Αυτή τη στιγμή, το μεγαλύτερο πρόβλημα του Μάριο Ντράγκι δεν είναι η Ελλάδα. Είναι η Γερμανία. Την περασμένη εβδομάδα, ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας απάντησε στις επικρίσεις του Βερολίνου για τη χαλαρή πολιτική του στα επιτόκια, σημειώνοντας ότι το επίμονο πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών της Γερμανίας αποτελεί μία από τις κύριες αιτίες. Η οργισμένη αντίδραση με την οποία ήρθε αντιμέτωπος λέει πολλά για το χάσμα στο οικονομικό debate της Ευρώπης.
Τα χαμηλά επιτόκια και το πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών της Γερμανίας αποτελούν τα «φαρμακερά δίδυμα» της οικονομίας της ευρωζώνης. Το πλεόνασμα επέφερε τα χαμηλά επιτόκια, όπως επισημαίνει σωστά ο κ. Ντράγκι. Αλλά είναι επίσης αληθές ότι τα χαμηλά επιτόκια έχουν αυξήσει το γερμανικό πλεόνασμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών μέσω της υποτίμησης του ευρώ τον τελευταίο χρόνο. Ένα φθηνότερο νόμισμα καθιστά πιο ανταγωνιστικά τα γερμανικά αγαθά και υπηρεσίες έξω από την ευρωζώνη.
Η πιο αρμόζουσα από τις δύο ερμηνείες είναι εκείνη του κ. Ντράγκι. Με το να επιμένει στη λιτότητα κατά τη διάρκεια της κρίσης της ευρωζώνης και με την αποτυχία του να αυξήσει την επενδυτική δαπάνη στην εγχώρια αγορά, το Βερολίνο έπαιξε τον ρόλο του στη μείωση της συνολικής ζήτησης στη Γερμανία και στην ευρωζώνη ευρύτερα. Η μακρά ύφεση της ευρωζώνης επέφερε μια πτώση στον πληθωρισμό, κάτω του στόχου για λίγο χαμηλότερα του 2%.
Αντίδραση της ΕΚΤ ήταν η μείωση των βραχυπρόθεσμων επιτοκίων σε αρνητικά επίπεδα και η αγορά χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων. Αν η γερμανική δημοσιονομική πολιτική είχε παραμείνει ουδέτερη κατά την περίοδο αυτή, η δουλειά της ΕΚΤ θα ήταν ευκολότερη. Θα μπορούσε να επιτύχει τον στόχο της για τον πληθωρισμό και δεν θα είχε υποχρεωθεί να περικόψει τα επιτόκια τόσο πολύ.
Το Βερολίνο θεωρεί το πλεόνασμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών απλά ως αντανάκλαση της μεγαλύτερης ανταγωνιστικότητας της Γερμανίας. Αυτή είναι μια οικονομικά αδαής άποψη -εκτός κι αν ηθελημένα αποφεύγει το πραγματικό πρόβλημα. Αν η Γερμανία είχε δικό της νόμισμα και μια κυμαινόμενη συναλλαγματική ισοτιμία, η ανισορροπία στο ισοζύγιο θα είχε κατά το μεγαλύτερο μέρος εξαφανιστεί. Ακόμη και στο πλαίσιο μιας νομισματικής ένωσης, μια μεγάλη ανισορροπία δεν θα είχε σημασία αν η ένωση ήταν πολιτικά ολοκληρωμένη και είχε κοινή δημοσιονομική πολιτική.
Οι ανισορροπίες, όμως, έχουν τη σημασία τους στη νομισματική ένωση που έχουμε, η οποία δεν έχει συστήματα αναδιανομής και αντασφάλισης. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι η Γερμανία απορρίπτει αυτούς τους μηχανισμούς αναδιανομής. Με αυτό τον τρόπο, μεγιστοποιεί το πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών. Αυτό συνιστά έναν έμμεσο πολιτικό στόχο.
Μακροπρόθεσμα, δεν βλέπω πώς αυτό εξυπηρετεί τα συμφέροντα της Γερμανίας. Ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, ο υπουργός Οικονομικών, είχε δίκιο όταν υποστήριξε πως τα χαμηλά επιτόκια ωθούν τους ψηφοφόρους στο AfD (Εναλλακτική για τη Γερμανία), ένα κόμμα κατά του ευρώ και της μετανάστευσης. Μόνο που δεν φταίει γι' αυτό η ΕΚΤ. Το AfD αποτελείται κυρίως από εύπορους, μεγαλύτερους σε ηλικία Γερμανούς. Θέλουν να βγουν από το ευρώ διότι θα επωφελούνταν από μια καλύτερη συναλλαγματική ισοτιμία και υψηλότερα επιτόκια -ή τουλάχιστον έτσι νομίζουν.
Αλλά αν έχουν δίκιο και ο κ. Ντράγκι και ο κ. Σόιμπλε, οι συνέπειες είναι ανησυχητικές. Αυτό δείχνει ότι η Γερμανία, ίσως περισσότερο κι από την Ελλάδα, δεν είναι έτοιμη να συμμετάσχει σε μια νομισματική ένωση. Στο πλαίσιο του συστήματος ημισταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών του Bretton Woods, στρατηγική της Γερμανίας ήταν να «κλειδώσει» σε ένα σύστημα σταθερών ισοτιμιών και μετά να αναζητήσει μια «πραγματική» υποτίμηση μέσω χαμηλότερων μισθών σε σχέση με τους ανταγωνιστές της. Όταν το σύστημα κατέρρευσε, ακολούθησε μια ανατίμηση του γερμανικού μάρκου. Το ίδιο συνέβη και στον μηχανισμό συναλλαγματικών ισοτιμιών, έναν προάγγελο του ευρώ που δημιουργήθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1970. Αλλά το ευρώ προορίζεται να υπάρχει για πάντα. Δεν υπάρχει πια ένας διορθωτικός μηχανισμός για τις ανισορροπίες της Γερμανίας.
Θεωρητικά, υπάρχει μια απλή λύση. Το Βερολίνο θα μπορούσε να μειώσει τους φόρους και να αυξήσει την επενδυτική δαπάνη. Υπάρχει μεγάλο περιθώριο. Έπειτα από χρόνια λιτότητας, ο δημοσιονομικός πολλαπλασιαστής -ο αντίκτυπος κάθε ευρώ δαπάνης πέραν των εσόδων- είναι μεγάλος.
Δυστυχώς, ο γερμανικός κανόνας για ισορροπημένο προϋπολογισμό το καθιστά αυτό αδύνατο. Ακόμη πιο σημαντικό είναι ότι το εκλογικό σώμα και οι πολιτικοί του εκπρόσωποι δεν το επιθυμούν. Θέλουν να αποπληρώσουν το χρέος τους. Είναι μια κακή αλλά δημοκρατική επιλογή.
Σημαίνει, ωστόσο, ότι όσο η Γερμανία θα παραμένει στην ευρωζώνη, οι ανισορροπίες δεν θα διορθωθούν.
© The Financial Times Limited 2016. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation