Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου υπήρχε ένα «ανατολικό» και ένα «δυτικό» μπλοκ, και τα κράτη προσδιορίζονταν από το εάν ήταν πιο κοντά στην Ουάσιγκτον ή τη Μόσχα.
Τώρα, σχεδόν τριάντα χρόνια μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου, οι αυξανόμενες εντάσεις μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας δημιουργούν εκ νέου μια γεωπολιτική διαχωριστική γραμμή. Και από τις χώρες αναμένεται να ξεκαθαρίσουν αν στέκονται δίπλα στην Ουάσιγκτον ή στο Πεκίνο.
Το τελευταίο παράδειγμα ήρθε την περασμένη εβδομάδα, με την είδηση ότι η Ιταλία είναι κοντά στο να γίνει η πρώτη από τις χώρες του G7 που θα υπογράψει ένα MoU υποστήριξης του γιγάντιου κινεζικού σχεδίου έργων υποδομής, γνωστού ως «Μια Ζώνη, ένας Δρόμος» (BRI). Εντός ωρών, εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου άσκησε κριτική στο BRI ως σχέδιο «που έγινε από την Κίνα, για την Κίνα» και υπονόησε ότι δεν θα προσφέρει οφέλη για την Ιταλία. Το κινεζικό υπουργείο Εξωτερικών απάντησε θυμίζοντας στους Αμερικανούς ότι η Ιταλία είναι ένα ανεξάρτητο κράτος. Ο πρόεδρος Σι σχεδιάζει να επισκεφτεί την Ιταλία αργότερα αυτό τον μήνα, για να σφραγίσει τη συμφωνία.
Ο ανταγωνισμός για την Ιταλία υπογραμμίζει ότι η αντιπαλότητα ΗΠΑ-Κίνας είναι τώρα παγκόσμια. Η οικονομική και πολιτική έλξη της Κίνας φτάνει πολύ πιο πέρα από την ασιατική ενδοχώρα και επεκτείνεται βαθιά στη Λατινική Αμερική και τη Δυτική Ευρώπη, περιοχές που κάποτε θεωρούνταν φυσικό τμήμα της αμερικανικής σφαίρας επιρροής.
Αυτή η σινο-αμερικανική πάλη είναι επίσης αυξανόμενα απροκάλυπτη. Η απόφαση της διοίκησης Τραμπ να ξεκινήσει εμπορικό πόλεμο με την Κίνα ολοκλήρωσε την περίοδο κατά την οποία οι δύο πλευρές μπορούσαν να επιμένουν ότι το εμπόριο και οι επενδύσεις ήταν «ουδέτερο έδαφος» και μπορούσαν να κρατηθούν εκτός της στρατηγικής αντιπαλότητας. Την ίδια στιγμή, οι τεράστιες φιλοδοξίες του BRI έχουν προκαλέσει φόβους στην Ουάσιγκτον ότι η Κίνα μπαίνει σε μια νέα φάση σε ό,τι αφορά την ανάδειξή της σε μια χώρα με αίγλη μεγάλης δύναμης. Αν το BRI πετύχει, θα συνδέσει την ευρωασιατική ενδοχώρα πολύ πιο στενά με την Κίνα, υπονομεύοντας δυνητικά τη σημασία των διατλαντικών δεσμών.
Στην Ουάσιγκτον, τα μεγάλα επενδυτικά σχέδια της Κίνας σκανάρονται συστηματικά για τις στρατηγικές τους επιπτώσεις. Το γεγονός ότι κινεζικές εταιρείες επενδύουν σε λιμάνια ανά τον κόσμο αντιμετωπίζεται υπό το πρίσμα ενός αναδυόμενου ναυτικού ανταγωνιστή προς τις ΗΠΑ. Η διεθνής επέκταση της Huawei, της κινεζικής τεχνολογικής εταιρείας, έγινε μέρος μιας ευρύτερης πάλης για την τεχνολογική υπεροχή και την κατασκοπεία. Αμερικανοί αξιωματούχοι έχουν ξοδέψει τους τελευταίους μήνες παρακαλώντας θερμά τους συμμάχους τους να μην επιτρέψουν στη Huawei να διαχειριστεί τα δίκτυα 5G, υποστηρίζοντας ότι θα είναι ένα ασυγχώρητο ρίσκο ασφάλειας.
Αρκετοί κρίσιμοι σύμμαχοι των ΗΠΑ, περιλαμβανομένης της Ιαπωνίας και της Αυστραλίας, έχουν ήδη ταχθεί με την αμερικανική πλευρά στο θέμα της Huawei. Άλλοι, όμως, όπως η Μεγάλη Βρετανία, ακόμα το σκέφτονται. Αν η Βρετανία ανοίξει τις πόρτες στη Huawei, θα αναλάβει ένα ρίσκο ασφάλειας το οποίο θα μπορούσε να τραυματίσει τις πολύτιμες συμφωνίες ανταλλαγής πληροφοριών με τις ΗΠΑ. Αν, όμως, την μπλοκάρουν, οι βρετανικές ελπίδες για ένα ανοδικό κύμα στο εμπόριο και στις επενδύσεις από την Κίνα μετά το Brexit, θα τεθούν σε κίνδυνο.
Η συμπίεση ανάμεσα στην Ουάσιγκτον και το Πεκίνο μπορεί να είναι πολύ άβολη. Αφότου ο Καναδάς υπάκουσε σε αίτημα έκδοσης των ΗΠΑ και συνέλαβε τη Meng Wanzhou, οικονομική διευθύντρια της Huawei, η κινεζική αντίδραση ήταν σφοδρή. Εντός ημερών συνελήφθησαν Καναδοί πολίτες στην Κίνα και τα στελέχη της χώρας είναι τώρα πολύ διστακτικά στο να ταξιδέψουν εκεί. Παρομοίως, όταν η Νότια Κορέα συμφώνησε με τις ΗΠΑ να αναπτύξει ένα αμερικανικό αντιπυραυλικό σύστημα με το όνομα «Thaad», στους Κινέζους τουρίστες δόθηκαν οδηγίες να αποφεύγουν τη χώρα και καταστήματα που ανήκουν στον νοτιοκορεατικό λιανέμπορα Lotte στην ηπειρωτική Κίνα έκλεισαν αφού προηγουμένως «απέτυχαν» σε ελέγχους ασφαλείας.
Το γεγονός ότι η Κίνα είναι αυξανόμενα πρόθυμη να ασκήσει άμεση πίεση σε συμμάχους των ΗΠΑ είναι μια μαρτυρία της αυξανόμενης εμπιστοσύνης που αισθάνεται το Πεκίνο. Αυτό, με τη σειρά του, αντανακλά μια στροφή στην οικονομική ισχύ. Όταν χώρες της ζώνης BRI εξετάζουν το εάν θα αποδεχτούν τα πακέτα υποδομών του Πεκίνου, δεν υπάρχει σχεδόν ποτέ μια αντιπροσφορά από τις ΗΠΑ. Ούτε υπάρχει ακόμα μια αμερικανική εταιρεία που μπορεί να προσφέρει εναλλακτική στην τεχνολογία 5G της Huawei.
Στη μάχη με την Κίνα για την επιρροή, το ατού των ΗΠΑ είναι συχνά η ασφάλεια αντί για το εμπόριο. Χώρες περιλαμβανομένων της Ιαπωνίας, της Νότιας Κορέας, της Γερμανίας και της Αυστραλίας έχουν μεγαλύτερες εμπορικές συναλλαγές με την Κίνα απ’ ό,τι με τις ΗΠΑ. Ολες όμως προσβλέπουν στην τελευταία για στρατιωτική προστασία.
Οι ΗΠΑ θα μπορούσαν να υπονομεύσουν το στρατιωτικό πλεονέκτημα, αν ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ προχωρήσει με την επιθυμία του, που μεταφέρουν ρεπορτάζ, να χρεώσει τους συμμάχους για την αμερικανική προστασία.
Η Κίνα, όμως, δεν ασχολείται επί του παρόντος με την προσφορά εγγυήσεων ασφάλειας. Ως αποτέλεσμα, ένας αναδυόμενος κόσμος δύο μπλοκ είναι απίθανο να στηθεί γύρω από ανταγωνιστικές στρατιωτικές συμμαχίες, όπως στον Ψυχρό Πόλεμο, όταν το Σύμφωνο της Βαρσοβίας στάθηκε απέναντι στο ΝΑΤΟ. Αντίθετα, είναι η τεχνολογία που θα γίνει η βάση για τον νέο παγκόσμιο διαχωρισμό.
Η Κίνα εδώ και καιρό απαγόρευσε τις Google και Facebook. Τώρα οι ΗΠΑ πασχίζουν να ανακόψουν τη Huawei. Με τις ανησυχίες να συσσωρεύονται αναφορικά με τον έλεγχο και τη διασυνοριακή μεταφορά δεδομένων, οι χώρες ίσως βρεθούν υπό αυξανόμενη πίεση να διαλέξουν μεταξύ του τεχνολογικού σύμπαντος των ΗΠΑ και της κινεζικής εκδοχής, και ίσως ανακαλύψουν ότι τα δύο είναι αυξανόμενα διαχωρισμένα μεταξύ τους. Μια διαίρεση που ξεκίνησε με την τεχνολογία δεν θα παραμείνει εκεί. Τα δεδομένα και οι επικοινωνίες είναι τώρα θεμελιώδη σχεδόν σε κάθε μορφή επιχειρηματικής δραστηριότητας ή στρατιωτικής δράσης.
Ο κόσμος των δύο μπλοκ του Ψυχρού Πολέμου αντικαταστάθηκε από την εποχή της παγκοσμιοποίησης. Τώρα η ίδια η παγκοσμιοποίηση μπορεί να απειλείται από την επανεμφάνιση του κόσμου των δύο μπλοκ.
© The Financial Times Limited 2019. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation