Η G7 είναι η «διοικούσα επιτροπή του ελεύθερου κόσμου», σύμφωνα με τον Τζέικ Σάλιβαν, σύμβουλο εθνικής ασφάλειας του προέδρου Τζο Μπάιντεν. Αν είναι έτσι, ο ελεύθερος κόσμος έχει πρόβλημα. Οι περισσότερες κυβερνήσεις εντός G7 είναι πλέον τόσο επιβαρυμένες με εσωτερικά πολιτικά προβλήματα, που δεν είναι σε θέση να κουμαντάρουν την ίδια τους τη χώρα — πόσο μάλλον τον ελεύθερο κόσμο.
Δείτε την πολιτική κατάσταση σε Γαλλία, Γερμανία, Καναδά, Ιαπωνία και Νότια Κορέα (η τελευταία δεν είναι επίσημα μέλος της G7, αλλά παρακολουθεί τακτικά τις συνόδους κορυφής της). Στη Γαλλία πρόσφατα έπεσε η κυβέρνηση, λόγω αδυναμίας να εγκριθεί ο προϋπολογισμός. Ο νέος πρωθυπουργός είναι στη θέση του, αλλά θα βρεθεί αντιμέτωπος με τα ίδια προβλήματα. Πολλοί εικάζουν ότι ο Εμανουέλ Μακρόν θα παραιτηθεί από την προεδρία της χώρας πριν από την προγραμματισμένη λήξη της θητείας του, το 2027.
Η Γερμανία οδεύει προς εκλογές μετά την κατάρρευση του κυβερνητικού συνασπισμού «φανάρι», με επικεφαλής τον Όλαφ Σολτς. Οι πρόσφατες εκλογές στην Ιαπωνία έφεραν απώλεια πλειοψηφίας για το κυβερνών Φιλελεύθερο Δημοκρατικό Κόμμα, για πρώτη φορά από το 2009 — ενώ πιθανότατα θα στηθούν νέες κάλπες το επόμενο έτος. Στον Καναδά, η εξουσία του Τζάστιν Τριντό, που κοντεύει να κλείσει δεκαετία, πλησιάζει σ' ένα αναξιοπρεπές τέλος. Το κόμμα βρίσκεται πίσω στις δημοσκοπήσεις και ο πρωθυπουργός δέχεται έντονες πιέσεις να παραιτηθεί.
Αποκορύφωμα της δημοκρατικής παρακμής αποτελεί η Νότια Κορέα, όπου η πολιτική θέση του προέδρου Γιουν Σουκ-γέολ τον οδήγησε σε τέτοια απελπισία, που κήρυξε στρατιωτικό νόμο. Οι μαζικές διαμαρτυρίες τον ανάγκασαν να υποχωρήσει γρήγορα και κινητοποίησαν ενέργειες για τη δίωξή του.
Εκτός των ΗΠΑ, οι μόνες δύο χώρες της G7 που θα μπορούσαν να ισχυριστούν ότι έχουν σταθερή κυβέρνηση είναι η Βρετανία και η Ιταλία. Ο Βρετανός πρωθυπουργός Κιρ Στάρμερ κέρδισε τεράστια πλειοψηφία στις εκλογές του καλοκαιριού. Αλλά οι δημοσκοπικές επιδόσεις του μειώθηκαν έκτοτε γρήγορα. Για την ακρίβεια, ο Στάρμερ καταγράφει την πιο μεγάλη αντιδημοφιλία μετά από πέντε μήνες στην εξουσία σε σύγκριση με οποιονδήποτε πρωθυπουργό του Ηνωμένου Βασιλείου εδώ και τέσσερις δεκαετίες. Μόνο η Ιταλίδα Τζόρτζια Μελόνι μπορεί να ισχυριστεί ότι θα την αντιμετωπίζουν ευνοϊκά οι ψηφοφόροι της και οι αγορές.
Τι συμβαίνει λοιπόν με την G7; Όπως πάντα, το εγχώριο πλαίσιο έχει σημασία. Στην Ιαπωνία, τα σκάνδαλα διαφθοράς έχουν αποδυναμώσει το LDP. Ο Μακρόν και ο Τριντό είναι ηγέτες που έχουν χάσει τη λάμψη τους μετά από πολλά χρόνια στην εξουσία.
Ωστόσο, φαίνεται πως υπάρχουν επίσης δύο μεγάλοι, πρωταρχικοί παράγοντες που καθιστούν πολύ δύσκολο για όλες σχεδόν τις δημοκρατίες της G7 να διατηρήσουν σταθερές κυβερνήσεις. Το πρώτο είναι η παρακμή του πολιτικού κέντρου και η άνοδος των λαϊκιστικών κομμάτων. Το δεύτερο είναι η δημοσιονομική πίεση που προκλήθηκε από την αργή ανάπτυξη, τη γήρανση των κοινωνιών, την πανδημία, την οικονομική κρίση του 2008 και τις απαιτήσεις για αυξημένες αμυντικές δαπάνες.
Ο λαϊκισμός και τα δημοσιονομικά προβλήματα αλληλοτροφοδοτούνται και καθιστούν όλο και πιο δύσκολη τη διακυβέρνηση. Η γαλλική κυβέρνηση ανατράπηκε αφού προσπάθησε να μειώσει τις δαπάνες και να αυξήσει τους φόρους για να καταπολεμήσει το δημοσιονομικό έλλειμμα 6% του ΑΕΠ. Δεδομένου ότι μεγάλο τμήμα του γαλλικού κοινοβουλίου βρίσκεται στα χέρια της άκρας αριστεράς ή της ακροδεξιάς, απομένει εξαιρετικά στενό περιθώριο για πολιτικούς συμβιβασμούς.
Η μεγάλη πλειοψηφία του Στάρμερ στη Βρετανία έδωσε τη δυνατότητα στην κυβέρνησή του να κάνει αυτό που οι Γάλλοι δεν μπορούσαν να κάνουν - να αυξήσει τους φόρους, σε μια προσπάθεια να εξισορροπηθεί ο ισολογισμός. Αλλά οι αυξήσεις φόρων επέφεραν πτώση στη δημοτικότητα των Εργατικών. Η δυσκολία εύρεσης χρημάτων σε δύσκολες στιγμές έπαιξε, επίσης, σημαντικό ρόλο στις πολιτικές κρίσεις σε Καναδά και Ιαπωνία.
Η επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο είναι πιθανό να συμβάλει στην ατμόσφαιρα πολιτικής αστάθειας που διατρέχει όλη την G7. Αντί να προσπαθεί να βοηθήσει τις κυβερνήσεις των δημοκρατικών συμμάχων του, ο Τραμπ και ο κολλητός του Έλον Μασκ φαίνεται πως απολαμβάνουν να... δίνουν πόνο. Στους Ρεπουμπλικάνους του «Maga» αρέσει ιδιαίτερα να «ψαρώνουν» κεντροαριστερούς ηγέτες όπως ο Tριντό, ο Σολτς και ο Στάρμερ.
Ο Τραμπ έκανε τα πάντα για να ταπεινώσει τον Τριντό, αναφέροντας τον Καναδά ως 51η πολιτεία της Αμερικής και χαρακτηρίζοντας τον πρωθυπουργό του ως «κυβερνήτη» της. Ο Μασκ έχει γίνει πρωτοσέλιδο σε όλη την Ευρώπη δημοσιεύοντας στο X: «Μόνο η AfD μπορεί να σώσει τη Γερμανία». Είχε επίσης μια πολυδιαφημισμένη συνάντηση με τον Νάιτζελ Φάρατζ, ηγέτη του Reform στη Βρετανία - ο οποίος δήλωσε απερίφραστα ότι προσβλέπει στην οικονομική υποστήριξη του Mασκ.
Οι Ρεπουμπλικάνοι του Τραμπ δεν θεωρούν πλέον τους παραδοσιακούς συντηρητικούς στην Ευρώπη ως αδελφά τους κόμματα. Η Κέμι Μπάντενοχ, ηγέτις των Τόρις στη Βρετανία, και ο Φρίντριχ Μερτς, ηγέτης των Χριστιανοδημοκρατών στη Γερμανία, μόνο απογοήτευση μπορούν να νιώθουν που Τραμπ και Μασκ προσεγγίζουν τη ριζοσπαστική, εθνικιστική δεξιά. Ο Κρίστιαν Λίντνερ, ηγέτης των υπό εξαφάνιση φιλοεπιχειρηματικών Ελεύθερων Δημοκρατών της Γερμανίας, απηύθυνε κλαψιάρικη έκκληση στον «Έλον», ενημερώνοντάς τον ότι το AfD είναι «ακροδεξιό εξτρεμιστικό κόμμα». Πίστευε ότι αυτό θα συγκινούσε και θα απέτρεπε τον Μασκ.
Το CDU του Μερτς προηγείται αυτή τη στιγμή κατά πολύ της AfD στις δημοσκοπήσεις ενόψει των γερμανικών εκλογών. Αλλά τα ακροδεξιά και λαϊκιστικά κόμματα σε όλη την G7 έχουν πλέον ξεκάθαρα έναν φίλο στον Λευκό Οίκο. Ο Μασκ μπορεί να «σπρώξει» κόμματα όπως η AfD και το Reform, δίνοντάς τους δημοσιότητα, ίσως και χρήματα. Αλλά η υποστήριξή του θα μπορούσε υπό προϋποθέσεις και να γυρίσει μπούμερανγκ. Εθνικιστικά κόμματα όπως η γαλλική Εθνική Συσπείρωση έχουν ισχυρή αντιαμερικανική παράδοση και προσέχουν να μη φανούν υποχείρια πλούσιων ξένων.
Οι παρεμβάσεις Τραμπ μπορεί να μην εξασφαλίσουν την εγκατάσταση ιδεολογικών συνοδοιπόρων στην υπόλοιπη G7. Αντ' αυτού, μπορεί να δημιουργήσουν μια συνθήκη όπου ηγέτες πολλών από τους στενότερους συμμάχους της Αμερικής θα βλέπουν τον πρόεδρο των ΗΠΑ όχι ως φίλο, αλλά ως επικίνδυνο πολιτικό εχθρό.
© The Financial Times Limited 2024. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation