Το cheapflation και γιατί έχει ακριβύνει τόσο το Big Mac

Κυβερνήσεις και επιχειρήσεις προσπαθούν να βρουν ποιον θα κατηγορήσουν για τις μεγάλες αυξήσεις σε φθηνά προϊόντα. Η υπόθεση της McDonald's και οι μηνύσεις σε εταιρείες παραγωγής κρέατος.

Το cheapflation και γιατί έχει ακριβύνει τόσο το Big Mac
  • της Brooke Masters

Έχει χαρακτηριστεί ως σύγκρουση εταιρικών τιτάνων. Την περασμένη εβδομάδα η McDonald’s υπέβαλε μήνυση κατά των τεσσάρων μεγαλύτερων αμερικανικών εταιρειών συσκευασίας κρέατος, υποστηρίζοντας πως συνωμότησαν για να ανεβάσουν το κόστος του μοσχαρίσιου κιμά.

Tο διακύβευμα είναι κάτι που αγγίζει περισσότερο τους απλούς Αμερικάνους. Αν ο πληθωρισμός επιτέλους κατεβάζει ταχύτητα, τότε γιατί τα πάντα –από τα αυγά και τα μπέργκερ μέχρι τα δωμάτια πολυτελών ξενοδοχείων- εξακολουθούν να είναι τόσο ακριβά, και ποιος φταίει;

Ένας λόγος που οι καταναλωτές νοιώθουν τόσο πιεσμένοι είναι αυτό που έχει γίνει γνωστό ως «φθηνοπληθωρισμός» (cheapflation). Υπάρχουν αυξανόμενες ενδείξεις πως οι τιμές φθηνών προϊόντων αυξήθηκαν ταχύτερα απ’ ότι οι πιο ακριβές ποικιλίες των ίδιων προϊόντων κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Οι διαφορές τιμών μεταξύ των επώνυμων brands και των αντίστοιχων προϊόντων τα οποία πωλούνται φθηνότερα περιορίστηκαν σημαντικά και έχουν παραμείνει έτσι.

Αυτή η μορφή του πληθωρισμού τιμωρεί εκείνους τους καταναλωτές που έχουν τη μικρότερη δυνατότητα να απορροφήσουν τις αυξήσεις. Οι αγοραστές που εφαρμόζουν την παραδοσιακή τακτική της εύρεσης φθηνότερων εναλλακτικών για να εξοικονομήσουν χρήματα, δρέπουν λιγότερα οφέλη, σύμφωνα με τον Αλμπέρτο Καβάγιο του πανεπιστημίου Harvard, ο οποίος είναι συν-συγγραφέας μελέτης που χρησιμοποίησε δεδομένα για τις τιμές των τροφίμων από μεγάλες αλυσίδες καταστημάτων προκειμένου να καταγράψει τον «φθηνοπληθωρισμό» σε δέκα χώρες, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ.

Οι Αμερικάνοι καταναλωτές που έχουν δυσαρεστηθεί επιρρίπτουν την ευθύνη στις επιχειρήσεις: το 58% αυτών που συμμετείχαν στην πιο πρόσφατη δημοσκόπηση του FT-Michigan Ross, είπαν πως οι μεγάλες εταιρείες εκμεταλλεύονται τον πληθωρισμό για να περάσουν αυξήσεις τιμών. Η υποψήφια των Δημοκρατικών για τη προεδρία των ΗΠΑ, Κάμαλα Χάρις, έχει επιδιώξει να εκμεταλλευτεί αυτή τη δυσαρέσκεια, υποσχόμενη πως για πρώτη φορά θα υπάρξει ομοσπονδιακή απαγόρευση της υπερτιμολόγησης των τροφίμων.

Το αμερικανικό Εμπορικό Επιμελητήριο και άλλες επιχειρηματικές ομάδες αντεπιτίθενται. Υποστηρίζουν πως η πραγματική ευθύνη για τις υψηλότερες τιμές έχει να κάνει με τις ασυμφωνίες μεταξύ προσφοράς και ζήτησης κατά τη διάρκεια της πανδημίας Covid, τις γεωπολιτικές εντάσεις, τα αυξανόμενα εργατικά κόστη και άλλα κόστη παραγωγής.

Πράγματι, ο Καβάγιο  λέει πως δεν έχει βρει στοιχεία που να αποδεικνύουν την ύπαρξη «πληηθωρισμού απληστίας» (greedflation), όπου οι λιανοπωλητές και οι κατασκευαστές αυξάνουν τα περιθώρια κέρδους τους, ανεβάζοντας τις τιμές ταχύτερα απ’ ό,τι κινούνται τα κόστη τους.

Θέτει έναν άλλον λόγο για τον οποίον τα φθηνότερα προϊόντα αυξήθηκαν γρήγορα. Οι κατασκευαστές των house brands (private label ή προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας) και άλλων φθηνότερων προϊόντων έχουν πιο στενά περιθώρια και δαπανούν λιγότερα ποσά από τον προϋπολογισμό τους για το marketing. Έτσι τα αυξανόμενα κόστη παραγωγής πάνε κατ’ ευθείαν στους καταναλωτές και έχουν μεγαλύτερη επίπτωση στην τελική τιμή.

Βάσει της εμπειρίας του ως Αργεντίνος, ο Καβάγιο προειδοποιεί κατά της στροφής στους ελέγχους τιμών, ωστόσο αυτό δεν σημαίνει πως οι κυβερνήσεις θα πρέπει να μείνουν άπραγες. Η μεταβαλλόμενη φύση της σημερινής οικονομίας, με πολλούς κλάδους να είναι σε φάση υπερσυγκέντρωσης και να έχουν στραφεί στην αλγοριθμική τιμολόγηση για να μεγιστοποιήσουν τα κέρδη, θα μπορούσε κάλλιστα να καλλιεργεί νέα είδη κακής συμπεριφοράς.

Το κρέας είναι ένα καλό σημείο εκκίνησης. Η McDonald’s λέει πως η μέση τιμή για ένα Big Mac έχει αυξηθεί 21% από το 2019, και ένα μεγάλο μέρος του πληθωρισμού των τιμών τροφίμων της περιόδου της πανδημίας οφείλεται στις υψηλότερες τιμές κρέατος. Ο κλάδος αποτελεί επίσης ανησυχίας σε ότι αφορά θέματα ανταγωνισμού για περισσότερο από έναν αιώνα. Η κυβέρνηση του Θίοντορ Ρούσβελτ προώθησε μια υπόθεση ορόσημο για την (καθιέρωση) της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας το 1902, αλλά τα ίδια ερωτήματα επανέρχονται συνεχώς.

Η McDonald’s ισχυρίζεται ότι οι Cargill, JBS, National Beef και Tyson Food μαζί ελέγχουν έως το 85% των βοοειδών που το κρέας τους προορίζεται για την αγορά και συνεργάζονται για να κρατήσουν χαμηλά τόσο τα κόστη παραγωγής τους, όσο και τη συνολική προσφορά για να αυξήσουν τα κέρδη τους. Δεκάδες άλλες αλυσίδες εστιατορίων, σούπερ μάρκετ και διανομείς τροφίμων έχουν επίσης μηνύσει τους τέσσερις μεγάλους για τις τιμές του βόειου κρέατος τα τελευταία χρόνια. Οι εταιρείες συσκευασίας κρέατος γενικά αρνούνται τις αδικοπραξίες, αν και η JBS έχει προβεί σε συμβιβασμό με ορισμένους από τους ενάγοντες.

Η κυβέρνηση Μπάιντεν προσπαθεί να αντιμετωπίσει τις τιμές του κρέατος από διαφορετική σκοπιά, σε μια πολύ σύγχρονη εκδοχή που θα μπορούσε να εφαρμοστεί σε ένα πολύ ευρύτερο φάσμα βιομηχανιών.

Το υπουργείο Δικαιοσύνης μηνύει την εταιρεία παροχής στοιχείων Agri Stats, υποστηρίζοντας πως καταστέλλει τον ανταγωνισμό μεταξύ των εταιρειών επεξεργασίας χοιρινού, γαλοπούλας και κοτόπουλου, συλλέγοντας και μοιράζοντας εμπιστευτικές πληροφορίες για τις τιμές, τα κόστη και την παραγωγή. Η Agri Stats έχει αρνηθεί την αδικοπραξία και η υπόθεση οδεύει σε δίκη το 2025.

Οι ομοσπονδιακοί φορείς επιβολής του νόμου υποστηρίζουν ότι η ανταλλαγή δεδομένων και οι αλγόριθμοι καθιστούν επίσης δυνατή τη σύμπραξη λιγότερο συγκεντρωμένων κλάδων. Το υπουργείο Δικαιοσύνης μήνυσε πρόσφατα την εταιρεία λογισμικού real estate RealPage, υποστηρίζοντας ότι η τεχνολογία της επιτρέπει παράνομα στους ιδιοκτήτες διαμερισμάτων να μοιράζονται μη δημόσιες πληροφορίες και να διατηρούν τα υψηλά ενοίκια. Οι επιτροπές ανταγωνισμού έχουν επίσης εκφράσει επίσημο ενδιαφέρον για αγωγές του ιδιωτικού τομέα κατά ξενοδοχείων και καζίνο σχετικά με τη χρήση λογισμικού τιμολόγησης που βασίζεται σε δεδομένα του κλάδου.

Οι δικαστές τηρούν επιφυλακτική στάση για κάποιους από αυτούς τους ισχυρισμούς, αλλά οι φορείς επιβολής της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας και οι δικηγόροι ομαδικών αγωγών έχουν δίκιο να ασκούν πιέσεις. Υπάρχει διαφορά μεταξύ της έξυπνης «εξόρυξης» δεδομένων και της συμπαιγνίας κατά του ανταγωνισμού.

Οι καταναλωτές πρέπει να γνωρίζουν ότι κάποιος αστυνομεύει τα όρια.

© The Financial Times Limited 2024. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v