Υπάρχει πιθανότητα να μην επιστρέψουν ποτέ οι ΗΠΑ και οι υπόλοιπες μεγάλες οικονομικές δυνάμεις, σε πλήρη απασχόληση και εύρωστη ανάπτυξη, χωρίς την βοήθεια αντισυμβατικής στρατηγικής υποστήριξης; Έθεσα το θέμα –την γνωστή ιδέα της «διαρκούς στασιμότητας» - πρόσφατα σε μια συζήτηση στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.Οι ανησυχίες μου εντοπίζονται σε μια σειρά ζητήματα. Πρώτον, αν και έγινε χρηματοπιστωτική «επιδιόρθωση» σε μεγάλο βαθμό τέσσερα χρόνια πριν, η ανάκαμψη απλώς ακολουθεί την πληθυσμιακή ανάπτυξη και την ομαλή διεύρυνση της παραγωγικότητας στις ΗΠΑ, ενώ κινείται σε χειρότερα επίπεδα στον υπόλοιπο βιομηχανικό κόσμο.
Δεύτερον, οι αποδεδειγμένα εξωπραγματικές φούσκες και η χαλάρωση των πιστωτικών στάνταρ στα μέσα της περασμένης δεκαετίας, μαζί με το πολύ φθηνό χρήμα, ήταν αρκετά μόνο για να προσφέρουν μετριοπαθή οικονομική ανάπτυξη.
Τρίτον, τα βραχυπρόθεσμα επιτόκια περιορίζονται αυστηρά από την σχεδόν μηδενική ζώνη: Τα πραγματικά επιτόκια ίσως να μην καταφέρουν να πέσουν αρκετά ώστε να προκαλέσουν επενδύσεις που θα οδηγήσουν σε πλήρη απασχόληση.
Τέταρτον, σε τέτοιου είδους καταστάσεις, οι μισθούς και οι αξίες που πέφτουν ή είναι χαμηλότερες απ' όσο περιμένουμε, το πιθανότερο είναι ότι επιδεινώνουν την οικονομική κατάσταση, ενθαρρύνοντας καταναλωτές και επενδυτές να αποφεύγουν τις δαπάνες και να αναδιανείμουν εισόδημα και πλούτο από τους υψηλά ξοδεύοντες οφειλέτες, στους πιστωτές με τις χαμηλές δαπάνες.
Οι επιπτώσεις αυτών των σκέψεων είναι ότι μπορεί να είναι σφάλμα η άποψη ότι οι ομαλές οικονομικές και προγραμματικές συνθήκες θα επιστρέψουν κάποια στιγμή. Δείτε την Ιαπωνία, όπου το ΑΕΠ σήμερα είναι μικρότερο από τα δύο τρίτα εκείνου που περίμεναν οι παρατηρητές πριν μια γενιά, αν και τα επιτόκια είναι μηδενικά επί πολλά χρόνια. Εχει σημασία να τονίσουμε ότι το ιαπωνικό ΑΕΠ ήταν λιγότερο απογοητευτικό στα πέντε χρόνια μετά το σκάσιμο της φούσκας στην δεκαετία του '80, απ' όσο ήταν το αμερικανικό από το 2008. Στην Αμερική σήμερα, το ΑΕΠ είναι περισσότερο από 10% χαμηλότερο σε σχέση με ότι αναμενόταν πριν την κρίση.
Αν οι φόβοι για διαρκή στασιμότητα σχετίζονται με την τρέχουσα οικονομική κατάσταση, υπάρχουν προφανείς βαθιές επιπτώσεις στην πολιτική (τις οποίες θα αναλύσω σε επόμενο άρθρο). Αλλά πριν δούμε την πολιτική, υπάρχουν δύο κεντρικά θέματα όσον αφορά το θέμα της διαρκούς στασιμότητας που πρέπει να αντιμετωπιστούν.
Πρώτον, δεν είναι αλήθεια ότι δρομολογείται επιτάχυνση της ανάπτυξης στις ΗΠΑ και παραπέρα; Οπωσδήποτε υπάρχουν λόγοι αισιοδοξίας: Δείτε τα πρόσφατα στατιστικά, τη δυναμική των χρηματιστηρίων και την λήξη επιτέλους της κάθετης δημοσιονομικής συρρίκνωσης. Θα πρέπει να θυμόμαστε επίσης ότι οι φόβοι για διαρκή στασιμότητα επικρατούσαν έντονα και στα τέλη του β΄ παγκοσμίου πολέμου και αποδείχθηκαν αβάσιμοι.
Σήμερα, η διαρκής στασιμότητα θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως ένα ενδεχόμενο έναντι του οποίου πρέπει να καλυφθούμε, όχι μια αναπόφευκτη μοίρα στην οποία πρέπει να υποκύψουμε. Ωστόσο, να μην ξεχνάμε ότι η πρόβλεψη πως η επίτευξη τροχιάς διαφυγής είναι προ των πυλών, διατυπώθηκε εδώ και πολλά χρόνια και έχουμε δει πολλές φορές να μην επιβεβαιώνεται, όπως ακριβώς συνέβαινε στην Ιαπωνία στην δεκαετία του 1990. Σε μεγαλύτερο βάθος, ακόμη κι αν η οικονομία επιταχυνθεί τον επόμενο χρόνο, αυτό δεν είναι εγγύηση πως θα επιτευχθεί βιώσιμη ανάπτυξη με νορμάλ πραγματικά επιτόκια. Η Ευρώπη και η Ιαπωνία προβλέπεται ότι θα αναπτύσσονται με σημαντικά χαμηλότερα επίπεδα από αυτά των ΗΠΑ. Σε όλο τον βιομηχανικό κόσμο, ο πληθωρισμός κινείται κάτω από τους στόχους και δεν δείχνει πρόθεση επιτάχυνσης –υποδεικνύοντας χρόνιο έλλειμμα ζήτησης.
Δεύτερον, γιατί να μην επιτρέψει η οικονομία στην ομαλότητα μετά την εκτόνωση των επιπτώσεων της χρηματοπιστωτικής κρίσης; Υπάρχει βάση στην άποψη ότι τα πραγματικά επιτόκια ισορροπίας έχουν υποχωρήσει;
Υπάρχουν πολλοί λόγοι που εκ των προτέρων καθιστούν πιθανό να πέσει το επίπεδο δαπάνης σε κάθε επιτοκιακό επίπεδο. Η επενδυτική ζήτηση ίσως έχει μειωθεί λόγω της πιο αργής ανάπτυξης στο εργατικό δυναμικό και ίσως την επιβράδυνση στην ανάπτυξη της παραγωγικότητας.
Η κατανάλωση μπορεί να έχει μειωθεί λόγω της κατακόρυφης ανόδου στο μερίδιο του εισοδήματος που αναλογεί στους πολύ πλούσιους και το αυξανόμενο μερίδιο του εισοδήματος που προέρχεται από κεφάλαιο. Η αποφυγή του ρίσκου έχει αυξηθεί εξαιτίας της κρίσης και επειδή η αποταμίευση –τόσο από κράτη όσο και από καταναλωτές- έχει ανέβει. Η κρίση αύξησε το κόστος της χρηματοπιστωτικής μεσολάβησης και δημιούργησε μεγάλα δανειακά βάρη. Η μείωση του κόστους των διαρκών αγαθών, ειδικά στα προϊόντα σχετικά με την τεχνολογία πληροφορικής, σημαίνει ότι με το ίδιο ποσό αποταμίευσης, αγοράζεις περισσότερο κεφάλαιο κάθε χρόνο.
Ο χαμηλός πληθωρισμός σημαίνει ότι κάθε επιτόκιο μεταφράζεται σε υψηλότερο επιτόκιο μετά φόρων, σε σχέση με όσα επικρατούσαν όταν ο πληθωρισμός ήταν υψηλότερος. Οι ενδείξεις επιβεβαιώνουν την λογική. Επί πολλά χρόνια τώρα, οι αποδόσεις των μεγάλων αγορών ομολόγων κινούνται πτωτικά. Πράγματι, τα πραγματικά επιτόκια των ΗΠΑ είναι «πολύ» αρνητικά σε πενταετή ορίζοντα.
Κάποιοι υπονοούν ότι η θεωρία της «διαρκούς στασιμότητας» υπονοεί ότι οι φούσκες είναι επιθυμητές για να στηρίξουν την ζήτηση. Αυτή η ιδέα συγχέει την εκτίμηση με την προτροπή. Οπωσδήποτε είναι καλύτερο να στηριχθεί η ζήτηση στις παραγωγικές επενδύσεις ή την υψηλής αξίας κατανάλωση, παρά σε τεχνητές φούσκες. Από την άλλη πλευρά, είναι λογικό να καταλαβαίνουμε ότι τα χαμηλά επιτόκια ανεβάζουν τις αξίες των ενεργητικών και ωθούν τους επενδυτές σε μεγαλύτερα ρίσκα, αυξάνοντας τις πιθανότητες για φούσκες. Οπότε ο κίνδυνος χρηματοοικονομικής αστάθειας προσφέρει έναν ακόμη λόγο για να είναι πάρα πολύ σημαντικό να αποτρέψουμε την διαρθρωτική στασιμότητα.
*Ο αρθρογράφος είναι καθηγητής Charles W Eliot στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ κι έχει διατελέσει υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ.
© The Financial Times Limited 2013. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation