Το κύμα προστίμων και αγωγών που έχει σαρώσει τη χρηματοπιστωτική βιομηχανία από την κρίση του 2007/2008 έχει κοστίσει 260 δισ. δολάρια στις μεγάλες τράπεζες, σύμφωνα με νέα μελέτη της Morgan Stanley.
Η ανάλυση, που καλύπτει τις πέντε μεγαλύτερες τράπεζες των ΗΠΑ και τις 20 μεγαλύτερες τράπεζες της Ευρώπης, προβλέπει πως τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα θα επωμιστούν επιπλέον νομικά κόστη ύψους 60 δισ. δολαρίων τα επόμενα δύο χρόνια.
Το μεγαλύτερο μέρος των προστίμων, μέχρι τώρα, έχουν επωμιστεί οι Bank of America, Morgan Stanley, JPMorgan, Citi και Goldman Sachs, καθώς συνολικά έχουν πληρώσει 137 δισ. δολάρια, ενώ τα επόμενα δύο χρόνια τούς «περιμένουν» άλλα 15 δισ. δολάρια, σύμφωνα με τη Morgan Stanley. Οι κορυφαίες 20 ευρωπαϊκές τράπεζες έχουν πληρώσει περίπου 125 δισ. δολάρια και τους «περιμένουν» άλλα 50 δισ. δολάρια, «αν και με μεγάλες διαφοροποιήσεις», σύμφωνα με την ανάλυση.
«Στις ΗΠΑ... υπάρχουν περισσότερα προηγούμενα διακανονισμών και έτσι καθώς περισσότερες τράπεζες έχουν προχωρήσει σε διακανονισμούς, η ικανότητα της αγοράς να 'μαντέψει' τα ποσά για τις άλλες τράπεζες έχει βελτιωθεί», σύμφωνα με τον διευθυντή της Morgan Stanley, Huw van Steenis.
Σύμφωνα με τον Van Steenis, τα πρόστιμα, που καλύπτουν τα πάντα, από τη χειραγώγηση ξένου συναλλάγματος μέχρι τα στεγαστικά δάνεια και τη λανθασμένη πώληση ασφάλειας για την προστασία πληρωμών στη Βρετανία, έχουν μια πρωτοφανή επίπτωση στις τράπεζες.
«Τα νομικά κόστη όχι μόνο "τρώνε" το μετοχικό κεφάλαιό σου αλλά έχουν μια πολύ πιο μακροχρόνια επίπτωση στο ύψος του κεφαλαίου που πρέπει να κατέχεις», σημειώνει.
Τα στοιχεία περιλαμβάνουν τα πρόστιμα και τις ποινές που έχουν ήδη πληρώσει οι τράπεζες, συν τις προβλέψεις που είχαν γίνει μέχρι τις 30 Ιουνίου για θέματα που οι τραπεζικοί όμιλοι «βλέπουν να έρχονται», όπως για παράδειγμα τα πρόστιμα για τα αμερικανικά δάνεια που περιμένουν να πληρώσουν οι ευρωπαϊκές τράπεζες.
Η ανάλυση χαρτογραφεί επίσης το τι έχουν κάνει οι τράπεζες για να μειώσουν τον κίνδυνο μελλοντικών νομικών προσφυγών, συμπεραίνει όμως πως «η έλλειψη δημοσιοποίησης σημαίνει πως μας ήταν δύσκολο να πούμε οριστικά ποιες εταιρείες έχουν αναπτύξει γενικά τις καλύτερες πρακτικές».
Η Bank of America ξοδεύει 15 δισ. δολάρια τον χρόνο για συμμόρφωση, σύμφωνα με τη Morgan Stanley, ενώ η JPMorgan ξοδεύει 8 ή 9 δισ. δολάρια. Σύμφωνα με τον κ. Van Steenis και τους συνεργάτες του, «δυσκολεύτηκαν να αποκτήσουν συνεκτικά δεδομένα» για τα επιπλέον κόστη συμμόρφωσης στην Ευρώπη.
Η επίπτωση δεν είναι μόνο χρηματοοικονομική. «Πολύς διαχειριστικός χρόνος και χρήματα IT έχουν επικεντρωθεί στη διόρθωση κακών συμπεριφορών, αντί για να καθοριστεί η θέση της τράπεζας για το μέλλον», σύμφωνα με τον Van Steenis.
«Η ικανότητα των τραπεζών να ανταποκρίνονται στη νέα τεχνολογία και γενικότερα στις νέες προκλήσεις έχει επιβραδυνθεί».
«Στην Ευρώπη, εξακολουθεί να υπάρχει νευρικότητα για κάποιους διακανονισμούς για θέματα στεγαστικών δανείων, διότι καμία ευρωπαϊκή τράπεζα δεν έχει προχωρήσει ακόμα σε διακανονισμό με το Υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ», αναφέρει.
Μέχρι στιγμής, τα ζητήματα στεγαστικών δανείων των ΗΠΑ αντιπροσώπευαν νομικά κόστη ύψους 110 δισ. δολαρίων, 43 δισ. τα κόστη για τις υποθέσεις λανθασμένης πώλησης ασφαλειών για την προστασία πληρωμών, 15 δισ. δολάρια για τη χειραγώγηση ξένου συναλλάγματος, 15 δισ. δολάρια για ξέπλυμα χρήματος και 10 δισ. δολάρια για το σκάνδαλο Libor/Euribor. Άλλα μελλοντικά κόστη περιλαμβάνουν αγωγές για χειραγώγηση ξένου συναλλάγματος που σύμφωνα με νομικούς μπορεί να κοστίσουν δεκάδες δισεκατομμύρια.
Η Bank of America έχει επωμιστεί το μεγαλύτερο νομικό κόστος, που μέχρι στιγμής ανέρχεται στα 65,6 δισ. δολάρια, και ακολουθούν οι JPMorgan με 42,4 δισ. δολάρια και η Lloyds με 26,6 δισ. στερλίνες.
Οι ενέργειες που έχουν αναλάβει οι τράπεζες για να αποτρέψουν μελλοντικά νομικά ζητήματα περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων την αλλαγή των πολιτικών αποζημιώσεων μέχρι και τη μεγαλύτερη επικέντρωση σε «μη χρηματοοικονομικές μετρικές», την προσθήκη προσωπικού που ασχολείται με ζητήματα συμμόρφωσης, την αναβάθμιση των chief risk officers σε μέλη των διοικητικών συμβουλίων καθώς και τη χρήση «ρομποτικής επιτήρησης» στα trading rooms.
Οι αμερικανικές τράπεζες υπήρξαν πιο «ανοικτές» απ' ό,τι οι ευρωπαϊκές σε ό,τι αφορά τις αλλαγές που έχουν κάνει. Σε παράρτημα της ανάλυσης φαίνεται πως οι Barclays, Lloyds και RBS δεν απάντησαν σε τέσσερις από τις επτά ερωτήσεις που είχε θέσει η Morgan Stanley.
«Αυτό που δείχνει η ανάλυσή μας είναι ότι δεν υπάρχει και πολλή δημοσιοποίηση», σχολίασε ο Van Steenis. «Υπήρξαν σημεία στα οποία αρκετοί δυσκολεύτηκαν να δημοσιοποιήσουν στοιχεία».
© The Financial Times Limited 2015. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation