Την ώρα που οι κεντρικοί τραπεζίτες ετοιμάζονται να συναντηθούν στην Ουάσιγκτον, ενισχύονται οι εκκλήσεις για να αναλάβουν οι κυβερνήσεις πιο ενεργό ρόλο με δημοσιονομικές πολιτικές ή μεταρρυθμίσεις.
Σε λιγότερο από δύο χρόνια, τα αρνητικά επιτόκια έχουν μετατραπεί από ένα αντικείμενο θεωρητικής συζήτησης σε μια πραγματικότητα για περίπου το ένα τέταρτο της παγκόσμιας οικονομίας.
Αλλά καθώς οι κεντρικοί τραπεζίτες καταφθάνουν στην Ουάσιγκτον υπό συνθήκες αναιμικής ανάπτυξης, υπάρχει ευρεία συναίνεση ότι αυτό που μέχρι πρόσφατα ήταν μια εξαιρετικά αντισυμβατική πολιτική είχε τελικά κάποια επιτυχία, αλλά έχει φτάσει ήδη στα όρια της.
Την Κυριακή ένας από τους υψηλόβαθμους αξιωματούχους του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου υποστήριξε σε μπλογκ ότι ενώ τα αρνητικά επιτόκια έχουν αποδειχθεί χρήσιμα, «υπάρχουν όρια για το πόσο μακριά και για πόσο καιρό μπορούν να συνεχιστούν οι πολιτικές των αρνητικών επιτοκίων».
Η ιδέα ήταν πως η περικοπή των επιτοκίων κάτω από το μηδέν θα ενθάρρυνε τις τράπεζες να δανείζουν περισσότερο και να προσφέρουν μεγαλύτερη τόνωση στις στάσιμες οικονομίες.
Η ανάγκη αυτή υπάρχει ακόμα. Το ΔΝΤ αναμένεται να υποβαθμίσει ακόμα χαμηλότερα τις προβλέψεις για την παγκόσμια ανάπτυξη αυτή την εβδομάδα, καθώς ο συνδυασμός επιβράδυνσης στην Κίνα, η αποτυχία του φθηνού πετρελαίου να δώσει ώθηση στην ανάπτυξη και η επιβράδυνση της ανάπτυξης της παραγωγικότητας έχουν επιδεινώσει τις προοπτικές για τις ανεπτυγμένες και αναπτυσσόμενες οικονομίες.
Ωστόσο, με την κριτική για τα αρνητικά επιτόκια να αυξάνεται, οι κεντρικοί τραπεζίτες πιέζουν πιο πολύ από ποτέ τις κυβερνήσεις να αναλάβουν κάποιο από το βάρος και είτε να εισάγουν πιο παρεμβατικές δημοσιονομικές πολιτικές, είτε να ξεκινήσουν διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις.
Οι γραμμές της μάχης έχουν χαραχθεί για τις συνεδριάσεις αυτής της εβδομάδας στην Ουάσιγκτον, με τους επικριτές της πολιτικής να εκφράζουν όλο και πιο ανοιχτά τις απόψεις τους.
Οι τράπεζες
Η μεγάλη ανησυχία είναι ότι τα αρνητικά επιτόκια θα καταστρέψουν την κερδοφορία των τραπεζών και αν μεταφερθούν στα επιτόκια καταθέσεων, θα αναγκάσουν τους καταναλωτές να μαζεύουν τα χρήματα στο σπίτι τους.
Οι περισσότεροι τραπεζίτες δεν έχουν ταχθεί ακόμα υπέρ της επιλογής να χρεωθούν οι αποταμιευτές για τις καταθέσεις τους και μιλούν δημόσια για άλλους δρόμους που μπορούν να ακολουθήσουν, ώστε να αποτρέψουν μια πολύ σοβαρή απειλή στα κέρδη τους. «Δεν νομίζω πως θα δείτε ποτέ μια ανακοίνωση για χρεώσεις σε καταθέσεις», ανέφερε υψηλόβαθμο τραπεζικό στέλεχος.
Το πλήγμα στους αποταμιευτές
Ο Larry Fink της BlackRock ήταν ο τελευταίος που προειδοποίησε τη Δευτέρα ότι τα χαμηλά επιτόκια εμποδίζουν τους αποταμιευτές να πάρουν τις αποδόσεις που χρειάζονται, αναγκάζοντας δυνητικά τους καταναλωτές να αποταμιεύσουν περισσότερο, αντί να ξοδέψουν για να αναθερμάνουν την οικονομία.
Ενας μεγάλος αριθμός Γερμανών πολιτικών, με πρώτο από όλους τον υπουργό Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, έχουν κατηγορήσει την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ότι στερεί τους πολίτες από ένα μέρος των συντάξεών τους.
Οι δυσκολίες εξόδου
Μετά το ξέσπασμα της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, η κεντρική τράπεζα της Δανίας ήταν η πρώτη που εισήγαγε αρνητικά επιτόκια το 2012, για να υπερασπιστεί τη σύνδεση της ισοτιμίας της κορώνας με το ευρώ. Τον Ιανουάριο άρχισε την προσπάθεια αύξησης του επιτοκίου καταθέσεων από το ιστορικό χαμηλό του -0,75%.
Αλλά η πολιτική χαλάρωσης της ΕΚΤ έχει περιορίσει τη δυνατότητα της κεντρικής τράπεζας της Δανίας να φέρει τα επιτόκια και πάλι πάνω από το μηδέν, υπό τον φόβο μεγάλων εισροών κεφαλαίων.
Ενα παίγνιο μηδενικού αθροίσματος
Ενώ όλοι μπορούν να κόψουν επιτόκια, δεν μπορούν όλα τα νομίσματα να υποτιμηθούν. Ο διοικητής της Τράπεζας της Αγγλίας Μαρκ Κάρνεϊ έχει διατυπώσει πολλές φορές την πεποίθησή του πως αν προστατευτούν οι καταναλωτές λιανικής, τότε τα αρνητικά επιτόκια έχουν σαν βασικό στόχο τις συναλλαγματικές ισοτιμίες.
Ο κ. Κάρνεϊ υποστηρίζει πως αν και αυτό μπορεί να είναι μια ελκυστική επιλογή για μεμονωμένες χώρες για να τονώσουν την οικονομική τους δραστηριότητα, αν υιοθετηθεί από όλες μαζί θα είναι ένα «παίγνιο μηδενικού αθροίσματος» και ουσιαστικά θα εξάγει την αδυναμία ζήτησης αλλού.
Οι υποστηρικτές συνεχίζουν να βλέπουν οφέλη
Η ΕΚΤ πιστεύει πως ο συνδυασμός αρνητικών επιτοκίων και του προγράμματος αγοράς στοιχείων ενεργητικού έχει βοηθήσει να πέσουν τα επιτόκια δανεισμού για τους καταναλωτές και τις επιχειρήσεις σε όλη την ευρωζώνη.
Ήταν η πρώτη μεγάλη κεντρική τράπεζα που πειραματίστηκε με τα αρνητικά επιτόκια το καλοκαίρι του 2014, όταν ξεκίνησε να χρεώνει τις τράπεζες 0,1% τον χρόνο για τις καταθέσεις που «παρκάρανε» στη Φρανκφούρτη. Από τότε έχει κόψει τα επιτόκια τρεις ακόμα φορές, την τελευταία τον περασμένο μήνα, και το επιτόκιο καταθέσεων βρίσκεται στο -0,4%.
Οι κεντρικοί τραπεζίτες της ευρωζώνης επιμένουν ότι μπορούν να κόψουν και πάλι τα επιτόκια, αν επιδεινωθεί η οικονομία της περιοχής. Οι αξιωματούχοι της έχουν απαντήσει στις διαμαρτυρίες των τραπεζικών στελεχών, λέγοντας πως οι τράπεζες στην ευρωζώνη πρέπει να ξανασκεφτούν το επιχειρηματικό τους μοντέλο και να σταματήσουν να χρησιμοποιούν την κεντρική τράπεζα σαν αποδιοπομπαίο τράγο.
Η Τράπεζα της Ιαπωνίας είναι επίσης πεπεισμένη ότι η κίνηση του Ιανουαρίου να μειώσει το επιτόκιο στο -0,1% αποδίδει καρπούς, παρά το γεγονός ότι οι πρώτοι μήνες είναι δύσκολοι.
Η μεγαλύτερη επιτυχία της ήταν να πιέσει ακόμα χαμηλότερα την ήδη χαμηλή καμπύλη κλίσης των αποδόσεων, με τις αποδόσεις για τίτλους διάρκειας ως και 10 ετών να γυρίζουν σε αρνητικό έδαφος. Με την πάροδο του χρόνου, αυτό θα μεταδοθεί στην υπόλοιπη οικονομία.
«Τα αποτελέσματα της πολιτικής φαίνονται στην πτώση των επιτοκίων δανεισμού και των στεγαστικών», δήλωσε πρόσφατα ο διοικητής της BoJ, Χαρουχίκο Κουρόντα. «Θα μεταδοθούν στην πραγματική οικονομία και ο κόσμος θα δει με θετικό μάτι την πολιτική».
Στη Σουηδία η Riksbank προειδοποίησε ότι μπορεί να μειώσει τα επιτόκια σε ακόμα πιο αρνητικό έδαφος, καθώς αγωνίζεται να βελτιώσει τις προοπτικές για τον πληθωρισμό παρά τον σκεπτικισμό για τον αντίκτυπο που θα έχει, δεδομένου ότι τα επιτόκια είναι στο -0,5%, και στο ότι η οικονομία ανθεί.
Υποτίμηση νομισμάτων
Ένα φθηνότερο νόμισμα παραμένει ένα σημαντικό εργαλείο για τις κεντρικές τράπεζες για την αναθέρμανση της εγχώριας ζήτησης. Η υποτίμηση της αξίας του νομίσματος οδηγεί υψηλότερα τον πληθωρισμό, ανεβάζοντας το κόστος των εισαγωγών.
Αν και αρχικά το ευρώ αποδυναμώθηκε, οι πρόσφατες κινήσεις είχαν μικρό αντίκτυπο, γιατί η Fed διαμήνυσε πως θα επιβραδύνει τον ρυθμό αύξησης των επιτοκίων.
Το γεν άγγιξε επίσης νέα υψηλά την περασμένη εβδομάδα, διακινδυνεύοντας να υπονομεύσει τη βοήθεια που έχουν προσφέρει τα Αμπενόμικς στις εξαγωγές και στα εταιρικά κέρδη.
Αλλά η BoJ πιστεύει πως οι βασικοί λόγοι για την άνοδο του γεν βρίσκονται αλλού -συγκεκριμένα στην επιβράδυνση της Κίνας– και ότι απλά υπογραμμίζει τη σοφία της πολιτικής της χαλάρωσης.
© The Financial Times Limited 2016. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation