Τώρα που ο Ντόναλντ Τραμπ έχει μετατοπίσει τις ΗΠΑ από τον Ελεύθερο Κόσμο προς την απολυταρχική φάλαγγα στην παγκόσμια γεωπολιτική αντιπαράθεση, είναι σχεδόν βέβαιο πως αποτελεί θέμα χρόνου να αλλάξει η πολιτική της Ουάσιγκτον για τις κυρώσεις.
Ήδη ο Αμερικανός πρόεδρος κάνει σκέψεις περί ευκαιριών για στενότερη οικονομική εμπλοκή με τη Ρωσία (αν και οι αμερικανικές εταιρείες δεν τρελαίνονται για την ιδέα, δεδομένου ότι ο πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν έχει θάψει τελείως το κράτος δικαίου στη χώρα του).
Αυτό θα σηματοδοτούσε μια τεράστια στροφή, όχι μόνον στον στόχο των αμερικανικών οικονομικών πιέσεων, αλλά σε ολόκληρο τον τρόπο με τον οποίο η Ουάσινγκτον χρησιμοποιεί τα εργαλεία της καταναγκαστικής οικονομικής διπλωματίας.
Στο σχεδόν ένα τέταρτο του αιώνα που έχει περάσει από τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου, η αμερικανική κυβέρνηση έχει δημιουργήσει μια προηγμένη σειρά οικονομικών κυρώσεων με τις οποίες μπορεί να αποκόψει αποτελεσματικά τους στόχους της από την παγκόσμια οικονομία. Το εργαλείο που προτιμά ο Τραμπ, αντ’ αυτού, είναι να αυξήσει το κόστος της πρόσβασης στην αμερικανική αγορά –δηλαδή οι δασμοί.
Υπάρχουν εκείνοι, ίσως ιδιαίτερα εκτός των πλουσιότερων οικονομιών, που θα πουν πως δεν έχει αλλάξει τίποτα θεμελιώδες: οι ΗΠΑ δείχνουν τα δόντια τους, όπως πάντα. Αλλά υπάρχει μια μεγάλη αντίθεση μεταξύ του προσεκτικά μεθοδικού τρόπου που η Ουάσινγκτον κράδαινε το πλαίσιο των κυρώσεων, και της χρήσης των δασμών από την κυβέρνηση Τραμπ, που φαίνεται απρόβλεπτη από τον σχεδιασμό της.
Πρόλαβα τον Λάελ Μπρέιναρντ, διευθυντή του Εθνικού Οικονομικού Συμβουλίου των ΗΠΑ τα τελευταία δυο χρόνια της κυβέρνησης Τζο Μπάιντεν, ο οποίος σημείωσε πως «οι δασμοί… ανακοινώνονται και επιβάλλονται με τρόπο που είναι παντελώς αυθαίρετος και ιδιόρρυθμος… έχουν τις ρίζες τους εξ ολοκλήρου στην εξουσία την οποία χρησιμοποιεί ο πρόεδρος για να ανακοινώσει και μετά να ανακαλέσει».
Υπάρχουν φήμες για μια πιο ολοκληρωμένη προσπάθεια να χρησιμοποιηθεί η αμερικανική οικονομική δύναμη για να επηρεάσει μια «μεγάλη παγκόσμια οικονομική αναδιάταξη» όπως την έχει αποκαλέσει ο υπουργός Οικονομικών Σκοτ Μπέσεντ.
Οι ιδέες που κυκλοφορούν περιλαμβάνουν την αμφισβήτηση των φορολογικών πρακτικών άλλων χωρών, την αποτίμηση του χρυσού του κράτους και το «μπούλινγκ» εναντίον χωρών με μεγάλα πλεονάσματα ώστε να μετατρέψουν τα δολαριακά αποθεματικά τους σε πολύ μακροπρόθεσμους τίτλους με χαμηλά επιτόκια.
««Είναι πολύ μεγαλεπήβολο», είπε ο Brainard, «αλλά αυτό που έχουμε δει είναι πολύ πεζό, απλώς πολλές και πολλές ανακοινώσεις δασμών που είναι δυνητικά πολύ αποδιοργανωτικές, αλλά δεν ξέρουμε γιατί είναι τόσο ασαφείς. Δεν ξέρω τι πραγματικά σημαίνει αυτού του είδους η γλώσσα, που ακούγεται τόσο μεγαλοπρεπής».
Αντιθέτως, αυτό που είναι πολύ ξεκάθαρο είναι η ακρίβεια με την οποία έχει δημιουργηθεί το υπάρχον καθεστώς κυρώσεων, ιδιαίτερα κατά της Ρωσίας. Οι ΗΠΑ όχι μόνο διαθέτουν μια εντυπωσιακή σειρά οικονομικών όπλων, αλλά είχαν επίσης την υποστήριξη σχεδόν όλων των προηγμένων οικονομιών στη δημιουργία μιας κοινής πολιτικής.
«Ο συνασπισμός γύρω από την επιβολή κυρώσεων στη Ρωσία, η προσπάθεια να πιεστεί η Ρωσία να σταματήσει τις εχθροπραξίες στην Ουκρανία, ήταν πραγματικά εντυπωσιακά επιτυχημένη, και αυτό οφειλόταν στην ηγεσία και στις δυο πλευρές του Ατλαντικού. Αλλά οι ΗΠΑ ήταν καθοριστικά σημαντικές σ’ αυτό» είπε ο Μπρέιναρντ.
Και αυτό εγείρει το ερώτημα: τι θα συμβεί σε αυτή την κοινή προσέγγιση αν αποσυρθούν οι ΗΠΑ;
Είναι χρήσιμο να σκεφτούμε τρία διαφορετικά μέτωπα στον οικονομικό πόλεμο που έχει χρησιμοποιήσει η Δύση κατά της Ρωσίας. Υπάρχουν εργαλεία που περιορίζουν τα κέρδη της από τις εξαγωγές, όπως το πλαφόν στην τιμή των αποστολών πετρελαίου που εξυπηρετούνται από δυτικές ναυτιλιακές και ασφαλιστικές εταιρείες, ή το ξεκάθαρο εμπάργκο πωλήσεων ορισμένων εμπορευμάτων.
Ακολουθήστε το Euro2day.gr στο Google News!Παρακολουθήστε τις εξελίξεις με την υπογραφη εγκυρότητας του Euro2day.gr
FOLLOW USΑκολουθήστε τη σελίδα του Euro2day.gr στο LinkedinΥπάρχουν εργαλεία που περιορίζουν τις εισαγωγές της Ρωσίας, επικεντρωμένα ιδιαίτερα στα στρατιωτικά αγαθά και τα αγαθά διπλής χρήσης. Και, τέλος, υπάρχουν οικονομικές κυρώσεις, περιορισμοί στη χρήση δυτικών τραπεζικών υπηρεσιών για τη μεταφορά χρημάτων -που μπορούν να εμποδίσουν το εμπόριο σε οποιαδήποτε από τις δυο κατευθύνσεις, ακόμα και χωρίς άμεσες εμπορικές κυρώσεις. Τα capital controls της Ρωσίας, για παράδειγμα, έγιναν απαραίτητα λόγω της απώλειας πρόσβασης της Μόσχας στα αποθεματικά μετατρέψιμου ξένου συναλλάγματος.
Για να συλλογιστείτε τι θα συνέβαινε αν οι ΗΠΑ ήραν μονομερώς τις κυρώσεις στη Ρωσία, εξετάζοντας κάθε ένα από αυτά τα οικονομικά μέτωπα. Μπορούν η ΕΕ και το Ηνωμένο Βασίλειο μαζί με τους υπόλοιπους δυτικούς εταίρους να ελπίζουν πως θα διατηρήσουν με οποιαδήποτε αποτελεσματικότητα τις κυρώσεις;
Το «οποιαδήποτε αποτελεσματικότητα» είναι το «κλειδί» αυτής της ερώτησης. Τίποτα δεν τους σταματά από το να διατηρήσουν νομικά τις κυρώσεις. Μπορούν, όμως, να συνεχίσουν να περιορίζουν τις οικονομικές ευκαιρίες της Ρωσίας (μην αμφιβάλλετε πως το έχουν πράξει μέχρι τώρα) αν δεν συμμετέχουν και οι ΗΠΑ;
«Ελπίζω πως ποτέ δεν θα το δοκιμάσουμε αυτό» είπε ο Μπρέιναρντ. «Ανησυχώ πάρα πολύ αν υπάρξει αλλαγή στις απόψεις της κυβέρνησης σχετικά με τη σημασία της διατήρησης αυτών των κυρώσεων μέχρι να αποκατασταθεί σταθερά η ειρήνη. Αυτό θα δυσκόλευε περισσότερο τους Ευρωπαίους εταίρους [αλλά] προβλέπω ότι θα συνεχίσουν να προσπαθούν να διατηρήσουν το καθεστώς κυρώσεων που ήταν τόσο σημαντικό».
Πόση αυτόνομη δύναμη έχει λοιπόν η Ευρώπη στον τομέα του οικονομικού καταναγκασμού; Ανάλογα με την κατηγορία των κυρώσεων, νομίζω ότι η απάντηση είναι «όχι πολύ», «πολύ» και «αρκετή».
Η δυνατότητα να στερηθεί από τη Ρωσία η πρόσβαση στην εισαγωγή στρατηγικών αγαθών δεν αξίζει και πολλά αν δεν «παίζουν μπάλα» και οι ΗΠΑ. Σχεδόν για κάθε αντικείμενο του οποίου κάποια χώρα απαγορεύει την πώληση, θα υπάρχει ένα επαρκές ή ανώτερο αμερικανικό υποκατάστατο. Και ακόμα και αν δεν υπάρχει, οι πωλήσεις μπορεί να αναδρομολογηθούν μέσω των ΗΠΑ.
Φυσικά σήμερα υπάρχει καταστρατήγηση -το εμπόριο μέσω των γειτόνων της Ρωσίας όπως η Τουρκία, η Κϊνα και τα κράτη της κεντρικής Ασίας έχει εκτιναχθεί- αλλά μέρος του μπορεί να σταματήσει αν οι αρχές είναι αποφασισμένες να επιβάλλουν σωστά τις κυρώσεις τους. Προσπαθήστε, όμως, να σταματήσετε τις εξαγωγές προς τις ΗΠΑ: δεν θα μπορούσε να γίνει αν δεν συνεργαστούν οι ΗΠΑ.
Το μπλοκάρισμα των εξαγωγών της Ρωσίας είναι τελείως διαφορετικό θέμα. Τα δεδομένα της γεωγραφίας και τα δώρα της φύσης από καιρό σημαίνουν πως ο μεγαλύτερος όγκος των ρωσικών εξαγωγών αποτελούνταν από εμπορεύματα που στέλνονταν στην Ευρώπη.
Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για το φυσικό αέριο: ένα μεγάλο μέρος εξορύσσεται στο ευρωπαϊκό τμήμα της Ρωσίας και μπορεί να διοχετευθεί με αγωγούς μόνο στην Ευρώπη προς το παρόν (χρειάζεται χρόνος για την κατασκευή εναλλακτικών αγωγών και υπάρχει όριο στο πόσο μπορεί να υγροποιηθεί και να μεταφερθεί με δεξαμενόπλοια υγροποιημένου φυσικού αερίου).
Η Ευρώπη υπήρξε επίσης μια μεγάλη αγορά για το πετρέλαιό της. Αν η Ευρώπη είναι αποφασισμένη να κρατήσει την αγορά της κλειστή, μπορεί να κάνει σημαντική διαφορά ακόμη και χωρίς τις ΗΠΑ - οι οποίες δεν ήταν ποτέ μια μεγάλη άμεση αγορά για τις ρωσικές εξαγωγές εμπορευμάτων.
Αυτό φαίνεται στην ιστορία του πλαφόν στην τιμή του πετρελαίου -την πολιτική που απαγορεύει στις δυτικές εταιρείες να εξυπηρετούν αποστολές ρωσικού πετρελαίου αν το πετρέλαιο αυτό δεν πωλείται κάτω από μια ορισμένη τιμή (60 δολάρια το βαρέλι για το αργό).
Η ΕΕ και το Ηνωμένο Βασίλειο κυριαρχούν σε αυτές τις υπηρεσίες παγκοσμίως, από τη ναυτιλία έως την ασφάλιση φορτίων. Έτσι, οι ευρωπαϊκές κυρώσεις είχαν μεγάλο αντίκτυπο - πολύ μεγαλύτερο από την απόλυτη απαγόρευση των ΗΠΑ στις εισαγωγές ρωσικού πετρελαίου.
Πράγματι, οι κυρώσεις θα μπορούσαν να είχαν επιφέρει πολύ μεγαλύτερο πλήγμα αν οι ΗΠΑ δεν είχαν πιέσει την Ευρώπη να επιτρέψει τις πωλήσεις κάτω από το ανώτατο όριο αντί να απαγορεύσει ξεκάθαρα τις υπηρεσίες αυτές, σε οποιαδήποτε τιμή πώλησης πετρελαίου. Αυτό στο οποίο συνέβαλαν οι ΗΠΑ ήταν να αποθαρρύνουν την παράκαμψη των κυρώσεων, στοχεύοντας συγκεκριμένα «σκιώδη» πλοία που μεταφέρουν ρωσικό πετρέλαιο χωρίς αξιόπιστη ασφάλιση. Αλλά η Ευρώπη έχει πάρει τη σκυτάλη και από την πλευρά της επιβολής.
Οι Ευρωπαίοι μπορούν όχι μόνο να πιέζουν μονομερώς τα έσοδα της Ρωσίας από τις εξαγωγές εμπορευμάτων, αλλά έχουν και πολλά περιθώρια να τα περιορίσουν περισσότερο. Αυτό θα μπορούσε να αφορά τη βαθμονόμηση των κυρώσεων (θα μπορούσατε να μειώσετε το ανώτατο όριο της τιμής του πετρελαίου), το πεδίο εφαρμογής τους (μπορείτε να επεκτείνετε τις εμπορικές κυρώσεις σε άλλα αγαθά, όπως το υγροποιημένο φυσικό αέριο και άλλα εμπορεύματα) και την επιβολή τους (να κλείσουν τα παραθυράκια, να υπάρξει καταδίωξη των παραβατών των κυρώσεων, να επιβληθούν κυρώσεις στα πλοία του σκιώδους στόλου με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα και να επιβληθούν δευτερογενείς κυρώσεις).
Τέλος, τι γίνεται με τις οικονομικές κυρώσεις; Εδώ κυριαρχούν οι ΗΠΑ - με μια σημαντική εξαίρεση. Το δολάριο εξακολουθεί να είναι το ασυναγώνιστο νόμισμα συναλλαγών και ο αποκλεισμός από το χρηματοπιστωτικό σύστημα των ΗΠΑ που βασίζεται στο δολάριο είναι ένας κίνδυνος που λίγοι θέλουν να αναλάβουν, γι' αυτό και η διακοπή των τραπεζικών υπηρεσιών των ΗΠΑ σε ένα πρόσωπο ή μια οντότητα που έχει υποστεί κυρώσεις είναι τόσο καταστροφική.
Αντίθετα, όσο έχετε πρόσβαση στο χρηματοπιστωτικό σύστημα των ΗΠΑ, οι άλλοι μπορούν να σας κάνουν ελάχιστα πράγματα. Ειδικότερα, οι ευρωπαϊκές τραπεζικές κυρώσεις θα είχαν ελάχιστο αντίκτυπο, καθώς η Ρωσία θα μπορούσε απλώς να κάνει τις διεθνείς συναλλαγές της σε δολάρια ΗΠΑ μέσω αμερικανικών τραπεζών.
Υπάρχει όμως μια οικονομική κύρωση στην οποία η Ευρώπη έχει το πάνω χέρι –μάλιστα έχει το μόνο χέρι: το μπλοκάρισμα της πρόσβασης της Κεντρικής Τράπεζας της Ρωσίας σε αποθεματικά ξένου συναλλάγματος ύψους εκατοντάδων δισεκατομμυρίων. Ουσιαστικά όλα αυτά είναι στην ευρωπαϊκή δικαιοδοσία, κυρίως υπό τη μορφή μιας μπλοκαρισμένης κατάθεσης περίπου 200 δισ. ευρώ της CBR στην Euroclear Bank στο Βέλγιο.
Μέχρι τώρα, οι περισσότερες ευρωπαϊκές αρχές έχουν αρνηθεί την ευκαιρίαν να αναγκάσουν τη Ρωσία να αποζημιώσει την Ουκρανία για τις ζημιές που έχει προκαλέσει. (Ο Μπρέναρντ ορθώς σημείωσε πως «γνωρίζουμε ότι το κόστος του πολέμου ήταν μεγαλύτερο από ολόκληρο το ποσό των ακινητοποιημένων κρατικών ρωσικών περιουσιακών στοιχείων». Και έτσι είναι: η Παγκόσμια Τράπεζα μόλις δημοσιοποίησε την επικαιροποιημένη εκτίμησή της για το κόστος ανοικοδόμησης της Ουκρανίας, στα 524 δισ. δολάρια).
Τόσο στρατηγικά όσο και οικονομικά, αυτό οπωσδήποτε θα πρέπει να επανεξεταστεί. Για χρόνια οι ηγέτες άφηναν να εννοηθεί πως τα χέρια τους είναι δεμένα λόγω του διεθνούς δικαίου· ο Γάλλος πρόεδρος Εμμανουέλ Μακρόν το επανέλαβε αυτό στον Λευκό Οίκο αυτήν την εβδομάδα.
Αλλά πρόκειται για ένα έμμεσο επιχείρημα που απλώς εξυπηρετεί στο να κρυφτεί μια πολιτική επιλογή να μην γίνει τίποτα. Πλέον υπάρχουν καλά εδραιωμένες νομικές οδοί για την κατάσχεση, όπως έδειξε έκθεση προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο πριν από έναν χρόνο. Και υπάρχουν τρόποι να πάει το χρήμα στην Ουκρανία χωρίς να κατασχεθεί το ο,τιδήποτε –μοιράζοντας τα υπόλοιπα της Euroclear σε μια νέα τραπεζική οντότητα που θα μπορούσε να έχει την οδηγία να δανείζει στην Ουκρανία, όπως έχω προτείνει, ή αντιστοιχίζοντας και συμψηφίζοντας τις απαιτήσεις της Ρωσίας με τις υποχρεώσεις της, όπως υποστηρίζουν ο Λη Μπακχαϊτ και ο Χιούγκο Ντίξον.
Η Ευρώπη κλαίγεται ότι δεν της έδωσαν θέση στο τραπέζι καθώς ο Τραμπ παζαρεύει με τον Πούτιν για την Ουκρανία. Αλλά ο καλύτερος τρόπος για να αποκτήσει θέση στο τραπέζι είναι να έχει κάτι να φέρει στο τραπέζι. Είναι σαφές ότι δεν αρκούν τα ειρηνευτικά στρατεύματα που θα κάθονται και θα προσέχουν ό,τι έχει δώσει ο Τραμπ. Η αυστηροποίηση των κυρώσεων και η κατάσχεση μερικών εκατοντάδων δισεκατομμυρίων για την Ουκρανία, όμως, μπορεί να αρκούν.
© The Financial Times Limited 2025. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation