Οι κεντρικές τράπεζες αντιμέτωπες με «τεστ αξιοπιστίας»

Οι κινήσεις που έγιναν τα τελευταία χρόνια δεν κατάφεραν να γιατρέψουν τις μεγάλες πληγές της παγκόσμιας οικονομίας. Δύσβατο το μονοπάτι που οδηγεί στην έξοδο από τις αντισυμβατικές πολιτικές που υιοθετήθηκαν.

  • του John Plender
Οι κεντρικές τράπεζες αντιμέτωπες με «τεστ αξιοπιστίας»

Ποια είναι τα όρια στην εξουσία των κεντρικών τραπεζών; Αυτό είναι αναμφίβολα το πιο σημαντικό ερώτημα στην παγκόσμια οικονομία αυτή τη στιγμή. Από το 2009, οι επενδυτές έχουν ποντάρει τα πάντα στην ιδέα της δύναμης των κεντρικών τραπεζών. Την περασμένη εβδομάδα οι αμφιβολίες εδραιώθηκαν για τα καλά, συνδράμοντας κατά πολύ την αναταραχή στην αγορά. Το απίστευτο είναι πως ο σκεπτικισμός δεν εμφανίστηκε νωρίτερα, δεδομένου ενός κατηγορητηρίου που δείχνει να είναι μια πρόκληση, το λιγότερο.

Αρχής γενομένης με τη Fed το 2008, οι κορυφαίες κεντρικές τράπεζες ανταποκρίθηκαν στη χρηματοπιστωτική κρίση μειώνοντας τα βασικά επιτόκια σχεδόν στο μηδέν ενώ ξεκινούσαν μια τρομερή διόγκωση των ισολογισμών τους. Και πάλι, έχουν σταθεί εντυπωσιακά ανεπιτυχείς στο να παράγουν πληθωρισμό. Η συμβατική ετυμηγορία για την ποσοτική χαλάρωση είναι πως ήταν επιτυχής στο να αποτρέψει την πολύ χειρότερη ύφεση που θα λάμβανε χώρα σε άλλη περίπτωση, αλλά έγινε λιγότερο αποτελεσματική με την πάροδο του χρόνου.

Η ανοδική πίεση στις τιμές των περιουσιακών στοιχείων είχε καλύτερα αποτελέσματα στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου ο αντίκτυπος στην αγορά κατοικιών βοήθησε την πυροδότηση μιας ισχυρότερης ανάκαμψης σε σχέση με την Ευρώπη και την Ιαπωνία. Αλλά ακόμη και στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι μη συμβατικές πρακτικές της κεντρικής τράπεζας απέτυχαν να πείσουν τις επιχειρήσεις να επενδύσουν σε κάτι πέραν των επαναγορών μετοχών. Η αποταμίευση μετρητών από τις εταιρίες παραμένει σημαντικός παράγοντας στην παγκόσμια τάση για αποταμίευση, η οποία εξακολουθεί να αποσταθεροποιεί την παγκόσμια οικονομία.

Οι χώρες που έχουν υιοθετήσει πολιτική αρνητικών επιτοκίων –το πιο πρόσφατο μη συμβατικό καλαμπούρι στο οπλοστάσιο της κεντρικής τράπεζας- έχουν να επιδείξουν ελάχιστα αποτελέσματα. Όσο για την κίνηση της Τράπεζας της Ιαπωνίας προς αρνητικά επιτόκια την περασμένη εβδομάδα, η αγορά συναλλάγματος εξουδετέρωσε αμέσως οποιαδήποτε πιθανότητα ανάπτυξης καθώς το γεν ανέβαινε, συσφίγγοντας ως εκ τούτου τις οικονομικές συνθήκες στην Ιαπωνία. Τη Δευτέρα, με αντίστοιχα αυθαίρετο τρόπο, τις χαλάρωσε πάλι.

Και μετά έχουμε και τις απρόβλεπτες συνέπειες. Η βουτιά στις μετοχές των τραπεζών την περασμένη εβδομάδα αντανακλούσε, μεταξύ άλλων, την ανησυχία πως οι τράπεζες δεν μπορούν να περάσουν τα αρνητικά επιτόκια στους καταθέτες, διότι εκείνοι απλά θα μετέτρεπαν τις καταθέσεις τους σε μετρητά.

Άρα δεν υπάρχει καμία διαφυγή, σε έναν κόσμο αρνητικών επιτοκίων, στην πίεση των τραπεζικών κερδών.

Η μοναδική σαφής, αποδοτική νίκη για τους κεντρικούς τραπεζίτες ήταν η δέσμευση του Μάριο Ντράγκι, του προέδρου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, το 2012, να κάνει «ό,τι χρειαστεί» για να διασφαλίσει την ευρωζώνη. Σταθεροποίησε το σύστημα. Και όμως, οι ηγέτες της ΕΚΤ διχάζονται όλο και περισσότερο από διαφωνίες και τα λόγια του κ. Ντράγκι δεν επηρεάζουν πλέον τις αγορές με τον ίδιο μαγικό τρόπο. Ούτε σέβονται ιδιαίτερα οι αγορές την πρόεδρο της Fed, Τζάνετ Γέλεν, με πολλούς επενδυτές να επικρίνουν την αύξηση του επιτοκίου το Δεκέμβριο ως απόδειξη πως οι κεντρικοί τραπεζίτες δεν κατανοούν τη λειτουργία της πραγματικής οικονομίας.

Τίποτα από αυτά δεν υπαινίσσεται απαραίτητα πως η πολιτική που ασκείται είναι ανίκανη. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, η Fed μπορεί να αλλάξει γνώμη για περαιτέρω αυξήσεις φέτος –αν και θα ήταν αδύνατο να αντιστρέψει την κακή απόφαση της αύξησης του Δεκεμβρίου χωρίς να πλήξει ανεπανόρθωτα οτιδήποτε έχει μείνει από την αξιοπιστία της.

Στη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου, την Κίνα, η οποία επίσης ανησυχεί τις αγορές από τον Ιανουάριο, το χρηματοπιστωτικό σύστημα είναι ένα χάλι. Αλλά οι αρχές εξακολουθούν να έχουν τη δημοσιονομική ικανότητα να σταθεροποιήσουν τις τράπεζες. Και η ρητορική των κεντρικών τραπεζιτών μπορεί ακόμη να επηρεάσει τις αγορές συναλλάγματος, δείτε την αύξηση στο γουάν αυτή την εβδομάδα μετά τα καθησυχαστικά σχόλια για την συναλλαγματική πολιτική του Zhou Xiaochuan, διοικητή της Λαϊκής Τράπεζας της Κίνας.

Πιο ενοχλητική είναι η ευρωζώνη όπου οι ρυθμιστικές «αμαρτίες» έχουν αναζωπυρώσει τις ανησυχίες σχετικά με τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα: χαλαρά stress tests και μια προσέγγιση σε ρυθμό slow motion στην επαναφορά του τραπεζικού συστήματος σε φόρμα. Στην Ιαπωνία, στο μεταξύ, η αποπληθωριστική νοοτροπία είναι τόσο βαθιά εδραιωμένη που μια πολιτική βασισμένη σε όλο και περισσότερο από την ίδια νομισματική «θεραπεία» φαίνεται καταδικασμένη να καταφέρνει όλο και λιγότερα.

Το ατυχές σχετικά με τη φθίνουσα αξιοπιστία των κεντρικών τραπεζών είναι πως η εμπιστοσύνη κρατά το κλειδί της περαιτέρω πορείας μας. Η κατάρρευση της τιμής του πετρελαίου έχει προσφέρει εξαιρετικά απροσδόκητα κέρδη στους τομείς των νοικοκυριών και των εταιριών –πέραν των εταιριών ενέργειας- του ανεπτυγμένου κόσμου. Επιτακτική ανάγκη αποτελεί να πειστούν οι καταναλωτές και οι επιχειρήσεις να ξοδέψουν αυτά τα κέρδη. Όταν οι αγορές ολοφάνερα χάνουν την εμπιστοσύνη τους στους κεντρικούς τραπεζίτες, μια τέτοια δαπάνη είναι ακόμη πιο απίθανο να πραγματοποιηθεί.

Η πτώση στις αγορές είναι, μεταξύ άλλων, μια καθυστερημένη αναγνώριση αυτού που θα έπρεπε να είναι προφανές –δηλαδή, του γεγονότος πως η υποχώρηση από μη συμβατικά μέτρα θα ήταν εξαιρετικά δύσκολη. Το πιο δύσκολο από όλα είναι η διαχείριση μιας ομαλής πτώσης στην τιμή των περιουσιακών στοιχείων που πρώτα πιέστηκαν προς τα πάνω από τις κορυφαίες κεντρικές τράπεζες του κόσμου.

© The Financial Times Limited 2016. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v