Η Βίβλος έλεγε πως οι φτωχοί θα είναι πάντα μαζί μας, αλλά το (σχετικό) εδάφιο αμέλησε να αναφερθεί στην επιμονή των πλούσιων. Ίσως να ήταν αυτονόητο. Το αναφέρω επειδή μόλις ανέλαβα καθήκοντα συντάκτη του FT Wealth, εννέα χρόνια αφότου σταμάτησα τη σύνταξη ενός περιοδικού που επικεντρώνονταν στον πλούτο, και οι πλούσιοι είναι εξίσου παρόντες και εξέχοντες όπως ήταν και τότε.
Παρακολουθούσα τον κόσμο των πλουσίων κατά τη διάρκεια αυτών των σχεδόν δέκα χρόνων, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά την αγορά τέχνης, αλλά παράλληλα ρωτούσα τις επαφές μου για να δω τι έχει αλλάξει –και ποιες αλλαγές νομίζουν πως βρίσκονται σε εξέλιξη για τους πλούσιους και τη βιομηχανία που διαχειρίζεται τα χρήματά τους. Ρώτησα αρκετούς να μου πουν τις σκέψεις τους για ένα τοπίο που διαρκώς μεταβάλλεται.
Όπως αποδείχθηκε, πρέπει να προσαρμόσω το… πλουσιόμετρό μου. Ο Τσάρλι Χόφμαν, διευθυντής της HSBC Private Bank, επισήμανε την «επιτάχυνση της συσσώρευσης πλούτου στο ανώτατο επίπεδο των UHNWs (δηλαδή τα άτομα με ούλτρα υψηλή καθαρή αξία, που προσδιορίζεται ως τα άτομα εκείνα με επενδύσιμα περιουσιακά στοιχεία άνω των 30 εκατ. δολαρίων) ιδιαίτερα τους δισεκατομμυριούχους. Το 2015 ο ‘πραγματικός’ πλούτος γενικά μετρούνταν σε εκατοντάδες εκατομμύρια. Τώρα πλέον σε δισεκατομμύρια».
Οι λίστες πλουσίων και τα reports για την εξέλιξη των περιουσιών, αν και ποικίλης αξιοπιστίας, επιβεβαιώνουν την άποψή του. Οι πλουσιότεροι, την ώρα που γράφονταν αυτό το άρθρο, σύμφωνα με το Forbes World’s Billionaires List, είναι ο πατριάρχη της LVMH Μπερνάρ Αρνώ και η οικογένειά του, που η περιουσία τους αξίζει 233 δισ. δολάρια· ο Ελον Μασκ (195 δισ. δολάρια) και ο Τζεφ Μπέζος (194 δισ. δολάρια) διαγκωνίζονται για τη δεύτερη θέση.
Το 2015 στην κορυφή βρίσκονταν ο Μπιλ Γκέιτς με 79,2 δισ. δολάρια, που σήμερα θα τον κατέτασσε μόλις 18ο. (Το Forbes τώρα τον υπολογίζει στα 128 δισ. δολάρια, άρα μάλλον δεν θα νοιώθει και πολύ στεναχωρημένος). Το 2015 το World Wealth Report των Capgemini και RBC Wealth Management βρήκαν ότι υπήρχαν 139.000 άνθρωποι με επενδύσιμα περιουσιακά στοιχεία άνω των 30 εκατ. δολαρίων· η έκδοση του 2024 ανεβάζει τον αριθμό αυτόν σε 200.000.
Διάφοροι παράγοντες έχουν συμβάλλει σ’ αυτό. Ο Ντάνιελ Πίντο, ιδρυτής και διευθύνων σύμβουλος της Standhope Capital Group, επικαλέστηκε την «υπερσυγκέντρωση δημιουργίας αξίας γύρω από μόλις λίγες μεγάλες αμερικανικές τεχνολογικές εταιρείες», που αντανακλάται στις πηγές του πλούτου των περισσοτέρων από τους πιο πλούσιους δισεκατομμυριούχους.
Η ποσοτική χαλάρωση ενίσχυσε τους κατόχους περιουσιακών στοιχείων χωρίς καν αυτοί να προσπαθήσουν. Η άνοδος του πλούτου στην Ασία, ιδιαίτερα στην Κίνα, έχει ενισχύσει τα ευρωπαϊκά πολυτελή brands όπως τα χαρτοφυλάκια των LVMH, Kering και Richemont –και τους ιδιοκτήτες τους.
Η έκρηξη του πλούτου είχε επίσης σημαντικές συνέπειες. Η Ντέμπι Κισμ, εταίρος στο τμήμα διαζυγίων της νομικής εταιρείας Stewarts, είπε πως «οι οικογένειες είναι πιο διεθνείς και με περισσότερη κινητικότητα από ποτέ- το επίπεδο του πλούτου που βρίσκεται στα χέρια ιδιωτών συνεχίζει να αυξάνεται με φαινομενικά εκθετικό ρυθμό και το χρήμα τους ρέει σε όλον τον κόσμο πιο εύκολα από ποτέ».
Αυτό έχει δημιουργήσει προκλήσεις σε κυβερνήσεις που είναι λιγότερο συνηθισμένες σε τεράστιες εισροές, όπως η Σιγκαπούρη, που το συνήθως «ειρηνικό» τραπεζικό σύστημα κλονίστηκε από ένα σκάνδαλο ξεπλύματος χρήματος καθώς έτρεχαν για να εγκατασταθούν εκεί «οικογενειακά γραφεία» (family offices).
Το αιχμηρό κεντρικό άρθρο των Όουεν Γουόκερ και Τσαν Χο Χιμ εξετάζει τι σημαίνει για την Ελβετία η άνοδος του πλούτου στην Ασία.
Αυτά ως προς το παρελθόν. Υπήρχε μια απρόσμενη συνέπεια μεταξύ των έξι ανθρώπων με τους οποίους μίλησα για το ποια θα είναι η μεγαλύτερη αλλαγή στον κλάδο της διαχείρισης πλούτου: η Tεχνητή Nοημοσύνη (TN).
Η Ρεμπέκα Κόκροφτ, επικεφαλής ομάδας της νομικής εταιρείας Fladgate, είπε πως θα «αναδιαμορφώσει όλους τους τομείς», ενώ ο Τζέιμς Ουίτακερ, επικεφαλής του βρετανικού τμήματος διαχείρισης πλούτου της Deutsche Bank, σημείωσε πως θα «κάνει τη δουλειά μας πιο αποδοτική» και θα βοηθά τους πλούσιους στη λήψη αποφάσεων. (Ο Πίντο της Stanhope επέλεξε τη γεωπολιτική με τη διχαστική επίδραση κατά της παγκοσμιοποίησης, επικαλούμενος «τον οικονομικό ψυχρό πόλεμο μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας»).
O Ιαν Τέιτ, επικεφαλής του γραφείου ιδιωτικών επενδύσεων της εταιρείας διαχείρισης πλούτου London & Capital, συνέδεσε το παρελθόν με το μέλλον, φτάνοντας σε ένα ανησυχητικό συμπέρασμα. Είπε πως καθώς οι πλούσιοι γίνονται πλουσιότεροι, «τα εισοδήματα της μεσαίας τάξης έχουν παραμείνει σχετικά στάσιμα» και τα κόστη έχουν εκτιναχθεί. Αυτό «έχει δημιουργήσει μια αίσθηση οικονομικής πίεσης» που έχει συμβάλλει στην άνοδο των λαϊκιστικών πολιτικών –και η ΤΝ, με τον περαιτέρω ψφιοποίηση των θέσεων εργασίας, απλά θα επιδεινώσει τα πράγματα.
Αυτό έχει επιπτώσεις για τους πλούσιους. Η Ντέμπι Κισμ της Stewarts βλέπει έναν «αυξανόμενα πολωμένο τρόπο με τον οποίον επιμέρους χώρες θα αντιμετωπίζουν τους πλούσιούς τους» στην επόμενη δεκαετία, είτε πρόκειται για υψηλότερους φόρους για «εκείνους που έχουν πιο μεγάλες πλάτες» στο Ηνωμένο Βασίλειο, είτε για άλλες χώρες που προσπαθούν να προσελκύσουν «τους υπερκινητικούς πλούσιους».
Το ενδιαφέρον είναι πως κάτι που δεν ανέφερε κανείς (και, για να είμαστε δίκαιοι, είναι κάπως μακροπρόθεσμο και ζήτησα ενός μόνον την ιδέα) ήταν αυτό που είναι γνωστό ως η μεγάλη μεταφορά πλούτου.
Το 2022 η εταιρεία ερευνών Cerulli Associates εκτίμησε πως, μέχρι το 2045, περιουσιακά στοιχεία ύψους 84,4 τρισ. δολαρίων θα κληροδοτηθούν στις επόμενες γενιές από τους baby boomers και τους προηγούμενους.
Αν ισχύει αυτό, ή έστω και αν ισχύει αόριστα, πρόκειται για μια ροή μετρητών που και θα δώσει ώθηση και θα δημιουργήσει προκλήσεις στον τομέα της διαχείρισης πλούτου. Ακόμα και σταγόνες αυτών των χρημάτων θα μπορούσαν να είναι τεράστια ποσά. Αυτό για το οποίο μπορείτε να είστε σίγουροι είναι ότι το FT Wealth θα το παρακολουθεί.
© The Financial Times Limited 2024. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation