Γιατί είναι η συμβατική γερμανική σκέψη στα μακροοικονομικά ζητήματα τόσο ιδιαίτερη; Και γιατί αυτό έχει σημασία;
Η απάντηση στο πρώτο ερώτημα είναι πως έχει μεγάλη σημασία. Ένα μέρος της απάντησης στο δεύτερο είναι πως η Γερμανία είναι πιστώτρια χώρα. Η χρηματοπιστωτική κρίση τής έδωσε κυρίαρχο ρόλο στην ευρωζώνη. Είναι ζήτημα ισχύος, όχι σωστού και λάθους. Τα συμφέροντα των πιστωτών είναι σημαντικά. Αλλά είναι συμφέροντα μιας ομάδας και δεν έχουν να κάνουν με το γενικό συμφέρον.
Τα τελευταία γερμανικά παράπονα έχουν εστιάσει στη νομισματική πολιτική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, ειδικά τα αρνητικά επιτόκια και την ποσοτική χαλάρωση. Ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, ο υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας, έφτασε στο σημείο να ισχυριστεί ότι η ΕΚΤ έχει τη μισή ευθύνη για την άνοδο του ακροδεξιού κόμματος Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD). Πρόκειται για μια άνευ προηγουμένου επίθεση.
Η κριτική κατά των πολιτικών της ΕΚΤ εκτείνεται σε πολλά μέτωπα: υπονομεύουν το κίνητρο των απρόθυμων κρατών μελών να μεταρρυθμιστούν, έχουν αποτύχει να μειώσουν το υπερβολικό χρέος, πλήττουν τη φερεγγυότητα των ασφαλιστικών εταιρειών, των αποταμιευτικών τραπεζών και των ασφαλιστικών ταμείων, δεν έχουν καταφέρει να αυξήσουν τον πληθωρισμό και εκτρέφουν οργή κατά του ευρωπαϊκού εγχειρήματος. Με λίγα λόγια, η πολιτική της ΕΚΤ έχει γίνει μια μεγάλη απειλή για τη σταθερότητα.
Τα παραπάνω εκφράζουν τη συμβατική γερμανική οπτική. Όπως υποστηρίζει ο Πέτερ Μπόφινγκερ, ένα αιρετικό μέλος του συμβουλίου των οικονομικών εμπειρογνωμόνων της γερμανικής κυβέρνησης, η παράδοση αυτή φτάνει πίσω στον Βάλτερ Όικεν, τον πατέρα του μεταπολεμικού «φιλελευθερισμού της τάξης» (ordoliberalism). Στην προσέγγιση αυτή, τα ιδανικά μακροοικονομικά έχουν τρία στοιχεία: έναν ισοσκελισμένο προϋπολογισμό σε όλες (σχεδόν) τις εποχές, σταθερότητα τιμών (με μια προτίμηση προς τον αποπληθωρισμό) και ευελιξία τιμών.
Είναι μια εύλογη προσέγγιση για μια μικρή, ανοιχτή οικονομία. Είναι εφαρμόσιμη για μια μεγαλύτερη χώρα, όπως η Γερμανία, με εξαιρετικά ανταγωνιστική οικονομία. Αλλά δεν μπορεί να γενικευτεί στην οικονομία μιας ολόκληρης ηπείρου, όπως η ευρωζώνη. Αυτό που έχει αποτέλεσμα για τη Γερμανία, δεν μπορεί να έχει αποτέλεσμα για μια οικονομία τρεις φορές μεγαλύτερη και πολύ πιο κλειστή στο εξωτερικό εμπόριο.
Σημειώνεται ότι στο τελευταίο τρίμηνο του 2015, η πραγματική ζήτηση στην ευρωζώνη ήταν 2% χαμηλότερη από ό,τι στο πρώτο τρίμηνο του 2008, ενώ η ζήτηση στις ΗΠΑ ήταν 10% υψηλότερα. Αυτή η τεράστια αδυναμία στη ζήτηση απουσιάζει από τα περισσότερα παράπονα των Γερμανών. Η ΕΚΤ προσπαθεί σωστά να αποτρέψει μια καταβύθιση σε αποπληθωρισμό μιας οικονομίας που υποφέρει από χρόνια αδυναμία ζήτησης. Όπως επιμένει ο επικεφαλής της ΕΚΤ, Μάριο Ντράγκι, τα χαμηλά επιτόκια που έχει θέσει η τράπεζα δεν είναι το πρόβλημα. Αντίθετα είναι «το σύμπτωμα» ανεπαρκούς επενδυτικής ζήτησης.
Η ιστορία της γερμανικής οικονομίας από την εποχή των μεταρρυθμίσεων στην αγορά απασχόλησης στις αρχές της δεκαετίας του 2000 καταδεικνύει ότι η «διαρθρωτική μεταρρύθμιση» δεν πρόκειται να λύσει το πρόβλημα. Το πιο σημαντικό μακροοικονομικό δεδομένο για τη χώρα είναι πως δεν μπορεί να απορροφήσει σχεδόν το ένα τρίτο των εγχώριων αποταμιεύσεων στο εσωτερικό, παρά τα ιστορικά χαμηλά επιτόκια. Το 2000, πριν από τις μεταρρυθμίσεις -που έκοψαν το εργατικό κόστος και τα εισοδήματα των εργαζομένων-, οι γερμανικές εταιρείες επένδυαν αρκετά περισσότερα από τα μη διανεμηθέντα κέρδη. Σήμερα ισχύει το αντίθετο. Με τα νοικοκυριά σε πλεόνασμα και τον κρατικό προϋπολογισμό ισοσκελισμένο, έχει αναδυθεί ένα τεράστιο εξωτερικό πλεόνασμα.
Γιατί θα έπρεπε άλλοι να είναι σε θέση να κάνουν παραγωγική χρήση των αποταμιεύσεων, που όπως φαίνεται οι Γερμανοί δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν; Γιατί θα έπρεπε οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις σε άλλες χώρες, όπως θέλει η Γερμανία, να δημιουργήσουν την επενδυτική άνθηση που απουσιάζει στο εσωτερικό; Γιατί, τουλάχιστον, θα έπρεπε να περιμένει κανείς να υποχωρήσει το χρέος, όταν η ζήτηση και η συνολική ανάπτυξη είναι τόσο αδύναμες στο σύνολο της ευρωζώνης;
Αυτό που συνέβη, αντίθετα, είναι η μετατροπή της ευρωζώνης σε μια πιο αδύναμη Γερμανία. Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της ευρωζώνης αναμένεται να περάσει σε πλεόνασμα κοντά στο 5% του ΑΕΠ ανάμεσα στο 2008 και το 2016. Κάθε μέλος προβλέπεται να έχει πλεόνασμα ή να βρίσκεται σε ισοσκελισμένη θέση. Η ευρωζώνη εξαρτάται από την προθυμία άλλων να επιδοθούν στις δαπάνες και στον δανεισμό που αυτή αποφεύγει.
Αλλά και ο υπόλοιπος κόσμος είναι προσεκτικός. Η ΕΚΤ έχει υιοθετήσει αρνητικά πραγματικά (και ονομαστικά) επιτόκια, γιατί τόσο λίγο αξίζουν τώρα οι επιπρόσθετες αποταμιεύσεις. Έχει επίσης πάρει το μάθημά της από τα φριχτά αποτελέσματα της αύξησης των επιτοκίων το 2011. Η χαλάρωση στην οποία προχώρησε από το 2012 έχει τουλάχιστον οδηγήσει σε μια αισθητή αν και ανεπαρκή ανάκαμψη: η πραγματική ζήτηση έχει αυξηθεί κατά 4% από το ναδίρ που έφτασε το πρώτο τρίμηνο του 2013 και ο δομικός πληθωρισμός, αν και μόλις στο 1%, έχει τουλάχιστον σταθεροποιηθεί. Αυτό δεν είναι αποτυχία. Είναι επιτυχία.
Αναπόφευκτα, οι πολιτικές αυτές δεν είναι δημοφιλείς σε πιστώτριες χώρες. Αλλά το επιχείρημα ότι η απειλή είναι η εξαιρετικά χαλαρή νομισματική πολιτική αγνοεί τους κινδύνους που δημιουργεί η υπερβολική σύσφιξη. Υποθέτει ότι ο πληθωρισμός δεν αποτελεί πρόβλημα. Αλλά θα αύξανε το πραγματικό χρέος, θα υπονόμευε την ευελιξία των πραγματικών μισθών και θα έπληττε την αποτελεσματικότητα της νομισματικής πολιτικής, καθώς θα ήταν πολύ πιο δύσκολο να δημιουργήσει πραγματικά αρνητικά επιτόκια όταν θα ήταν αναγκαίο. Ένα αποπληθωριστικό σπιράλ θα ήταν μια πολύ μεγαλύτερη απειλή για τα αρνητικά επιτόκια.
Πάνω από όλα, η ευρωζώνη θα αποτύχει αν διοικείται μόνο προς όφελος των πιστωτών. Οι πολιτικές που εφαρμόζονται πρέπει να είναι ισορροπημένες. Η αποφασιστικότητα της ΕΚΤ να αποφύγει τον αποπληθωρισμό είναι σημαντικό μέρος του στόχου αυτού. Η επίτευξη καλύτερα ισορροπημένης ζήτησης σε εθνικό επίπεδο είναι ένα άλλο.
Ένα τεράστιο έλλειμμα ζήτησης (σε σχέση με τη συνολική προσφορά) στη μεγαλύτερη οικονομία της ευρωζώνης είναι εξαιρετικά προβληματική. Η «διαδικασία υπερβολικών ανισορροπίων» της Ε.Ε. θα έπρεπε να είναι πιο αυστηρή με τα πλεονάσματα της Γερμανίας.
Οι ιδέες και τα συμφέροντα της Γερμανίας έχουν τεράστια σημασία για την ευρωζώνη. Αλλά δεν θα έπρεπε να καθορίζουν τα πάντα. Αν οι Γερμανοί πιστεύουν ότι αυτό αποδυναμώνει ανεπανόρθωτα τη νομιμοποίηση του ευρωπαϊκού εγχειρήματος, θα έπρεπε να κοιτάξουν την επιλογή της εξόδου.
Αν το έκανε αυτό, θα προκαλούσε μεγάλη αναστάτωση βραχυπρόθεσμα. Αλλά αν η χώρα μείνει στο ευρώ, θα έπρεπε επίσης να αποδεχτεί ότι η ΕΚΤ έχει και αυτή μια δουλειά να κάνει. Αν η τελευταία κάνει τη δουλειά της, δεν σημαίνει ότι η ευρωζώνη θα λειτουργεί αποτελεσματικά.
Αλλά είναι σίγουρα ένα σημαντικό βήμα προς αυτή την κατεύθυνση.
© The Financial Times Limited 2016. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation