "παίκτες" της αγοράς. Χωρίς αυτά οι αρχές δεν θα έχουν τα απαιτούμενα εργαλεία που θα τους βοηθήσουν να αντιληφθούν τα επίπεδα του συστημικού κινδύνου στον τραπεζικό κλάδο και στις κεφαλαιαγορές.

Στο πλαίσιο αυτό, όλες οι πηγές κεφαλαίου που εξαρτώνται από την ομαλή λειτουργία των χρηματαγορών και που αρκετά μεγάλες ώστε να αποτελέσουν επιπλέον επιβάρυνση σε περιόδους κρίσεων, χρειάζεται να υπόκεινται σε κάποιας μορφής νομοθεσία.

Μετά τα σοκ των τελευταίων μηνών και την οικονομική δυστοκία που ακολούθησε, είναι φυσικό και επακόλουθο να υπάρχει επιθυμία για ριζικές μεταρρυθμίσεις στο νομοθετικό καθεστώς. Ωστόσο, θα πρέπει να αντισταθούμε σε μια αντίδραση που είναι σχεδιασμένη για να μας προστατεύσει από μια "καταιγίδα" 100 ετών. Η πλήρης απομάκρυνση του ρίσκου από το σύστημα θα πλήξει την οικονομική ανάπτυξη.

Αναλόγως, εάν εγκαταλείψουμε μηχανισμούς της αγοράς που έχουν δημιουργηθεί εδώ και δεκαετίες, όπως η τιτλοποίηση και τα παράγωγα, ενδέχεται να καταλήξουμε στον περιορισμό πρόσβασης σε κεφάλαια και αποδοτικής αντιστάθμισης και διανομής του ρίσκου.

Ο προηγούμενος αιώνας είχε καθοριστεί από αγορές και εργαλεία που χρηματοδοτούσαν την καινοτομία και την ανάληψη ρίσκου, ως βασικούς καταλύτες οικονομικής ανάπτυξης. Η ιστορία μας έχει δείξει ότι μια δυναμική οικονομία χρειάζεται ένα δυναμικό χρηματοοικονομικό σύστημα.

Έχουμε πολλά να κάνουμε για να ανακτήσουμε την εμπιστοσύνη του κοινού και για να βοηθήσουμε στην αναστήλωση του χρηματοοικονομικού μας συστήματος, για να επαναφέρουμε τη σταθερότητα και τη βιωσιμότητα. Η Goldman Sachs είναι αποφασισμένη να το κάνει. 

 * Ο Lloyd Blankfein είναι διευθύνων σύμβουλος της Goldman Sachs
© The Financial Times Limited 2009. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v