Ο πρόεδρος της Bundesbank Γιενς Βάιντμαν επέκρινε τους Γερμανούς πολιτικούς για την προσπάθειά τους να πιέσουν τον επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Μάριο Ντράγκι για τη χαλαρή νομισματική πολιτική του, αφήνοντας να εννοηθεί πως η κριτική τους παρεμβαίνει στην ανεξαρτησία της ΕΚΤ.
«Δεν είναι ασυνήθιστο πολιτικοί να έχουν γνώμες επί της νομισματικής πολιτικής, όμως εμείς είμαστε ανεξάρτητοι», δήλωσε στους Financial Times ο κ. Βάιντμαν. «Η ΕΚΤ πρέπει να υλοποιεί την εντολή της για σταθεροποίηση των τιμών και ως εκ τούτου μια επεκτατική νομισματική πολιτική αρμόζει σε αυτή τη συγκυρία, ασχέτως των διαφορετικών απόψεων αναφορικά με συγκεκριμένα μέτρα».
Ο επικεφαλής της κεντρικής τράπεζας της Γερμανίας και ο ομόλογός του στην ΕΚΤ έχουν συχνά έρθει σε σύγκρουση ως προς το πώς θα πρέπει να αντιμετωπιστεί η απειλή της υποχώρησης των τιμών, με τον κ. Βάιντμαν να εγείρει συχνά αντιρρήσεις σε μέτρα που βάζει στο τραπέζι ο κ. Ντράγκι.
Όμως, σε μια περίοδο που οι φορείς χάραξης νομισματικής πολιτικής σε όλον τον κόσμο έρχονται αντιμέτωποι με εντεινόμενες επικρίσεις για τα επιτόκια που βρίσκονται σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα -περιλαμβανομένων των αποφάσεων ορισμένων κεντρικών τραπεζών μεταξύ των οποίων και η ΕΚΤ να μειώσουν τα επιτόκια κάτω από το μηδέν για να αντιμετωπίσουν την απειλή του αποπληθωρισμού-, Βάιντμαν και Ντράγκι αναδεικνύονται ως δυο απρόσμενοι σύμμαχοι.
Η πολιτική των αρνητικών επιτοκίων είναι εξαιρετικά μη δημοφιλής στη Γερμανία και έχει προκαλέσει επικρίσεις από υψηλόβαθμους πολιτικούς, με προεξάρχοντα τον υπουργό Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, οι οποίοι υποστηρίζουν πως τα χαμηλά επιτόκια της κεντρικής τράπεζας απαλλοτριώνουν τις καταθέσεις του γερμανικού λαού και τροφοδοτούν την άνοδο του δεξιού λαϊκισμού.
Αν και η ΕΚΤ στοχεύει σε πληθωρισμό λίγο χαμηλότερο του 2%, τα τελευταία στοιχεία έδειξαν πως ο πληθωρισμός βρίσκεται στο -0,1%. Ο κ. Βάιντμαν δήλωσε επίσης πως η γερμανική συζήτηση για την ΕΚΤ επικεντρώνεται υπερβολικά στενά στις συνέπειες που έχουν στους καταθέτες τα χαμηλά επιτόκια.
«Η συζήτηση δεν επικεντρώνεται αρκετά στις ευρύτερες μακροοικονομικές συνέπειες της νομισματικής πολιτικής. Ο κόσμος δεν είναι μόνο καταθέτες. Είναι και υπάλληλοι, φορολογούμενοι, οφειλέτες, οι οποίοι επωφελούνται από το χαμηλό επίπεδο των επιτοκίων», εξήγησε ο κ. Βάιντμαν.
Η Bundesbank φημίζεται για την ανεξαρτησία της από την πολιτική, έχοντας συχνά έρθει σε σύγκρουση με Γερμανούς πολιτικούς τις δεκαετίες του 1970 και 1980 για τη χρήση υψηλών επιτοκίων, προκειμένου να αντιμετωπιστεί ο πληθωρισμός.
Όμως, ο κ. Βάιντμαν έχει να αντιμετωπίσει μια πιο ευαίσθητη πρόκληση: να υπερασπιστεί έναν ευρωπαϊκό θεσμό έναντι επικρίσεων από τη Γερμανία, σε μια περίοδο μεγάλης αβεβαιότητας που τροφοδοτείται από την προσφυγική κρίση.
Ορισμένοι Γερμανοί πολιτικοί έχουν επιρρίψει την ευθύνη για την πρόσφατη άνοδο του «Εναλλακτική για τη Γερμανία» (AfD) στη χαλαρή νομισματική πολιτική της ΕΚΤ.
Αν και το AfD έχει επικεντρωθεί στην αντίθεσή του στην πολιτική των «ανοικτών θυρών» της Άνγκελα Μέρκελ για τους πρόσφυγες, ωστόσο είδε τα ποσοστά του να αυξάνονται και λόγω των επικρίσεών του κατά της ΕΚΤ.
Η κ. Μέρκελ, η οποία έχει έρθει σε αντιπαράθεση με τον κ. Ντράγκι, μέχρι τώρα τηρεί δική της στάση σε αυτή την πιο πρόσφατη κλιμάκωση της έντασης. Όμως ο πιο επιθετικός υπουργός Οικονομικών της καγκελαρίου, ο κ. Σόιμπλε, επέρριψε το ήμισυ της ευθύνης για την άνοδο του AfD στον Μάριο Ντράγκι. Τις ανησυχίες του συμμερίζονται σε μεγάλο βαθμό και άλλοι από το μπλοκ CDU/CSU.
Η ΕΚΤ μείωσε όλα τα επιτόκιά της σε ιστορικά χαμηλά τον περασμένο μήνα, με το επιτόκιο καταθέσεων να είναι τώρα στο -0,4%. Σχεδόν καμία τράπεζα στην ευρωζώνη δεν έχει «περάσει» αυτό το επιτόκιο στους ιδιώτες πελάτες της, αν και ορισμένα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα έχουν αρχίσει να επιβάλλουν χρεώσεις στις καταθέσεις των επιχειρήσεων. Η ΕΚΤ αύξησε επίσης κατά 20 δισ. ευρώ, στα 80 δισ., το ποσό των ομολόγων που αγοράζει κάθε μήνα στο πλαίσιο του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσής της.
Η ΕΚΤ προχώρησε σε αυτές τις κινήσεις προκειμένου να αντιπαλέψει κινδύνους που εκτείνονται από την επιβράδυνση στις αναδυόμενες αγορές που οδηγείται από την Κίνα μέχρι τη βουτιά στην τιμή του πετρελαίου. Μιλώντας στο γραφείο του στην έδρα της Bundesbank στη Φρανκφούρτη, λίγα μίλια βορειοδυτικά της ΕΚΤ, ο κ. Βάιντμαν ανέφερε πως το debate ενόψει του βρετανικού δημοψηφίσματος για το αν η χώρα θα φύγει από την ΕΕ, έχει προσθέσει στην «αίσθηση αβεβαιότητας» στους κόλπους του μπλοκ.
Η αβεβαιότητα σχετικά με το μέλλον της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, η οποία αντανακλάται στη διαμάχη για το Brexit και στις δυσκολίες του να βρεθεί μια λύση για την εισροή των προσφύγων, θα μπορούσε να καθυστερήσει τις επιχειρηματικές επενδύσεις τόσο στη Βρετανία όσο και αλλού. «Η αβεβαιότητα προσθέτει επιχειρήματα στην απόφαση παγώματος σχεδίων για αργότερα», ανέφερε ο πρόεδρος της Bundesbank.
Το Brexit θα μπορούσε επίσης να τροφοδοτήσει το τρέχον αίσθημα έναντι περισσότερης ευρωπαϊκής οικονομικής ολοκλήρωσης. «Θα μπορούσε να οδηγήσει περισσότερους ανθρώπους να αγνοήσουν την πολύ δομική πραγματικότητα πως, σε έναν παγκοσμιοποιημένο κόσμο, η απάντηση στις προκλήσεις δεν είναι ο μεγαλύτερος κατακερματισμός», επεσήμανε. «Αυτό δεν σημαίνει πως θα πρέπει να τα κάνουμε όλα κεντρικά. Αλλά σε μια ένωση, πρέπει να αναζητούμε κοινές λύσεις και να διασφαλίζουμε την αρχή της ευθύνης».
Αν και «δεν θα ήταν πολύ έξυπνη κίνηση», τα μέλη που θα παραμείνουν να τιμωρήσουν ένα Ηνωμένο Βασίλειο που θα έχει αποχωρήσει, με το να εγείρουν φραγμούς στο εμπόριο, η έκβαση οποιωνδήποτε διαπραγματεύσεων έπειτα από μια έξοδο θα είναι πολιτική, και άρα πολύ δύσκολο να αξιολογηθεί.
«Όταν παρακολουθείς κάποια από τα debates που λαμβάνουν χώρα αυτές τις μέρες στην Ευρώπη και άλλα μέρη του κόσμου, έχεις την αίσθηση πως, κάκιστα, μια εσωστρεφής προσέγγιση αποτελεί συχνά την απάντηση στις προκλήσεις της παγκοσμιοποίησης», υποστήριξε ο κ. Βάιντμαν.
Σχέδια για περιορισμούς στις πληρωμές σε μετρητά, όπως έθεσε επί τάπητος ο κ. Σόιμπλε, και για κατάργηση του χαρτονομίσματος των 500 ευρώ -μια κίνηση που απολαμβάνει την προτίμηση κάποιων από τους ανώτατους αξιωματούχους της ΕΚΤ- θα μπορούσε να δηλητηριάσει ακόμη περισσότερο το κοινό αίσθημα στη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης. Πολλοί Γερμανοί φοβούνται πως υπάρχει μια κρυφή ατζέντα για συνολική κατάργηση των μετρητών.
«Μέχρι στιγμής, οι ενδείξεις που έχω δει δεν είναι πραγματικά πειστικές πως η χρηματοδότηση της τρομοκρατίας ή παράνομων δραστηριοτήτων μπορεί να αντιμετωπιστεί με τον περιορισμό των πληρωμών σε μετρητά ή με την κατάργηση του χαρτονομίσματος των 500 ευρώ», υπογράμμισε ο κ. Βάιντμαν. «Ακόμη και στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου χαρτονόμισμα μεγαλύτερης αξίας είναι εκείνο των 100 δολαρίων, κάποιοι θα ήθελαν να δουν αυτό το νόμισμα να καταργείται. Επομένως δεν μπορούμε να ξέρουμε πού θα σταματήσει αυτή η διαμάχη».
Ο πρόεδρος της Bundesbank υποβάθμισε τις εντάσεις μεταξύ του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και άλλων παικτών στην ελληνική κρίση, που βρίσκονται σε αντιπαράθεση σχετικά με το αν πρέπει να κουρευτεί το χρέος. Αν και το Βερολίνο αντιτίθεται σε περαιτέρω ελάφρυνση για την Αθήνα, το ΔΝΤ την υποστηρίζει και σκέφτεται να εγκαταλείψει την ομάδα διάσωσης, σε περίπτωση που δεν περάσει το δικό του.
«Το βάρος χρέους είναι μικρότερης σημασίας ζήτημα σε σχέση με το αν η Ελλάδα είναι ικανή να επιτύχει ένα βιώσιμο δημοσιονομικό πλεόνασμα, ή να εφαρμόσει τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που είναι απαραίτητες για την ανάπτυξη», ανέφερε. «Όσο δεν τηρούνται οι όροι, η ελάφρυνση χρέους θα χρησιμοποιείται περιορισμένα: απλά θα βρεθούμε στην ίδια θέση σε περίπου δύο χρόνια».
Ο πρόεδρος της Bundesbank τόνισε πως θα επιθυμούσε το ΔΝΤ να συνεχίσει να συμμετέχει στην αποκατάσταση της ελληνικής οικονομίας. «Ποιος θα μπορούσε να πάρει τη θέση του; Συμπληρώνει τους άλλους θεσμούς που εμπλέκονται και είναι ενδεχομένως λιγότερο επιρρεπές στον πολιτικό συμβιβασμό».
Αν και ο κ. Βάιντμαν αναγνώρισε πως το πακέτο μέτρων που αποκαλύφθηκε τον Μάρτιο από την ΕΚΤ θα έπρεπε να ήταν «λιγότερο επιθετικό» και ότι ο ίδιος παραμένει επικριτής των αγορών ομολόγων μεγάλης κλίμακας από την κεντρική τράπεζα, υπερασπίστηκε τον σχεδιασμό του πακέτου ποσοτικής χαλάρωσης.
«Η νομισματική πολιτική πάντα έχει αναδιανεμητικές συνέπειες. Αλλά αν η αντίληψη είναι πως οι δημοσιονομικοί κίνδυνοι στην ευρωζώνη αναδιανέμονται μέσω των αγορών κυβερνητικών ομολόγων του Ευρωσυστήματος, αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί ως επέκταση της εντολής που έχει η κεντρική τράπεζα», επεσήμανε. «Γι' αυτό τον λόγο το νέο πρόγραμμα αγοράς περιουσιακών στοιχείων είναι λιγότερο προβληματικό σε σχέση με άλλα πριν από αυτό -κάθε εθνική κεντρική τράπεζα στην ευρωζώνη αγοράζει κυβερνητικό χρέος της δικής της χώρας με δική της ευθύνη».
Τα λεγόμενα «λεφτά από το ελικόπτερο» είναι πιο προβληματικά.
«Κάποιοι ακαδημαϊκοί ίσως βρίσκουν αυτό το εργαλείο συναρπαστική πιθανότητα, αλλά δεν θα έπρεπε να αποτελεί μέρος ενός debate για τις πολιτικές. Θα ήταν ένα αρκετά επικίνδυνο εργαλείο», παρατήρησε. «Θα υπήρχαν συνέπειες. Θα άνοιγε μια τρύπα στον ισολογισμό μας. Θα μπορούσε να διαβρώσει την εμπιστοσύνη στον ισολογισμό μας και να υπονομεύσει την αξιοπιστία της κεντρικής τράπεζας».
Πρόσθεσε: «Στο τέλος, αυτό θολώνει εντελώς τις διαχωριστικές γραμμές μεταξύ νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής».
© The Financial Times Limited 2016. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation