Η κρατική παρέμβαση που δεν καταστρέφει το εμπόριο

Οι κυβερνήσεις πειραματίζονται με τη βιομηχανική τους πολιτική, αλλά δεν δείχνουν ότι θέλουν να καταστρέψουν το διεθνές εμπόριο. Τα βασικά μοντέλα που υιοθετούνται και η εξαίρεση των ΗΠΑ.

Η κρατική παρέμβαση που δεν καταστρέφει το εμπόριο
  • του Alan Beattie

Μήπως η οικονομία της αγοράς και το ανοιχτό εμπόριο βρίσκονται σε παγκόσμια υποχώρηση; Αυτό εξαρτάται από το πού κοιτάτε.

Αν δείτε την εκτίναξη των κρατικών επιδοτήσεων, των ρυθμίσεων και άλλων παρεμβάσεων στη βιομηχανική πολιτική τα τελευταία χρόνια, οπωσδήποτε αυτό θα νομίσετε. Αν παρατηρήσετε την πολιτική τοξικότητα του εμπορίου και των εμπορικών συμφωνιών στις ΗΠΑ, θα επιβεβαιωθεί η κατήφεια σας (ή η χαρά σας, αναλόγως της επιλογής σας).

Από την άλλη πλευρά, αν δείτε το χαμηλό και μειούμενο μέσο παγκόσμιο επίπεδο δασμών στις εισαγωγές και την ευρωστία του ίδιου του εμπορίου αγαθών, θα νοιώσετε πολύ πιο χαρούμενοι (ή θλιμμένοι). Και αν τσεκάρετε τον αριθμό των προνομιακών εμπορικών συμφωνιών που υπογράφονται παγκοσμίως οπωσδήποτε θα εκστασιαστείτε (ή θα ραγίσει η καρδιά σας).

Υπάρχει τρόπος να συμφιλιωθούν όλα αυτά και να παραμείνει κανείς αισιόδοξος για την παγκοσμιοποίηση; Ναι. Μια τέτοια θεώρηση βασίζεται στην παρατήρηση πως οι περισσότερες χώρες, με τις ΗΠΑ να είναι εμφανής εξαίρεση, έχουν επιλέξει ένα μοντέλο όπου ακόμα και η πλέον εκτεταμένη κρατική παρέμβαση μένει κυρίως εντός συνόρων. Η ενισχυμένη παρέμβαση για τη στήριξη της βιομηχανικής πολιτικής μπορεί να στρεβλώνει το εμπόριο, αλλά δεν το τερματίζει.

Αναμφίβολα υπήρξε μια απότομη αύξηση στις εταιρικές επιδοτήσεις και τις  ρυθμιστικές ενέργειες βιομηχανικής πολιτικής (κανονισμοί, απαιτήσεις τοπικού περιεχομένου και τα τοιαύτα) ευνοϊκή για τις εγχώριες εταιρείες.

Όλα αυτά επεκτάθηκαν γρήγορα κατά τη διάρκεια της πανδημίας Covid καθώς οι κυβερνήσεις παρενέβησαν για να διατηρήσουν τις επιχειρήσεις ζωντανές. Οι σύγχρονοι στόχοι για την επίτευξη της «οικονομικής ασφάλειας» και την εξασφάλιση του πλεονεκτήματος του πρωτοπόρου σε τεχνολογίες όπως οι ημιαγωγοί και τα ηλεκτρικά οχήματα τούς έχουν τώρα δώσει ένα νέο τόνο

Οι επιδοτήσεις μπορούν να στοχεύουν με ακρίβεια σε ευνοούμενους τομείς και επιχειρήσεις. Οι μεγαλύτερες χώρες μπορούν να χρησιμοποιούν Εθνικές Αναπτυξιακές Τράπεζες, όπως η BNDES της Βραζιλίας για να κατευθύνουν την κρατική υποστήριξη.

Αλλά σχετικά λίγα μέτρα περιλαμβάνουν μεγάλης κλίμακας συνοριακούς περιορισμούς. Η μόνη διακριτή αύξηση των δασμών εισαγωγών μεταξύ μεγάλων ομάδων χωρών από το 2012 ως το 2022, ήταν μια μικρή αύξηση στους δασμούς που επέβαλαν πλούσιες χώρες, που αντικατοπτρίζουν την εκστρατεία προστατευτισμού των ΗΠΑ έναντι της Κίνας.

Οι κυβερνήσεις, σοφά, φαίνεται να έχουν αφομοιώσει το μάθημα πως οι οικονομίες κλίμακας και η εξειδίκευση που φέρνει το εμπόριο είναι πολύτιμα. Αν ένας ξένος εξαγωγέας μπορεί να ανταγωνιστεί ακόμα και έναν επιδοτούμενο εγχώριο παραγωγό, ας είναι έτσι.

Έχουν επίσης γενικά υιοθετήσει παρεμβάσεις που σέβονται σε μεγάλο βαθμό το εμπορικό δίκαιο. Προτιμούν τις εγχώριες χορηγήσεις, οι οποίες μπορούν να συμβαδίζουν με τους κανόνες του ΠΟΕ, αντί για επιδοτήσεις εξαγωγών για βιομηχανικά προϊόντα, οι οποίες δεν επιτρέπονται.

Εν τω μεταξύ, η δέσμευση των αναδυόμενων αγορών να υπογράφουν προνομιακές εμπορικές συμφωνίες, είναι εντυπωσιακή.

Η επικαιροποιημένη συμφωνία TPP των χωρών Ασίας-Ειρηνικού, που οι ΗΠΑ αρχικά υπερασπίστηκαν και στη συνέχεια εγκατέλειψαν, έχει τώρα 11 μέλη, με ένα ακόμα -το Ηνωμένο Βασίλειο- να προσχωρεί αυτήν την εβδομάδα, επτά αιτήσεις συμπεριλαμβανομένων αυτών τη Κίνας και της Ταϊβάν να βρίσκονται σε εκκρεμότητα και αρκετούς ακόμα να ενδιαφέρονται.

Την Συμφωνία Ελευθέρου Εμπορίου στην Αφρικανική ήπειρο αν και σε μεγάλο βαθμό έργο εν εξελίξει, την έχουν υπογράψει 54 χώρες. Το νοτιοαμερικανικό εμπορικό μπλοκ Mercosur πρόσφατα υπέγραψε μια πολυαναμενόμενη συμφωνία με τις Βρυξέλλες, και η αντίσταση στην επικύρωση έρχεται σε συντριπτικό βαθμό από την ΕΕ και όχι από τις χώρες Mercosur.

Οι περισσότερες κυβερνήσεις φαίνεται να υιοθετούν ένα αδρό αντίγραφο του αναπτυξιακού μοντέλου που ακολούθησαν οι επιτυχημένες οικονομίες-τίγρεις της ανατολικής Ασίας από τη δεκαετία του 1960 και ύστερα. Βεβαίως, επιδοτούσαν και ρύθμιζαν, άλλοτε με ευνοιοκρατία που συχνά διολίσθαινε σε κρατικοδίαιτο καπιταλισμό και κάποιες φορές με στοχευμένους περιορισμούς εισαγωγών. Αλλά γενικά παρέμεναν ανοικτές στο εμπόριο και τουλάχιστον πρόθυμες για εξαγωγές, και ως εκ τούτου υπέβαλαν τις επιχειρήσεις τους σε έναν έντονο ανταγωνισμό.  

Το άλλο μοντέλο, ήταν η υποκατάσταση των εισαγωγών, που προτιμήθηκε από πολλές χώρες της υποσαχάριας Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής από τις δεκαετίες του 1960 και 1970, που στόχευε στην οικοδόμηση μεταποιητικής βιομηχανίας πίσω από δασμολογικά τείχη. Αυτό οδήγησε σε μαζικές ανεπάρκειες, όπως η διαβόητη αυτοκαταστροφική προσπάθεια της Βραζιλίας στις δεκαετίες του 1970 και 1980 να δημιουργήσει μια εγχώρια βιομηχανία ηλεκτρονικών υπολογιστών.

Είναι αξιοσημείωτο, στη συμφωνία ΕΕ-Mercosur, ότι η Αργεντινή και η Βραζιλία, οι δύο μεγαλύτερες οικονομίες του μπλοκ, απομακρύνθηκαν από την ιστορική ιδεολογία τους περί υποκατάστασης των εισαγωγών. Η συμφωνία απελευθερώνει το εμπόριο, διατηρώντας παράλληλα συνετά εργαλεία για στοχευμένες παρεμβάσεις, συμπεριλαμβανομένης της διευκόλυνσης του μετασχηματισμού των αυτοκινητοβιομηχανιών τους και της διατήρησης ορισμένων ορυκτών για χρήση από τους εγχώριους παραγωγούς.

Όσον αφορά την Κίνα, το μεγαθήριο της αναδυόμενης αγοράς, το κράτος χορήγησε μεγάλης κλίμακας επιδοτήσεις για έρευνα και ανάπτυξη και επιδοτήσεις παραγωγής για την οικοδόμηση της κορυφαίας στον κόσμο βιομηχανίας ηλεκτρικών οχημάτων. Αλλά παρ’ όλο που χρησιμοποίησε επίσης εμπορικούς περιορισμούς, η εγχώρια αγορά ηλεκτρικών οχημάτων είναι κορεσμένη και οι κινεζικές εταιρείες πρέπει να ανταγωνιστούν σε διεθνή κλίμακα, είτε μέσω εξαγωγών, είτε μέσω επενδύσεων στο εξωτερικό.

Η εξαίρεση είναι οι ΗΠΑ, οι οποίες, κατά ειρωνικό τρόπο, δεδομένης της μεταπολεμικής δέσμευσής τους για ανοικτό εμπόριο, συχνά ακολουθούν κάτι πιο κοντά στην υποκατάσταση των εισαγωγών.

Παρά το πλεονέκτημα της πρώτης κίνησης με την ύπαρξη της Tesla, η βιομηχανία ηλεκτρικών οχημάτων της χώρας απευθύνεται πλέον σε μεγάλο βαθμό στην εγχώρια αγορά της Βόρειας Αμερικής. Παρά τη χρηματοδότηση από τον νόμο του προέδρου Τζο Μπάιντεν για τη μείωση του πληθωρισμού, δεν έχει καταφέρει να καινοτομήσει, κρυπτόμενη πίσω από τεράστια δασμολογικά τείχη.

Σε σχέση με τα κινεζικά μοντέλα αυτοκινήτων, τα οποία έχουν βελτιωθεί πέρα από κάθε φαντασία τα τελευταία χρόνια, τα ηλεκτρικά οχήματα του Ντιτρόιτ μοιάζουν όλο και περισσότερο με κλασικά προϊόντα υποκατάστασης εισαγωγών: δύσχρηστα, ακριβά και απίθανο να επιβιώσουν στην άγρια φύση της παγκόσμιας αγοράς.

Για να είμαστε δίκαιοι, οι ΗΠΑ έχουν μια τόσο μεγάλη εγχώρια καταναλωτική αγορά που η υποκατάσταση εισαγωγών θα μπορούσε να λειτουργήσει καλύτερα από ό,τι αλλού. Αλλά η Ουάσινγκτον δεν θα πρέπει να υποθέσει ότι άλλες χώρες θα επιλέξουν τον ίδιο δρόμο ή θα μοιραστούν την ενστικτώδη απέχθειά της για τις εμπορικές συμφωνίες.

Η παγκοσμιοποίηση έχει ακολουθήσει μια σαφή πορεία διόρθωσης τα τελευταία χρόνια. Οι κρατικές παρεμβάσεις στην οικονομία είναι τώρα αξιοσέβαστες, αν και δεν είναι σαφές αν οι κυβερνήσεις θα συνεχίσουν αν  θεωρήσουν πως το δημοσιονομικό κόστος των επιδοτήσεων και των απωλειών αποδοτικότητας από τις ρυθμίσεις υπερβαίνει τα οφέλη.

Επί του παρόντος, μεγάλο μέρος της ελεύθερης διακίνησης αγαθών των τελευταίων δεκαετιών, παραμένει. Οι κυβερνήσεις, λογικά, κάνουν δοκιμές με τη βιομηχανική πολιτική. Αλλά ευτυχώς, λίγοι εκτός ΗΠΑ απορρίπτουν το ανοικτό εμπόριο ως μέρος των πειραμάτων τους.

© The Financial Times Limited 2024. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v