Έχοντας επιβιώσει πάνω από μια δεκαετία κρίσης, ο Έλληνας ξενοδόχος Γιάννης Ρέτσος πιστεύει πως έχει αποκτήσει την ικανότητα να αντέχει οποιαδήποτε αντιξοότητα. «Είμαι ο ιδανικός [άνθρωπος] για να αντιμετωπίσει κρίσεις» λέει ο 55χρονος διευθύνων σύμβουλος του τουριστικού ομίλου Electra Hotels & Resorts με έδρα την Αθήνα.
Ο Ρέτσος βλέπει τον εαυτόν του ως μέρος μιας χαμένης γενιάς Ελλήνων επιχειρηματιών των οποίων οι φιλοδοξίες συνετρίβησαν καθώς αντιμετώπιζαν τη χειρότερη οικονομική πτώση που είχε δει αναπτυγμένη χώρα από την εποχή της Ύφεσης. «Μαθαίνεις να είσαι αμυντικός» λέει. «Σταματάς να ονειρεύεσαι».
Αλλά μετά το τέλος της πανδημίας, ο Ρέτσος και πολλοί ομότιμοί του αντιμετωπίζουν μια παντελώς νέα πρόκληση. Ξαφνικά πρέπει να αντιμετωπίσουν μια απρόσμενη οικονομική έκρηξη στην περιοχή τους.
Το ίδιο ισχύει και για άλλες ευρωπαϊκές χώρες, οι επώδυνες κρίσεις χρέους των οποίων ώθησαν κάποτε την ευρωζώνη κοντά στο σημείο της κατάρρευσης. Τώρα, περίπου 15 χρόνια μετά, για την Πορτογαλία, την Ιταλία, την Ιρλανδία, την Ελλάδα και την Ισπανία –που χαρακτηρίστηκαν ατιμωτικά «PIIGS» (γουρούνια) από ορισμένους αναλυτές στο παρελθόν- ο τροχός έχει γυρίσει.
Η Ιρλανδία, η πρώτη που βγήκε από την κρίση πολύ πριν την έλευση της Covid-19, πρόσφατα, μαζί με τις άλλες χώρες που επλήγησαν σκληρά, έγιναν οι μεγαλύτεροι οδηγοί ανάπτυξης της Ευρώπης. Με ένα πλήρες γύρισμα της τύχης, οι ασθενείς κάποτε χώρες της «περιφέρειας» έχουν κλέψει τη λάμψη του προηγουμένως κυρίαρχου «πυρήνα», συμπεριλαμβανομένων του Βελγίου, της Ολλανδίας, της Αυστρίας και, στο κέντρο, της Γερμανίας.
Στα 15 χρόνια μέχρι την πανδημία, το γερμανικό ΑΕΠ κατά μέσο όρο αυξήθηκε κατά 1,5% ετησίως, ενώ τα τέσσερα νότια κράτη εμφάνισαν αύξηση μόλις 0,3% κατά μέσο όρο. Από το 2020, η Ισπανία, η Ιταλία, η Πορτογαλία και η Ελλάδα έχουν κατά μέσο όρο επεκταθεί κατά 1,3% ετησίως -ποσοστό απογοητευτικό σε σύγκριση με την ακμάζουσα αμερικανική οικονομία- αλλά, κατά μέσο όρο, οι τέσσερις οικονομίες είναι σχεδόν 6% μεγαλύτερες απ’ ότι ήταν στην αρχή της πανδημίας.
Εν τω μεταξύ, η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης, η Γερμανία, δεν είχε καθόλου αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας τα τελευταία τέσσερα χρόνια, και η Bundesbank έχει προειδοποιήσει πως αυτή η στασιμότητα μπορεί να συνεχιστεί και το 2025. Αντιθέτως, η Κομισιόν περιμένει πως η Ισπανία και η Ελλάδα θα εμφανίσουν ρυθμό ανάπτυξης 2,3% φέτος, η Πορτογαλία 1,9% και η Ιταλία 1%.
Για τον Davide Oneglia, οικονομολόγο της εταιρείας συμβούλων μακροοικονομικών προβλέψεων GlobalData TS Lombard, τα θετικά νέα από τον Νότο είναι ένας από τους λίγους λόγους «για να είμαστε πιο αισιόδοξοι για την ευρωζώνη απ’ ότι η τρέχουσα απαισιόδοξη πλειοψηφούσα γνώμη».
Επειδή οι μεσογειακές χώρες είναι λιγότερο εκτεθειμένες σε πιθανούς αμερικανικούς δασμούς, «περισσότερο ευάλωτες σε μειώσεις επιτοκίων» και εξακολουθούν να επωφελούνται από τις μεγάλες μεταφορές ευρωπαϊκών πόρων, ο Oneglia προβλέπει πως η υπεραπόδοση θα συνεχιστεί.
Ο ευρωπαϊκός Νότος έχει πολύ μεγαλύτερη έκθεση σε τομείς υπηρεσιών και εξαρτάται λιγότερο από τη μεταποίηση, απ’ ότι οι χώρες του «πυρήνα» όπως η Γερμανία, όπου οι κλάδοι των αυτοκινήτων και των χημικών ήταν οι κυρίαρχες δυνάμεις.
Άλλο ένα φωτεινό σημείο είναι ο τουρισμός, που πήρε ώθηση από την «εγκλωβισμένη» ζήτηση για ταξίδια και τις μεγαλύτερες αποταμιεύσεις κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Στην Ισπανία και στην Ελλάδα, οι αφίξεις τουριστών σημείωσαν διψήφια αύξηση το 2024 σε ετήσια βάση.
«Αυτό έχει κάνει μεγάλη διαφορά, επειδή ο τουρισμός διαχέεται πολύ βαθιά στην οικονομία» λέει ο Τάσος Αναστασάτος, chief economist στην Eurobank, προσθέτοντας πως η φιλοξενία βασίζεται σε τοπικούς εργαζόμενους και προϊόντα. Συμπεριλαμβανομένων τέτοιων έμμεσων επιπτώσεων, ο τουρισμός αντιπροσωπεύει τουλάχιστον το ένα πέμπτο της οικονομικής παραγωγής στην Ελλάδα.
Αλλά οι χώρες της ευρωζώνης που συνορεύουν με τη Μεσόγειο -ιδιαίτερα η Ιταλία και η Ελλάδα- συνεχίζουν να επιβαρύνονται με υψηλά δημόσια χρέη, δύσκαμπτες αγορές εργασίας, μια πληθώρα γραφειοκρατίας και ένα ταχέως γηράσκον εργατικό δυναμικό. Η έκρηξη στα ταξίδια έχει επίσης οδηγήσει σε ανησυχίες για υπερτουρισμό σε ορισμένες δημοφιλείς περιοχές.
Αυτό κάνει ορισμένους οικονομολόγους να αναρωτιούνται αν η τρέχουσα ανάπτυξη αποτελεί σημάδι μιας πιο μόνιμης στροφής ή αν είναι απλά μια βραχυπρόθεσμη παρέκκλιση. O Jörg Krämer, επικεφαλής οικονομολόγος της Commerzbank είναι «επιφυλακτικός» ως προς το ότι «η άνω του μέσου όρου ανάπτυξη των χωρών στον νότο της νομισματικής ένωσης θα συνεχίσει για πολύ ακόμα», υποστηρίζοντας πως τα δομικά προβλήματα παραμένουν σε μεγάλο βαθμό άλυτα.
Αλλά ο Christian Schulz, οικονομολόγος ευρωζώνης στη Citi, λέει πως «οι υψηλότεροι ρυθμοί ανάπτυξης… οδηγούνται από πραγματικές βελτιώσεις», παραπέμποντας στα χρόνια των χαμηλότερων του μέσου όρου αυξήσεων σε τιμές και μισθούς καθώς και σε ορισμένες περιορισμένες μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας.
«Ένα μειονέκτημα 30% στο μοναδιαίο κόστος εργασίας που υπήρχε κατά την πρώτη δεκαετία της νομισματικής ένωσης έχει αντισταθμιστεί», προσθέτει. Για αυτούς τους λόγους, είναι ανένδοτος ως προς το ότι αυτή η «ανάποδη» επίδοση αντανακλά κάτι πιο σημαντικό από απλώς μια γερμανική αδυναμία.
Οι νότιες χώρες, πολλές από τις οποίες κάποτε έλαβαν τεράστια ποσά διάσωσης, έχουν τώρα μετατραπεί σε «άγκυρα σταθερότητας» για την Ευρώπη, λέει ο Schulz, σε μια περίοδο που το μπλοκ βρίσκεται πίσω από τις ΗΠΑ σε όρους ανάπτυξης και ανταγωνιστικότητας.
Το Ταμείο Ανάκαμψης
Η οικονομική άνθηση των χωρών που ενεπλάκησαν στην κρίση χρέους της Ευρώπης μπορεί εν μέρει να εντοπιστεί στις ίδιες τις Βρυξέλλες: ένα επενδυτικό πρόγραμμα ύψους 800 δισ. ευρώ που χρηματοδοτείται με έκδοση χρέους και το οποίο η ΕΕ λανσάρισε κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
Μέσω του λεγόμενου NextGenerationEU, τα κράτη μέλη λαμβάνουν κονδύλια για να επενδύσουν σε μεταφορές και ψηφιακή υποδομή, παραγωγή πράσινης ενέργειας, έρευνα και ανάπτυξη, μεταξύ άλλων, με αντάλλαγμα να προχωρήσουν σε δομικές μεταρρυθμίσεις που ενισχύουν την παραγωγικότητα.
Η Πορτογαλία, η Ιταλία, η Ισπανία και η Ελλάδα είναι οι βασικοί αποδέκτες. Αν και οι τέσσερις χώρες αντιπροσωπεύουν μόλις το 28% του ΑΕΠ της ευρωζώνης, αναμένεται να λάβουν το 78% όλων των κονδυλίων μέσω του προγράμματος, σύμφωνα με δεδομένα της ΕΚΤ. Το πρόγραμμα έχει προς το παρόν οριστεί να διαρκέσει έως τα μέσα του 2026.
Στην Ιταλία, γύρω στα 25 δισ. από κεφάλαια του NextGenEU χρησιμοποιούνται για μια μεγάλη αναβάθμιση του σιδηροδρομικού δικτύου, συμπεριλαμβανομένων νέων σιδηροδρομικών γραμμών για τρένα υψηλής ταχύτητας προς τα νότια της χώρας, όπου οι μετακινήσεις είναι πολύ πιο αργές απ’ ότι στον ευημερούντα βορρά.
Επενδύσεις δισεκατομμυρίων ευρώ σε υποδομές δημιουργούν την απαραίτητη απασχόληση σε μια περιοχή που ιστορικά είχε έλλειψη θέσεων εργασίας. Η WeBuild, εταιρεία μηχανικών με έδρα τη Ρώμη που εκτελεί ορισμένα από τα έργα, έχει δημιουργήσει μέχρι και ειδικά προγράμματα εκπαίδευσης για να διδάξει τη σχετική τεχνική τεχνογνωσία σε ανειδίκευτους εργάτες.
Για να «ξεκλειδώσουν» τα κεφάλαια, η Ιταλία έπρεπε να προχωρήσει σε μεγάλες μεταρρυθμίσεις των συστημάτων δημόσιας διοίκησης και δικαιοσύνης, με στόχο να εξορθολογήσει, να απλοποιήσει και να επιταχύνει διαδικασίες και λήψεις αποφάσεων, ώστε να ενισχύσει την αποδοτικότητα και την μακροπρόθεσμη ανταγωνιστικότητα της χώρας.
Οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που απαιτούν οι Βρυξέλλες είναι πιο σημαντικές από τα ίδια τα χρήματα, υποστηρίζει ο Γιάννης Στουρνάρας, διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος. «Αν εφαρμοστούν, οι μεταρρυθμίσεις θα βελτιώσουν τις βασικές λειτουργίες του κράτους καθώς θα μειώσουν τη γραφειοκρατία και την αναποτελεσματικότητα και θα βελτιώσουν το σύστημα της δικαιοσύνης», είπε.
Ο Στουρνάρας παραπέμπει σε έρευνες της κεντρικής τράπεζας της Ελλάδος σύμφωνα με τις οποίες τα μέτρα εκείνα μόνο θα μπορούσαν να αυξήσουν το ΑΕΠ έως και 10% μέχρι το 2040. «Αυτή είναι μια τεράστια και μοναδική ευκαιρία», προσθέτει.
Από όλες τις πρώην χώρες της κρίσης χρέους, η Ισπανία είναι αυτή που τελευταία εμφανίζει τις καλύτερες επιδόσεις από τις μεγάλες ευρωπαϊκές οικονομίες. Το 2024 το ΑΕΠ της σημείωσε αύξηση 3,1% και η κεντρική της τράπεζα προβλέπει 2,5% φέτος.
Η έκρηξη τροφοδοτείται εν μέρει από τις αυξανόμενες επενδύσεις σε αιολικά και ηλιακά πάρκα. Η Ισπανία προσέλκυσε άμεσες ξένες επενδύσεις 33 δισ. δολαρίων στο διάστημα Ιανουαρίου-Νοεμβρίου 2024, όσο έλαβε κατά το σύνολο του 2023, σύμφωνα με την fDi Markets, μια βάση δεδομένων των FT που παρακολουθεί τις ανακοινώσεις για νέες επενδύσεις.
Στις ΑΠΕ, η Ισπανία καλωσόρισε 54 νέα projects την ίδια περίοδο του 2024, καταλαμβάνοντας την τρίτη θέση μετά τις ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο, ενώ το 2023 ήταν στην πρώτη θέση μαζί με τις ΗΠΑ, με 77 νέα projects.
Σύμφωνα με την ισπανική εταιρεία διαχείρισης δικτύου Red Eléctrica, οι ΑΠΕ το 2024 αντιπροσώπευαν το 56% όλης της παραγωγής ηλεκτρισμού –ήταν η δεύτερη συνεχόμενη χρονιά που παρήγαγαν περισσότερο ηλεκτρισμό, απ’ όσο συνδυαστικά οι μονάδες ορυκτών και πυρηνικών καυσίμων. Στη διάθεσή της έχει τα φυσικά της πλεονεκτήματα: άφθονο ήλιο, άφθονο αέρα και μια σχετικά αραιοκατοικημένη ύπαιθρο.
Ως αποτέλεσμα, τα κόστη ηλεκτρισμού είναι χαμηλότερα απ’ ότι σε πολλές άλλες χώρες της ΕΕ –ένα πλεονέκτημα που προσελκύει όλο και περισσότερες ενεργοβόρες εταιρίες. Τον Μάιο, η Amazon Web Services ανακοίνωσε πως θα επενδύσει σχεδόν 16 δισ. ευρώ για να επεκτείνει τα υφιστάμενα data centres της στην Ισπανία.
Η Moeve με έδρα τη Μαδρίτη –παλαιότερα γνωστή ως Cepsa, η οποία ανήκει στο κρατικό επενδυτικό ταμείο του Άμπου Ντάμπι και στην αμερικανική εταιρεία private equity Carlyle- έχει προβλέψει πάνω από 3 δισ. ευρώ για επενδύσεις σε υποδομές υδρογόνου στην Ανδαλουσία, μια αυτόνομη περιοχή στη νότια Ισπανία.
Ένα από τα project-ορόσημα είναι μια μονάδα στην επαρχία Χουέλβα, μια γωνιά της νότιας Ισπανίας που βλέπει στον Ατλαντικό, η οποία θα χρησιμοποιεί αιολική και ηλιακή ενέργεια για να παράγει πράσινο υδρογόνο που θα χρησιμοποιείται σε κοντινά εργοστάσια χημικών, συμπεριλαμβανομένου ενός εργοστασίου της Moeve που φτιάχνει ισοπροπυλική αλκοόλη.
Θα μπορούσαν να ακολουθήσουν και άλλες εταιρίες, τροφοδοτώντας μια νέα εποχή ευημερίας για τη νότια Ευρώπη καθώς ανεβάζει ταχύτητα η ενεργειακή μετάβαση.
Στο παρελθόν οι εταιρείες έντασης ενέργειας επέλεγαν βάσεις στη «βόρεια Γερμανία και στην Ολλανδία όπου το φυσικό αέριο ήταν το φθηνότερο» λέει ο Maarten Wetselaar, διευθύνων σύμβουλος της Moeve. «Αν αποδεχθείς πως η βιομηχανία θα χρειαστεί να καταναλώσει πράσινη ενέργεια, τότε με την πάροδο του χρόνου θα χρειαστεί να μεταφερθεί εκεί που είναι φθηνότερη», προσθέτει ο Wetselaar, ξεχωρίζοντας τη νότια Ισπανία και την Πορτογαλία ως πιθανές επιλογές.
Η κατασκευή της μονάδας υδρογόνου της Moeve αναμένεται να ξεκινήσει το πρώτο εξάμηνο του έτους, αλλά τα κεφάλαια από τα projects ήδη ρέουν στην τοπική οικονομία καθώς η εταιρεία προσλαμβάνει εταιρείες σχεδιασμού, μηχανικής και κατασκευών. Η Masa, όμιλος βιομηχανικών υπηρεσιών, λέει πώς κέρδισε συμβόλαιο για να εγκαταστήσει 525 τόνους δομικού μετάλλου και 1.486 μέτρα σωληνώσεων για το εργοστάσιο ισοπροπυλικής αλκοόλης, που ήδη χτίζεται.
«Η καθαρή ενέργεια σε ανταγωνιστικές τιμές είναι μια σπουδαία ευκαιρία για να βιομηχανοποιηθεί η Ανδαλουσία» λέει ο Jorge Paradela, σύμβουλος βιομηχανίας για την κυβέρνηση της Ανδαλουσίας, προσθέτοντας πως η επένδυση υδρογόνου της Moeve θα μπορούσε να δημιουργήσει περισσότερες από 10.000 θέσεις εργασίας για την περιοχή.
Αλλά η δημιουργία θέσεων εργασίας απαιτεί την εύρεση ανθρώπων που θα καλύψουν αυτά τα κενά. Για να συνεχίσει να κινεί την οικονομία της, η Μαδρίτη βασίζεται στους ξένους εργάτες. Τα τελευταία τρία χρόνια, 700.000 μετανάστες σε εργάσιμη ηλικία, πολλοί από τους οποίους από την ισπανόφωνη Λατινική Αμερική, έχουν ενταχθεί στο εργατικό δυναμικό της Ισπανίας, σύμφωνα με την Funcas, ένα ίδρυμα ταμιευτηρίου.
Ο πρωθυπουργός Pedro Sánchez είναι ένας από τους λίγους ηγέτες της ΕΕ που εξυμνεί τη σημασία της μετανάστευσης. «Υπάρχουν 150.000 κενές θέσεις εργασίας στην Ισπανία» είπε τον Οκτώβριο. «Υπάρχει ανάγκη για εργασία. Ως εκ τούτου είναι επιτακτική ανάγκη η Ευρώπη να οικοδομήσει μια θετική συζήτηση για τη μετανάστευση».
Αν και πολλοί οικονομολόγοι είναι ενθουσιασμένοι με την ανάπτυξη των χωρών της νότιας Ευρώπης, ορισμένοι σκεπτικιστές προειδοποιούν πως οι «οδηγοί» της υπεραπόδοσης μπορεί να είναι απλά προσωρινοί.
Συγκεκριμένα, παραπέμπουν στη φρενήρη μεταπανδημική έκρηξη ανακαίνισης σπιτιών στην Ιταλία, που έγινε λόγω των πλουσιοπάροχων επιδοτήσεων για ανακαινίσεις που βελτιώνουν την ενεργειακή αποδοτικότητα.
Με την ονομασία «πρόγραμμα σούπερ μπόνους», οι ιδιοκτήτες ακινήτων μεταξύ του 2020 και του 2023 μπορούσαν να έχουν έκπτωση 110% του κόστους των εργασιών από τους φορολογικούς λογαριασμούς τους. Το αμφιλεγόμενο πρόγραμμα εκτιμάται πως κόστισε στο δημόσιο ταμείο 200 δισ. ευρώ από τότε που ξεκίνησε.
Ενώ έδωσε ώθηση στον κατασκευαστικό κλάδο, οι επικριτές υποστηρίζουν πως ενθάρρυνε την απάτη, πίεσε σοβαρά τα δημόσια οικονομικά και οδήγησε σε υπερβολικές δαπάνες.
«Η Ιταλία ξόδεψε ένα τεράστιο ποσό χρημάτων και η επίπτωση ήταν μικρή σε όρους ανάπτυξης» λέει ο οικονομολόγος Lorenzo Codogno, πρώην ανώτατος αξιωματούχος του ιταλικού υπουργείου Οικονομικών. Υποστηρίζει πως οι επιδοτήσεις «φούσκωσαν» τεχνητά τον κατασκευαστικό κλάδο της Ιταλίας και εκτόπισαν «πολλά άλλα έργα που έπρεπε να υλοποιηθούν».
«Είναι μια τρομερή κληρονομιά» πρόσθεσε ο Codogno.
Ένας άλλος διαδεδομένος φόβος είναι πως η κρίση στη γερμανική βιομηχανία θα συμπαρασύρει τις νότιες χώρες. Για παράδειγμα, η βιομηχανική «καρδιά» στη βόρεια Ιταλία είναι έδρα πολλών κατασκευαστών που προμηθεύουν εξαρτήματα σε γερμανικές μάρκες.
«Η Ιταλία εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό από τη ζήτηση του γερμανικού τομέα της αυτοκινητοβιομηχανίας» λέει ο Francesco Giaviazzi, πρώην σύμβουλος του Μάριο Ντράγκι κατά τη διάρκεια της σύντομης θητείας του ως πρωθυπουργού της Ιταλίας, ο οποίος προειδοποιεί πως «ο θάνατος της γερμανικής αυτοκινητοβιομηχανίας» θα είναι «μεγάλο σοκ» για τους Ιταλούς κατασκευαστές.
Στην Ελλάδα, παρά τα χρόνια ανάπτυξης, η οικονομική παραγωγή εξακολουθεί να είναι ένα πέμπτο χαμηλότερα της κορυφής της το 2008, προσαρμοσμένη στον πληθωρισμό. Οι μισθοί και οι συντάξεις επίσης παραμένουν πολλοί χαμηλότερα των προ κρίσης επιπέδων, με τον μέσο μηνιαίο μισθό να είναι 22% χαμηλότερος του κόστους διαβίωσης στην Αθήνα, την πρωτεύουσα της χώρας.
Ένα εντυπωσιακό 67% των Ελλήνων θεωρούν πως είναι «φτωχοί», και οι αναλυτές προειδοποιούν πως η χώρα παράγει μια νέα τάξη «εργαζόμενων φτωχών», που δουλεύουν με πλήρες ωράριο, αλλά δυσκολεύονται να τα βγάλουν πέρα, ιδιαίτερα σε ακριβές πόλεις όπως η Αθήνα όπου το κόστος της στέγης έχει εκτιναχθεί στα ύψη.
«Πολλοί Έλληνες έχουν πτυχία και μεταπτυχιακά και ψάχνουν για εργασίες υψηλής εξειδίκευσης. Αλλά η οικονομία εξακολουθεί να μην έχει το βάθος για να παράγει αρκετές τέτοιες θέσεις» λέει ο Αναστασάτος της Eurobank.
Την ίδια ώρα, η ελληνική έκρηξη είναι τόσο έντονη που οι εργοδότες ψάχνουν όλο και πιο απεγνωσμένα εργαζόμενους –μια τάση που εμφανίζεται σε όλη την Ευρώπη. Στην Πορτογαλία αυτό έχει επιδεινωθεί από το brain drain νέων ταλέντων, που φεύγουν για πιο πλούσιες ευρωπαϊκές χώρες, κάτι που η συντηρητική κυβέρνηση προσπαθεί να αντιστρέψει παρέχοντας φορολογικά κίνητρα.
Στην Ελλάδα, ο δυναμικός κλάδος των κατασκευών νοιώθει τον αντίκτυπο της έλλειψης εργατικού δυναμικού. Ο Ορέστης Κωνσταντίνου, managing partner της κατασκευαστικής εταιρείας Stepsis, με έδρα την Αθήνα, λέει πως τα κατασκευαστικά έργα στα ελληνικά νησιά έχουν γίνει «εφιάλτης».
Σε τουριστικά hotspots τα ημερομίσθια για ανειδίκευτους εργάτες κατασκευών είναι τώρα υψηλότερα απ’ ότι στην πρωτεύουσα. «Στέλνουμε (εργάτες) από την Αθήνα στα νησιά» λέει, προσθέτοντας πως οι ανειδίκευτοι εργάτες τώρα βγάζουν την ημέρα τόσα όσα έβγαζε πριν από μερικά χρόνια «ένας τεχνικός με 30 χρόνια εμπειρίας».
Η ζήτηση είναι τόσο μεγάλη που οι αλυσίδες προμήθειας έχουν φτάσει σε σημείο κατάρρευσης, λέει ο Κωνσταντίνου. «Αν παραγγείλεις σήμερα (δομικά υλικά), θα σου πουν πως θα παραδοθούν σε έναν μήνα αλλά στην πραγματικότητα θα χρειαστεί έξι μήνες» προσθέτει. «Είναι χάος».
Ο Ρέτσος, που διαχειρίζεται έξι πολυτελή ξενοδοχεία στην Ελλάδα, αντιμετωπίζει παρόμοια προβλήματα στον κλάδο της φιλοξενίας. Νέοι διεθνείς operators πολυτελών ξενοδοχείων, που επενδύουν σημαντικά στην Ελλάδα, προσπαθούν να του αποσπάσουν τους καλύτερους υπαλλήλους του.
«Πρέπει διαρκώς να αυτοσχεδιάζεις» λέει ο Ρέτσος, ο οποίος έχει αποφασίσει να συνεχίσει να επενδύει και τώρα χτίζει το έβδομο ξενοδοχείο στην Ελλάδα.
Αλλά μετά το διαρκές τραύμα της κρίσης, και δεδομένης της αβεβαιότητας που απορρέει από τον πόλεμο στην Ουκρανία και τη σύρραξη στη Μέση Ανατολή και τα πολλά άλυτα διαρθρωτικά προβλήματα στην Ελλάδα, ο επιχειρηματίας λέει πως παραμένει επιφυλακτικός και σε εγρήγορση: «Έχω την αίσθηση πως ίσως από τη μια μέρα στην άλλη κάτι [κακό] θα μπορούσε να συμβεί».
© The Financial Times Limited 2025. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation