Smaghi: Το ελληνικό χρέος είναι βιώσιμο

Ο πρώην αξιωματούχος της ΕΚΤ υποστηρίζει πως το αίτημα για διαγραφή του ελληνικού χρέους δεν δικαιολογείται καθώς... είναι βιώσιμο. Γιατί η Ελλάδα είναι σε καλύτερη θέση από άλλες χώρες. Οι συγκρίσεις με τον ευρωπαϊκό Νότο.

  • Του Lorenzo Bini Smaghi
Smaghi: Το ελληνικό χρέος είναι βιώσιμο

Πολλές συζητήσεις αναφορικά με το ελληνικό χρέος, που αυτή τη στιγμή διαμορφώνεται στο 175% του ΑΕΠ, ξεκινούν με την παραδοχή ότι δεν είναι βιώσιμο και δεν μπορεί να αποπληρωθεί. Το επιχείρημα αυτό, όμως, είναι σε μεγάλο βαθμό αμφισβητήσιμο.

Κατ’ αρχάς τα κράτη ποτέ δεν αποπληρώνουν τα χρέη τους. Το αναχρηματοδοτούν εκδίδοντας νέα χρέη. Από αυτή την άποψη, η Ελλάδα σήμερα δεν αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα, καθώς το χρέος της βρίσκεται κατά κύριο λόγο στα χέρια των επίσημων πιστωτών, δηλαδή στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας και άλλων κρατών-μελών της ευρωζώνης. Το χρέος έχει σχετικά μεγάλη διάρκεια, η οποία επεκτάθηκε στα 30 έτη. Μπορεί να επεκταθεί περαιτέρω εάν χρειαστεί και εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις. Σε γενικές γραμμές, το ελληνικό χρέος παρουσιάζει πολύ μικρότερο κίνδυνο αναχρηματοδότησης από ό,τι ισχύει για άλλες χώρες της ευρωζώνης που πρέπει να εκδίδουν τίτλους δισεκατομμυρίων ευρώ κάθε χρόνο.

Κατά δεύτερον, η βιωσιμότητα του χρέους εξαρτάται από τη δυναμική που αναπτύσσεται με το χρόνο και όχι από το συνολικό του ύψος. Ένας υψηλός δείκτης χρέους (ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ) μπορεί να είναι πιο βιώσιμος από έναν χαμηλό, εάν στην πρώτη περίπτωση αναμένεται να υπάρξει σταθεροποίηση και μείωση με το χρόνο, ενώ στη δεύτερη προβλέπεται αμείωτη ανοδική τάση. Στην πράξη, η βιωσιμότητα του χρέους σχετίζεται αντιστρόφως με το επίπεδο των επιτοκίων που καταβάλλονται και επηρεάζεται θετικά από τον αναμενόμενο ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας και την εξισορρόπηση του προϋπολογισμού σε πρωτογενές επίπεδο, η οποία πρέπει να επιτευχθεί.

Σε αυτά τα θέματα, η Ελλάδα τα πηγαίνει σχετικά καλά συγκριτικά με αρκετές άλλες οικονομίες της ευρωζώνης. Το βάρος των επιτοκίων στο χρέος διαμορφώνεται περίπου στο 4% του ΑΕΠ το 2015, επίπεδο χαμηλότερο από ό,τι ισχύει για χώρες όπως η Ιρλανδία, η Πορτογαλία ή η Ιταλία και όχι πολύ μακριά από ό,τι ισχύει για τις ΗΠΑ. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι επίσημοι πιστωτές δέχθηκαν μείωση των επιτοκίων στα δάνειά τους σε επίπεδα συγκρίσιμα με εκείνα που ισχύουν για τους καλύτερους δανειολήπτες της ευρωζώνης.

Επιπλέον, η Ελλάδα εκτιμάται ότι θα αναπτυχθεί φέτος κατά περίπου 3%, περισσότερο δηλαδή από το μέσο όρο ανάπτυξης που προβλέπεται για την ευρωζώνη. Τέλος, αναμένεται να αυξήσει το πρωτογενές της πλεόνασμα στο 4,1% του ΑΕΠ (υψηλότερα κατά 1,4% του ΑΕΠ τον προηγούμενο χρόνο), καλύτερα από ό,τι η Πορτογαλία ή η Ιταλία.

Ετσι, το ελληνικό χρέος εκτιμάται ότι θα μειωθεί κατά 7 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ φέτος και περαιτέρω κατά 11 ποσοστιαίες μονάδες το 2016 ώστε να συρρικνωθεί στο 135% του ΑΕΠ το 2019 με συνολική μείωση κατά 40 μονάδες σε πέντε χρόνια, περισσότερο από ό,τι απαιτείται από το δημοσιονομικό συμβόλαιο. Στην Ιταλία, το χρέος εκτιμάται ότι θα σταθεροποιηθεί στο 135% του ΑΕΠ μόνο στην πορεία αυτού του έτους και στην Ισπανία μόνο τον επόμενο χρόνο. Το χρέος της Ιρλανδίας προβλέπεται ότι θα μειωθεί κατά 1 μονάδα φέτος και κατά 2,5 το 2016.

Εν ολίγοις, κοιτώντας τη δυναμική που αναπτύσσεται, το ελληνικό χρέος δείχνει πιο βιώσιμο από ό,τι εκείνο αρκετών άλλων χωρών. Μπορεί να υποστηριχθεί ότι το τίμημα για τη βιωσιμότητα του χρέους είναι υπερβολικά υψηλό για μία οικονομία που έχει υποστεί μεγάλη συρρίκνωση από την αρχή της κρίσης. Πράγματι, συγκριτικά με τα προ κρίσης επίπεδα, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ στην Ελλάδα έχει μειωθεί περίπου 25%, περισσότερο από οποιασδήποτε άλλης χώρας της ευρωζώνης. Στην Ιταλία ειδικότερα μειώθηκε 13%, στην Ισπανία 9% και στην Πορτογαλία 6%.

Παρ' όλα αυτά και παρά την πρόσφατη μεγάλη μείωση, το μέσο εισόδημα στην Ελλάδα είναι 8% υψηλότερο από ό,τι πριν από την υιοθέτηση του ευρώ, όπως είναι στην Ισπανία, τη Γαλλία και το μέσο όρο της ευρωζώνης και καλύτερα από ό,τι ισχύει για την Ιταλία και την Πορτογαλία. Η αιτία είναι πως κατά τα οχτώ χρόνια προ της κρίσης – μεταξύ του 1999 και του 2007 – το μέσο εισόδημα στην Ελλάδα αυξήθηκε 36%, ποσοστό τριπλάσιο από το μέσο όρο της ευρωζώνης, που σαφώς δεν ήταν βιώσιμο και συνέβαλε στην έκρηξη της φούσκας.

Σε γενικές γραμμές το ελληνικό χρέος δεν δείχνει τόσο άσχημο όσο φαίνεται με μία απλή αναφορά στο «175% του ΑΕΠ». Κατά συνέπεια, το αίτημα για ουσιαστική διαγραφή του δεν μπορεί να δικαιολογηθεί μόνο στη βάση της βιωσιμότητας. Φαίνεται μάλλον πως στοχεύει στο να δημιουργηθούν τα περιθώρια χρηματοδότησης μίας πιο επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής. Αυτό περιλαμβάνει, ωστόσο, τον κίνδυνο επιστροφής στις πολιτικές που εφαρμόζονταν προ κρίσης με αύξηση των δημοσίων δαπανών και εγκατάλειψη όλων των μεταρρυθμίσεων που χρειάζονται για να βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, ώστε να γίνει μόνιμο μέλος της νομισματικής ένωσης. Η διαφορά θα αφορά τη χρηματοδότηση, η οποία αυτή τη φορά έρχεται από άλλους φορολογούμενους της ευρωζώνης και όχι από τις αγορές.

Δυστυχώς, η εμπειρία δείχνει πως το αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής θα είναι πιθανότατα το αίτημα μίας νέας διαγραφής χρέους μέσα σε λίγα χρόνια. 

© The Financial Times Limited 2015. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v