Γιατί το σχέδιο ειρήνευσης στη Συρία μοιάζει με... ελβετικό τυρί

Τα αδύνατα σημεία της στρατηγικής Ομπάμα στη Συρία και πώς μεγιστοποιούνται από το κενό εξουσίας στις τάξεις των σουνιτών. Τι επιδιώκουν οι Ρώσοι και πώς κινούνται Τούρκοι και Σαουδάραβες. Ποια είναι η συνταγή για βιώσιμη λύση.

  • του David Gardner
Γιατί το σχέδιο ειρήνευσης στη Συρία μοιάζει με... ελβετικό τυρί

Υπάρχει ένα μεγάλο σουνιτικό «κενό» στην καρδιά των διεθνών προσπαθειών εύρεσης ενός τρόπου για τον τερματισμό του εμφύλιου πολέμου της Συρίας και μεταστροφής της ροής των γεγονότων κατά των σουνιτών τζιχαντιστών του Ισλαμικού Κράτους και των απειλητικών βάσεων που έστησαν σε Συρία και Ιράκ. Από το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών στη Νέα Υόρκη μέχρι το συριακό φόρουμ που συγκαλείται από τις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Ρωσία στη Βιέννη, η αρχιτεκτονική που παλεύουν οι διπλωμάτες να οικοδομήσουν φαίνεται τόσο διάτρητη όσο και ένα ελβετικό τυρί.

Τον περασμένο μήνα, μετά την επίθεση του Ισλαμικού Κράτους στο Παρίσι, αλλά και έπειτα από πέντε χρόνια συρράξεων που έχουν ισοπεδώσει μεγάλα τμήματα της Συρίας, το Συμβούλιο Ασφαλείας εξέδωσε ομόφωνη έκκληση σε ένοπλη δράση κατά του ISIS. Με τη Γαλλία σε κατάσταση πολέμου, τις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Ρωσία να βάζουν φαινομενικά στην άκρη τις διαφορές τους από την Ουκρανία μέχρι τη Μέση Ανατολή, ακόμη και τη Βρετανία να επεκτείνει τον μετριοπαθή ρόλο της στον αγώνα κατά του Ισλαμικού Κράτους στο Ιράκ ως τη Συρία, φαίνεται λες και οι κύριοι εξωτερικοί παίκτες αρχίζουν να ενώνουν τις δυνάμεις τους. Η διπλωματική διάσκεψη της Βιέννης, με την παρουσία του Ιράν που διατήρησε ζωντανό το καθεστώς του Μπασάρ αλ Άσαντ μέχρι να φτάσουν οι ρωσικές ενισχύσεις στη Συρία τον Σεπτέμβριο, οδήγησε σε ομόφωνη συμφωνία επάνω σε μια διαδικασία μετάβασης, με στόχο να τελειώσει η συριακή κρίση. Υπάρχει καθόλου ουσία σε όλα αυτά;

Οι ΗΠΑ και Ρωσία, οι δύο κύριες δυνάμεις που εμπλέκονται στο ζήτημα της Συρίας, παραμένουν σε αντίθετες πλευρές. Ο πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα ηγείται ενός συνασπισμού κατά του Ισλαμικού Κράτους, ο οποίος υποστηρίζεται -τουλάχιστον στη θεωρία- από τα σουνιτικά αραβικά κράτη και την Τουρκία. Ο πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν έχει τοποθετήσει τον εαυτό του στην κεφαλή του σιιτικού άξονα που στηρίζεται από το Ιράν και του οποίου κύριος στόχος είναι να σταθεροποιήσει το καθεστώς του Άσαντ, που κινδύνευσε να ανατραπεί από τους επικρατούντες αντάρτες κατά την περίοδο του καλοκαιριού. Ωστόσο, έχουν και οι δύο εγκλωβιστεί σε μια δυναμική που συνωμοτεί για να εξαλείψει οποιαδήποτε κεντρώα προσέγγιση -διευρύνοντας το ήδη αυξανόμενο σουνιτικό κενό.

Ο κ. Πούτιν, ο οποίος υποστηρίζει πως η Ρωσία ηγείται πλέον του αγώνα κατά του Ισλαμικού Κράτους που ο κ. Ομπάμα έχει διεξάγει άτσαλα, έχει συγκεντρώσει το μεγαλύτερο μέρος των πυρών του σε σουνίτες αντάρτες που δεν ανήκουν στο ISIS και στηρίζονται με πολλούς τρόπους από τις Ηνωμένες Πολιτείες, τη Σαουδική Αραβία, την Τουρκία και το Κατάρ.

Αυτό διαλύει την εναλλακτική απέναντι στο Ισλαμικό Κράτους, την οποία η Ρωσία και οι ΗΠΑ υποτίθεται πως προσπαθούν να αναγνωρίσουν. Με το να ενισχύει ένα καθεστώς μειοψηφίας που έχει οικοδομηθεί γύρω από την κοινότητα των φίλα προσκείμενων προς τους σιίτες Αλεβιτών του κ. Άσαντ, η Μόσχα δίνει οξυγόνο στη δογματική φωτιά που κατατρώγει και διχοτομεί την Εγγύς Ανατολή.

Ο κ. Ομπάμα κληρονόμησε τα συντρίμμια από την εισβολή του προέδρου Τζόρτζ Μπους στο Ιράκ το 2003, η οποία αντικατέστησε μια σουνιτική τυραννία με τους εξοντωτικά δογματικούς σιίτες ηγέτες και κατακερμάτισε το Ιράκ -προσφέροντας στη θανατηφόρα αίρεση του Ισλαμικού Κράτους την πρώτη της πνοή.

Και πάλι, το μείγμα απερισκεψίας και ανημποριάς του Μπους στο Ιράκ έρχεται ξανά στην επιφάνεια, με τη θανάσιμη αναποφασιστικότητα του κ. Ομπάμα στο θέμα της Συρίας. Όσοι τον υπερασπίζονται επισημαίνουν πως είχε δίκιο που έμεινε μακριά από μια δισεπίλυτη μεταλλασσόμενη διαμάχη. Όμως δεν έκανε αυτό. Έκανε έκκληση για την πτώση του Άσαντ, αλλά μετά έκανε πίσω στο να προσφέρει στους κυρίως σουνίτες αντάρτες τα μέσα για να την πετύχουν -προσθέτοντας στην αίσθηση της εκδίωξης της ιρακινής σουνιτικής μειοψηφίας το αίσθημα προδοσίας στη σουνιτική πλειοψηφία της Συρίας.

Η τοποθέτηση του συνασπισμού του οποίου ηγούνται οι Ηνωμένες Πολιτείες κατά του Ισλαμικού Κράτους, ουσιαστικά βασίζεται στους Ιρακινούς Κούρδους Πεσμεργκά και στη συριακή κουρδική πολιτοφυλακή, αποτελεσματικές δυνάμεις που κατά τα άλλα θα πολεμήσουν μόνο για τα δικά τους εδάφη. Η απόπειρα του Πενταγώνου να παρουσιάσει τους Κούρδους μαχητές της Συρίας ως συριακό αραβικό συνασπισμό -με την προσθήκη των μαχητών σουνιτικών φυλών και την πολιτοφυλακή των Ασσυρίων χριστιανών- απλά υπερτονίζει το σουνιτικό αραβικό ρήγμα.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους έχουν δίκιο στο ότι, αν οι δυνάμεις του Άσαντ παραμείνουν στη θέση τους, η πιθανότητα στρατολόγησης των κυρίαρχων σουνιτών κατά του Ισλαμικού Κράτους είναι μικρή. Αλλά, έτσι όπως έχουν τα πράγματα, η Ρωσία και το Ιράν δεν έχουν άδικο όταν λένε πως δεν υπάρχει ακόμη κάποια ευλογοφανής εναλλακτική για να γεμίσει ένα νέο κενό, αν εξαφανιστεί η πλευρά του Άσαντ. Η Συρία του Μπάαθ οικοδομήθηκε ως ένα κράτος ασφάλειας που είναι σχεδόν αδύνατο να απελευθερωθεί από τη φατρία του Άσαντ, με τους Αλεβίτες ως πραιτοριανή φρουρά του.

Η έλλειψη μιας κυρίαρχης σουνιτικής ηγεσίας αποτελεί μάστιγα για ολόκληρη την περιοχή, η οποία προσφέρει αντ' αυτού μια πληθώρα σουνιτικών δυνάμεων. Το Ισλαμικό Κράτος, ένα υβρίδιο της Αλ Κάιντα του Ιράκ και αξιωματικών Μπάαθ από τον στρατό του Σαντάμ Χουσεΐν που διαλύθηκε από τις ΗΠΑ μετά το 2003, είναι εμφανώς η πιο μολυσματική. Αλλά οι μεγάλες σουνιτικές δυνάμεις -η Σαουδική Αραβία, η Τουρκία και η Αίγυπτος- είναι εξασθενημένες γεύσεις του ίδιου του δηλητηρίου του οποίου ισχυρίζονται πως είναι το αντίδοτο.

Η Σαουδική Αραβία, ο κύριος σουνιτικός αραβικός σύμμαχος της Ουάσινγκτον, έχει τονίσει τόσο στις ΗΠΑ όσο και στη Ρωσία πως βασική της ανησυχία αποτελεί η προέλαση της σιιτικής ιρανικής επιρροής σε όλο τον αραβικό κόσμο. Η δογματική ουαχαμπιτική πίεση του σουνιτικού Ισλάμ ανταγωνίζεται το Ισλαμικό Κράτος στο ποιος σφυροκοπά πιο αποτελεσματικά τους σιίτες. Η Τουρκία, υπό την όλο και πιο αυταρχική προεδρία του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, έχει δει την προσδοκία πως θα ηγηθεί μιας νεοοθωμανικής σουνιτικής αναβίωσης να «προσγειώνεται» σε έναν ανανεωμένο πόλεμο με την κουρδική μειονότητά της. Καμία από τις δύο δυνάμεις δεν μετατοπίζει τη μάχη έναντι του Ισλαμικού Κράτους.

Η Αίγυπτος, μετά το πραξικόπημα του 2013 ενάντια σε μια εκλεγμένη ισλαμιστική κυβέρνηση, έχει επιστρέψει προς ένα αστυνομικό κράτος. Η υπόθεσή της πως είναι η ισχυρή πνευματική δύναμη του αραβικού κόσμου πρέπει να μετρηθεί έναντι του γεγονότος πως το πανεπιστήμιο Αλ Αζάρ, το εδώ και χίλια χρόνια κέντρο εκμάθησης των σουνιτών, μόλις φέτος αφαίρεσε από τη διδακτέα ύλη τις πρώιμες ισλαμικές διδαχές σχετικά με τη δουλεία, τους οφειλόμενους φόρους από τους μη μουσουλμάνους, την αποστασία και το τζιχάντ, τα εφόδια του Ισλαμικού Κράτους.

Η Μέση Ανατολή χρειάζεται απελπισμένα μια εναλλακτική που θα λαμβάνει υπόψη της τα δικαιώματα των μειονοτήτων, καθώς και του ατόμου. Μόνο αυτό θα αποτελέσει πρόκληση έναντι της υπόθεσης του σιιτικού Ιράν και της αναγνώρισης του Ισλαμικού Κράτους ως χιλιετούς σουνιτικής υπεροχής -και θα αρχίσει να επανασυναρμολογεί μια διαλυμένη περιοχή σε ενός είδους υποφερτό σχηματισμό.

© The Financial Times Limited 2015. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v