Τα μεγάλα deals ήταν εκτός μόδας για τις φαρμακευτικές από τα τέλη της δεκαετίας του 1990 και τις αρχές της δεκαετίας του 2000, όταν ένα μεγάλο κύμα υπερσυγχωνεύσεων αναδιαμόρφωσε τον κλάδο. Επιχειρήσεις και επενδυτές φαίνεται πως είχαν καταλήξει ότι τέτοιου τύπου συμφωνίες αποδιοργάνωσαν τους εμπλεκόμενους παίκτες και δεν πρόσφεραν τα υποσχόμενα οφέλη.
Όμως, οι προοπτικές που δημιουργούνται από την προσφορά εξαγοράς της Valeant Pharmaceuticals και ενός ακτιβιστή επενδυτή για την Allergan όπως και τα σενάρια για ενδεχόμενη προσφορά εξαγοράς 100 δισ. δολ. από την Pfizer για την AstraZeneca δείχνουν ότι δεν έκλεισε ο κύκλος ολοκλήρωσης μεταξύ των μεγαλύτερων φαρμακοβιομηχανιών του κόσμου.
Το deal μεταξύ της Pfizer και της AstraZeneca ανταγωνίζεται τη συγχώνευση των 74 δισ. δολ. της GlaxoWelcome και της SmithKline Beecham το 2000, τη μεγαλύτερη στην Ιστορία του κλάδου. Αυτή είναι μεγαλύτερη κι από το προηγούμενο ρεκόρ της ίδιας της Pfizer με την εξαγορά της Wyeth έναντι 68 δισ. δολ. το 2009.
Πηγή προσκείμενη στις εξελίξεις επιβεβαίωσε στους Financial Times ότι στα τέλη του προηγούμενου έτους υπήρξαν ανεπίσημες διαπραγματεύσεις μεταξύ των δύο πλευρών, οι οποίες έκτοτε έχουν διακοπεί. Οι συζητήσεις αποκαλύφθηκαν από τους Sunday Times. Και οι δύο εταιρίες αρνήθηκαν να σχολιάσουν το δημοσίευμα.
Οι επενδυτές φαίνεται πως ποντάρουν στο ότι η συγκεκριμένη ιστορία θα έχει συνέχεια, με τις μετοχές της AstraZeneca να ενισχύονται κατά σχεδόν 9% τη Δευτέρα, καθώς ο αναλυτής Andrew Baum της Citigroup προέβλεψε ότι η Pfizer «θα πιέσει με δεύτερη προσέγγιση».
Άλλοι είναι πιο δύσπιστοι. Ένας τραπεζίτης που ασχολείται με τον κλάδο υγείας δήλωσε ότι θα εκπλαγεί πολύ εάν επιτευχθεί τελικά συμφωνία. «Οι μέτοχοι δεν βλέπουν πλέον πολύ θετικά τέτοιες συγχωνεύσεις μεγαθήρια, επειδή η μέχρι τώρα πορεία στην επίτευξη επιπλέον αξίας είναι αμφισβητήσιμη».
Κι όμως, οι μετοχές της Pfizer ενισχύθηκαν 2%, γεγονός που δείχνει ότι οι επενδυτές είναι χαλαροί με την προοπτική μεγάλης εξαγοράς.
Οι αναλυτές δηλώνουν ότι το δέλεαρ για την αμερικανική εταιρεία είναι πως η AstraZeneca προσφέρει αφενός πολλά υποσχόμενα φάρμακα για την καταπολέμηση του καρκίνου και του διαβήτη, αφετέρου τη δυνατότητα για μεγάλη εξοικονόμηση κόστους και για τους δύο ομίλους.
Η συμφωνία θα έδινε επίσης διέξοδο για τη ρευστότητα των δεκάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων που έχει στο εξωτερικό η Pfizer – αποφεύγοντας τις μεγάλες φορολογικές δαπάνες που συνεπάγεται ο επαναπατρισμός αυτών των κεφαλαίων στις ΗΠΑ.
Η ίδια η AstraZeneca είναι προϊόν του τελευταίου γύρου εξαγορών του κλάδου και προέκυψε από τη συγχώνευση της σουηδικής Astra με τη βρετανική Zeneca το 1999. Έκτοτε έχει γίνει η ένατη μεγαλύτερη φαρμακοβιομηχανία στον κόσμο, με πωλήσεις 25,7 δισ. δολ. το 2013, έναντι 51,6 δισ. δολ. για την Pfizer, που βρίσκεται τέταρτη στη διεθνή κατάταξη. Εάν ενώσουν οι δύο όμιλοι τις δυνάμεις τους, θα ανταγωνιστούν την Johnson&Johnson στην πρώτη θέση.
Η AstraZeneca αντιμετωπίζει προβλήματα τα τελευταία χρόνια καθώς έχασε την αποκλειστικότητα στην αγορά για πολλά από τα πιο επιτυχημένα της φάρμακα. Οι ετήσιες πωλήσεις της αναμένεται να μειωθούν περαιτέρω κατά 9 δισ. δολ. λόγω της μεγάλης πτώσης στις πατέντες που προβλέπεται για τα επόμενα τρία χρόνια, αφού δύο φάρμακα, το Nexium και το Crestor, θα βρεθούν αντιμέτωπα με τον ανταγωνισμό των γενοσήμων.
Οι εξελίξεις αυτές έχουν δημιουργήσει σενάρια για πιθανή εξαγορά της. Η μετοχή της όμως δεν είναι πλέον τόσο φθηνή όσο ήταν κάποτε, καθώς ενισχύθηκε κατά το ένα πέμπτο τους τελευταίους έξι μήνες λόγω της αυξανόμενης αισιοδοξίας για παρουσίαση καινοτόμων προϊόντων.
Ο Pascal Soriot, πρώην στέλεχος της Roche που ανέλαβε τη θέση του διευθύνοντος συμβούλου μετά την απομάκρυνση του David Brennan το 2012, έχει επαναφέρει στο επίκεντρο της εταιρίας βασικούς τομείς όπως ο καρκίνος, ο διαβήτης και τα αναπνευστικά προβλήματα. Υποσχέθηκε ότι θα ανακόψει την πτωτική πορεία των εσόδων μέσα σε τρία χρόνια και θα επαναφέρει τις πωλήσεις στο επίπεδο του 2013 μέχρι το 2017 – ελπίζοντας ότι μέχρι τότε τα νέα φάρμακα θα έχουν φτάσει στην αγορά.
Ένας τραπεζίτης όμως, δηλώνει ότι παρά τις συζητήσεις για τα νέα φάρμακα της AstraZeneca κινητήριος δύναμη για συμφωνία με την Pfizer θα είναι η δραστική εξοικονόμηση κόστους. Στα πέντε χρόνια από τότε που η Pfizer εξαγόρασε τη Wyeth, οι συνολικές δαπάνες για έρευνα και ανάπτυξη από τις δύο εταιρίες μειώθηκαν σχεδόν κατά το ήμισυ. Οι ερευνητές στην AstraZeneca φοβούνται ότι θα γίνουν παρόμοιες περικοπές σε περίπτωση που υπάρξει εξαγορά από την Pfizer.
Ο κ. Baum εκτιμά πως η συμφωνία μπορεί να οδηγήσει σε ετήσια εξοικονόμηση της τάξεως των 2,5 δισ. δολ., κυρίως από την Κίνα και από άλλες αναδυόμενες αγορές. Δηλώνει ότι μία συμφωνία θα αποφέρει άμεσα οφέλη στην Pfizer δημιουργώντας απόδοση επί του επενδεδυμένου κεφαλαίου της τάξεως του 9% από το 2019.
Παρόμοιες προβλέψεις για παλαιότερες συγχωνεύσεις αποδείχθηκαν υπεραισιόδοξες. Παρ' όλα αυτά, πρόσφατη έρευνα από τη McKinsey επιμένει ότι δεν ευσταθεί η άποψη πως οι μεγάλες συγχωνεύσεις των φαρμακευτικών είναι καταστροφικές. Η ανάλυση των 17 μεγαλύτερων deals που ξεπέρασαν τα 10 δισ. δολ. από το 1995 μέχρι το 2011 δείχνει ότι οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις απέφεραν μέση απόδοση για τους μετόχους 5% ανώτερη από τον μέσο όρο του κλάδου στα δύο χρόνια μετά την ανακοίνωση της συμφωνίας.
«Οι υπερσυγχωνεύσεις δημιουργούν σημαντική αξία για τους μετόχους και ορισμένες από αυτές τις συμφωνίες ήταν κρίσιμες για τη μακροπόθεσμη βιωσιμότητα των αγοραστών» αναφέρει η έκθεση και συμπληρώνει: «Με λίγα λόγια, πιστεύουμε ότι τα πλεονεκτήματα συχνά δικαιολογούν την αναστάτωση που δημιουργείται από αυτές τις συμφωνίες».
Ακόμη και αν δεν υλοποιηθεί η συμφωνία της Pfizer, ο κ. Baum εκτιμά πως η AstraZeneca θα παραμείνει στο στόχαστρο εξαγορών και συγχωνεύσεων. Θα μπορούσε να αναζητήσει τη συγχώνευση με μία μικρότερη αμερικανική εταιρία, ως στρατηγική άμυνας, εξηγεί αναφέροντας ως πιθανούς υποψήφιους την Amgen και την AbbVie.
Και άλλες ευρωπαϊκές φαρμακευτικές θα μπορούσαν να προσελκύσουν το ενδιαφέρον αμερικανικών πολυεθνικών, υποστηρίζει η Citigroup, καθώς οι επιχειρήσεις στις ΗΠΑ αναζητούν τρόπους να δαπανήσουν τη ρευστότητα που έχουν στο εξωτερικό χωρίς να την εκθέσουν στις φορολογικές αρχές των ΗΠΑ. Στόχοι εξαγορών ενδέχεται να αποτελέσουν η βρετανική Shire, η ελβετική Actelion και η βελγική UCB.
Ορισμένοι αναλυτές εκτιμούν ότι η Pfizer μπορεί να χρησιμοποιήσει την εξαγορά της AstraZeneca για να μεταφέρει τη φορολογική της έδρα στη Βρετανία, η οποία έχει χαμηλότερο φορολογικό συντελεστή επί εταιρικών κερδών σε σύγκριση με τις ΗΠΑ. Αυτό όμως είναι μάλλον απίθανο να καθησυχάσει τις ανησυχίες των Βρετανών αξιωματούχων και πολιτικών για τις πιθανές επιπτώσεις σε απώλειες θέσεων εργασίας και μείωση των επενδύσεων σε έναν τόσο ισχυρό βρετανικό όμιλο.
© The Financial Times Limited 2014. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation