Όταν παντρεύτηκαν στο Αββαείο του Westminster ο Πρίγκηπας Ουίλιαμ και η Κέιτ Μίντλτον, στέκονταν πάνω σε ένα κόκκινο χαλί κατασκευασμένο από την εταιρεία Victoria Carpets. Τον περασμένο μήνα, η εταιρεία κατασκευής χαλιών κατάφερε να «παντρευτεί» επενδυτές ομολόγων.
Η βρετανική εταιρεία προσπαθούσε να βγει στις αγορές ομολόγων στα τέλη του περασμένου έτους, όμως η υπόθεση «ναυάγησε» εν μέσω ανησυχιών για την οικονομική της ευρωστία. Όμως, τον Ιούλιο εξέδωσε ομόλογο ύψους 330 εκατ. ευρώ, το οποίο προσέλκυσε παραγγελίες που ξεπέρασαν το 1 δισ. ευρώ.
Το ελκυστικό σημείο ήταν το σχετικά υψηλό επιτόκιο (5,25%) το οποίο πρόσφερε το ομόλογο της Victoria, που βοήθησε τους επενδυτές να «καταπιούν» τις αμφιβολίες τους για τη μόχλευση της εταιρείας. Η επιτυχής πώληση του ομολόγου -με τη δεύτερη προσπάθεια- είναι ένα καλό παράδειγμα της επίπτωσης που έχει στην ψυχολογία των επενδυτών το τεράστιο και αυξανόμενο «βουνό» των ομολόγων με αρνητικά επιτόκια ανά τον κόσμο.
«Κοιτάζεις γύρω στον κόσμο και αναρωτιέσαι τι μπορείς να αγοράσεις αυτές τις μέρες που να έχει απόδοση», σχολίασε ο Iain Stealey, fund manager της JPMorgan Asset Management. «Είναι ένα πολύ δύσκολο περιβάλλον».
Πριν από δυο δεκαετίες, πάνω από το ήμισυ της παγκόσμιας αγοράς ομολόγων εμφάνιζε αποδόσεις τουλάχιστον 5%, σύμφωνα με την ICE Data Indices. Η μετά-κρίσεως κατασπατάληση από τις κεντρικές τράπεζες για αγορά ομολόγων και μείωση επιτοκίων, μείωσε τον όγκο αυτό σε περίπου 16% πριν από μια δεκαετία, όμως οι επενδυτές μπορούσαν ακόμα να βρουν μπόλικο χρέος με υψηλότερες αποδόσεις. Σήμερα, μόλις το 3% της παγκόσμιας αγοράς ομολόγων έχει απόδοση άνω του 5% -το χαμηλότερο καταγεγραμμένο μερίδιο στην ιστορία.
Πράγματι, τα ομόλογα με πραγματικά υψηλές αποδόσεις αποτελούν πλέον είδος προς εξαφάνιση. Τα ομόλογα με αποδόσεις άνω του 10% ανέρχονται σε μόλις 0,4% της παγκόσμιας αγοράς σταθερού εισοδήματος, σύμφωνα με το ICE.
Τα αρνητικά επιτόκια στην Ιαπωνία και στην ευρωζώνη και οι αυξανόμενες προσδοκίες πως η Fed θα προχωρήσει σε αρκετές ακόμα μειώσεις επιτοκίων φέτος, έχουν διευρύνει τη δεξαμενή των ομολόγων με επιτόκιο υπό του μηδενός, σε πάνω από 16 τρισ. δολάρια –ή περίπου 27% της παγκόσμιας αγοράς ομολόγων.
Αυτό είναι κυρίως ένα ευρωπαϊκό φαινόμενο. Ενώ τα αμερικανικά ομόλογα αντιπροσωπεύουν περίπου το ήμισυ της ύψους 55 τρισ. δολαρίων παγκόσμιας αγοράς ομολόγων επενδυτικής κλάσης, αποδίδουν περίπου το 88% όλων των yields, σύμφωνα με την Bank of America.
Αυτό εξηγεί εν μέρει το πώς η Occidental Petroleum προσέλκυσε ένα βιβλίο παραγγελιών άνω των 78 δισ. δολαρίων στην πρόσφατη πώληση ομολόγων της. Ωστόσο, καθώς η Fed μειώνει τα επιτόκια, μια από τις ελάχιστες «νησίδες» αποδόσεων μπορεί να βουλιάξει.
«Υπάρχει οπωσδήποτε έλλειψη αποδόσεων στις αγορές και είναι πιθανόν η κατάσταση να επιδεινωθεί δεδομένου ότι οι κεντρικές τράπεζες ακολουθούν μια πιο χαλαρή πολιτική», σχολιάζει η Kristina Hooper, chief global market strategist της Invesco.
Γενικότερα, υπάρχουν δυο βασικοί τρόποι με τους οποίους οι επενδυτές μπορούν να αντισταθμίσουν την «ξηρασία» στις αποδόσεις: η αγορά τίτλων πιο μακροχρόνιας ωρίμανσης ή η αγορά τίτλων υψηλότερου ρίσκου. Αλλά η «δίψα» για πιο μακροχρόνιας λήξεως ομόλογα από επενδυτές όπως τα συνταξιοδοτικά ταμεία και οι ασφαλιστικές εταιρείες, σημαίνει πως η αύξηση της απόδοσης που θα περίμενε κανείς να λάβει κανονικά μέσω της αγοράς ομολόγων που λήγουν μετά από δεκαετίες, έχει επίσης μειωθεί σημαντικά.
Έτσι, πολλοί επενδυτές οδηγούνται προς την μόνη άλλη επιλογή: να στραφούν σε τίτλους υψηλότερου ρίσκου, όπως σε ομόλογα ευάλωτων χωρών, εταιριών με μεγάλο χρέος και σε διάφορα «εξωτικά» χρηματοοικονομικά εργαλεία. Αυτούς τους τίτλους κανονικά θα τους απέφευγαν -ή τουλάχιστον θα απαιτούσαν πολύ υψηλότερες αποδόσεις για να τους αγοράσουν.
Αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε μεγάλα προβλήματα, ανέφερε στο τελευταίο του σημείωμα προς τους επενδυτές ο Howard Marks, ιδρυτής της Oaktree Capital. «Τα χαμηλά επιτόκια μπορεί να οδηγήσουν σε επενδύσεις σε εταιρείες που δεν το αξίζουν και σε αβέβαιους τίτλους, να ενθαρρύνουν τη χρήση υπερβολικής μόχλευσης και να δημιουργήσουν φούσκες που στο τέλος θα σκάσουν», έγραψε. «Τελικά, η τάση των επενδυτών να βρουν αποδόσεις και να αναλάβουν υπερβολικό ρίσκο μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τη συνολική χρηματοοικονομική σταθερότητα».
Για την ώρα, οι δανειστές τίτλων υψηλότερου ρίσκου χαίρονται για την όρεξη που υπάρχει για το χρέος τους. Μόλις φέτος, η Μπενίν και το Ουζμπεκιστάν προέβησαν στις «παρθενικές» τους διεθνείς δημοπρασίες ομολόγων. Σημάδι των καιρών, η Μπενίν έκανε το ντεμπούτο της σε ευρώ, αντί του αμερικανικού δολαρίου που συνηθίζεται στις αναδυόμενες οικονομίες.
Ενώ το νόμισμα της χώρας, το δυτικοαφρικανικό φράγκο, είναι συνδεδεμένο με το ευρώ, η επιλογή αντανακλά το πόσο «διψασμένοι» για χρέος υψηλότερων αποδόσεων είναι οι ευρωπαίοι επενδυτές, σε μια περίοδο που οι αποδόσεις των ομολόγων της ευρωζώνης έχουν εξατμιστεί.
Αν και η έκδοση ομολόγων αναδυόμενων αγορών σε δολάρια έχει αγγίξει φέτος τα 355 δισ. δολάρια, σύμφωνα με τα στοιχεία της Dealogic, ο ρυθμός αυτός σημαίνει πως πιθανότατα δεν θα φτάσει το ρεκόρ εκδόσεων του 2017. Αντιθέτως, οι εκδόσεις ομολόγων αναδυόμενων αγορών σε ευρώ, φαίνεται πως θα σπάσουν το προηγούμενο ρεκόρ εντός μηνών.
Ωστόσο, ο κ. Stealey της JPMorgan επισημαίνει πως οι περισσότεροι επενδυτές δείχνουν σημάδια επιφυλακτικότητας παρά την δίψα τους για αποδόσεις. Για παράδειγμα, η μέση απόδοση για ομόλογα που αξιολογούνται με CCC –η χαμηλότερη αξιολόγηση χωρίς να είναι default- έχει μειωθεί ελάχιστα, στο περίπου 12% φέτος, και υστερεί έναντι των υπολοίπων στην αγορά ομολόγων που αξιολογούνται ως junk. Η Sirius Minerals, μια προβληματική βρετανική μεταλλευτική εταιρεία, αναγκάστηκε πρόσφατα να αποσύρει δημοπρασία ομολόγων, παρά το ότι προσπαθούσε να δελεάσει τους επενδυτές με διψήφιες αποδόσεις.
«Σε μια φρενήρη ζήτηση για αποδόσεις θα έβλεπες τα CCC να τα πηγαίνουν καλύτερα», είπε. «Εξακολουθεί να υπάρχει η αντίληψη πως η παγκόσμια οικονομία βρίσκεται στο ύστερο κομμάτι του κύκλου».
© The Financial Times Limited 2019. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation