Wolf: Πώς θα γίνει αποτελεσματική η ευρωπαϊκή βιομηχανική πολιτική

Η ΕΕ πρέπει να βρει έναν τρόπο να ρυθμίσει τον τεχνολογικό τομέα, χωρίς όμως ταυτόχρονα να στραγγαλίσει την ανάπτυξή της. Η έκθεση του Μάριο Ντράγκι και η σύγκριση με ΗΠΑ και Κίνα.

Wolf: Πώς θα γίνει αποτελεσματική η ευρωπαϊκή βιομηχανική πολιτική
  • του Martin Wolf

«Ο βασικός λόγος για τον οποίον η παραγωγικότητα της ΕΕ απόκλινε από αυτήν των ΗΠΑ στα μέσα της δεκαετίας του 1990 ήταν η αποτυχία της Ευρώπης να επωφεληθεί από την πρώτη ψηφιακή επανάσταση της οποίας ηγήθηκε το διαδίκτυο –τόσο σε όρους δημιουργίας νέων τεχνολογικών εταιρειών, όσο και διάχυσης της ψηφιακής τεχνολογίας στην οικονομία. Μάλιστα, αν εξαιρέσουμε τον τεχνολογικό κλάδο, η ανάπτυξη της παραγωγικότητας της ΕΕ τα τελευταία 20 χρόνια θα ήταν εν πολλοίς στο ίδιο επίπεδο με αυτήν των ΗΠΑ».

Αυτό το απόσπασμα από την έκθεση του Μάριο Ντράγκι για την ευρωπαϊκή ανταγωνιστικότητα παραπέμπει σε ένα βασικό κομμάτι της ατζέντας για το μέλλον της ΕΕ.

Όσο ζωτικής σημασίας και αν είναι, πρόκειται για μία μόνο από τις στρατηγικές οικονομικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει η ΕΕ. Οι άλλες περιλαμβάνουν την ενεργειακή εξάρτηση, την πράσινη μετάβαση και την άνοδο του προστατευτισμού. Ο Ντράγκι παρέχει τόσο ένα πλαίσιο, όσο και μια πρόταση για την απάντηση. Αυτή θα περιλαμβάνει περισσότερο παρεμβατικές εμπορικές και βιομηχανικές πολιτικές. Η πρόκληση είναι αυτές οι πολιτικές να είναι στοχευμένες και λογικές.

Στην αμυντική βιομηχανία, για παράδειγμα, δείχνει πως είναι ισχυρά τα επιχειρήματα να ακολουθηθεί το παράδειγμα της Airbus. Σε σύγκριση με τις ΗΠΑ, ο ευρωπαϊκός αμυντικός τομέας είναι πολύ κατακερματισμένος. Οι διασυνοριακές συγχωνεύσεις φαίνεται να είναι απαραίτητες.

Παρόμοια προβλήματα υπάρχουν στον τραπεζικό τομέα, στις κεφαλαιαγορές και στην προμήθεια ενέργειας. Για ποικίλους λόγους, οι κυβερνήσεις αρνούνται να επιτρέψουν την αναγκαία διασυνοριακή ολοκλήρωση. Αυτό αντανακλά σε μεγάλο βαθμό την εθνικιστική πολιτική και τα ειδικά συμφέροντα. Ως αποτέλεσμα, συντηρούνται τα ρυθμιστικά εμπόδια. Ευτυχώς, η ιστορία της ΕΕ δείχνει πως τέτοια εμπόδια μπορούν να ξεπεραστούν με πολιτική βούληση. Θα υπάρξει, όμως, ποτέ αυτή η βούληση;

Η στροφή προς την «καθαρή τεχνολογία» στην αυτοκινητοβιομηχανία και τον ενεργειακό τομέα είναι μια πιο σύνθετη πρόκληση. Όπως σημειώνεται στην έκθεση Ντράγκι «χάρη στον ταχύ ρυθμό [ανάπτυξης] της καινοτομίας, το χαμηλό κόστος κατασκευής και τις κρατικές επιδοτήσεις που είναι τέσσερις φορές υψηλότερες από ό,τι σε οποιαδήποτε άλλη μεγάλη οικονομία, [η Κίνα] κυριαρχεί τώρα στις παγκόσμιες εξαγωγές καθαρών τεχνολογιών».

Αυτό δημιουργεί ευκαιρίες για επιτάχυνση της υιοθέτησης νέων τεχνολογιών, αλλά και αναταράξεις σε  σημαντικές ευρωπαϊκές βιομηχανίες και την πιθανότητα να αποκλειστούν από τμήματα της εφοδιαστικής αλυσίδας, όπως οι μπαταρίες, επειδή δεν έχουν πρόσβαση σε κρίσιμες πρώτες ύλες. Γενικά, η παρέμβαση είναι αναπόφευκτη. Την επιτρέπει άλλωστε και το εμπορικό δίκαιο. Η αποτελεσματική παρέμβαση είναι άλλο πράγμα. Αν όμως γίνει προσεκτικά, είναι δυνατή.

Η ψηφιακή επανάσταση είναι ένα άλλο θέμα. Θα ήταν γελοίο να φανταστεί κανείς ότι η επένδυση σε «Ευρωπαίους πρωταθλητές» αντίστοιχους των Google, Microsoft, Apple ή Nvidia θα λειτουργούσε. Ούτε και τα συνήθη εμπορικά μέτρα θα βοηθούσαν: πώς θα μπορούσε κανείς να παρεμποδίσει τις αναζητήσεις της Google χωρίς να εισαγάγει περιορισμούς κινεζικού τύπου;

Δεν φαίνεται εύλογο το επιχείρημα ότι δεν υπάρχουν διαθέσιμα κεφάλαια για ελκυστικές ευκαιρίες τεχνολογίας, αν και η μεταρρύθμιση των κεφαλαιαγορών θα πρέπει να βοηθήσει στη δημιουργία μιας μεγαλύτερης βιομηχανίας venture capital στην ΕΕ. Tο γεγονός ότι οι επενδύσεις venture capital στην ΕΕ ήταν μόλις το ένα πέμπτο αυτών των ΗΠΑ το 2023 δεν οφείλεται σε έλλειψη αποταμιεύσεων στην ΕΕ. Οφείλεται στην αποτυχία δημιουργίας του απαιτούμενου τεχνολογικού οικοσυστήματος (βλ. διαγράμματα.)

Γιατί λοιπόν συνέβη αυτό; Δεν είναι ότι η ΕΕ στερείται ανθρώπων. Οι ενημερωμένοι σχολιαστές υποστηρίζουν ότι αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην υπερύθμιση. Δύο είδη ρυθμίσεων είναι κρίσιμα: η ρύθμιση του τεχνολογικού τομέα ειδικά και η ευρύτερη ρύθμιση της οικονομίας, ιδίως της αγοράς εργασίας, που επηρεάζει ιδιαίτερα τα απρόβλεπτα νέα εγχειρήματα. Αν δεν μπορείς να απολύσεις, δεν θα προσλάβεις και έτσι θα πας αλλού.

Ο γνωστός εμπειρογνώμονας τεχνολογίας Andrew McAfee του MIT άσκησε ισχυρή κριτική στην πολιτική της ΕΕ. Συμφωνεί ότι η κατάσταση της τεχνολογικής βιομηχανίας της ΕΕ είναι τραγική. Αλλά το πρόβλημα δεν είναι η έλλειψη χρημάτων: Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις δαπανούν περίπου το ίδιο ποσό (και ποσοστό του ΑΕΠ) για τη στήριξη της έρευνας και της ανάπτυξης με την ομοσπονδιακή κυβέρνηση των ΗΠΑ. Ναι, η πρώτη είναι κατακερματισμένη μεταξύ των κρατών μελών. Αλλά αυτό δεν είναι το κύριο πρόβλημα, όπως υποστηρίζει: «Είναι η κυβερνητική παρέμβαση σε αυτό το οικοσύστημα όχι με χρηματοδότηση, αλλά με νόμους και κανονισμούς και άλλους περιορισμούς, δεσμεύσεις και επιβαρύνσεις για τις εταιρείες».

Ο αναλυτής τεχνολογικής πολιτικής Adam Thierer αναπτύσσει περισσότερο το θέμα: «Αρκετές πρόσφατες μελέτες», σημειώνει, «έχουν τεκμηριώσει το κόστος που συνδέεται με τον GDPR [Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων] και τη σκληρή προσέγγιση της ΕΕ στη ροή δεδομένων γενικότερα». Αυτό επιβάλλει βαρύ κόστος στις καινοτόμες επιχειρήσεις και, αναπόφευκτα, όσο μικρότερη είναι η επιχείρηση, τόσο μεγαλύτερος είναι ο έμμεσος φόρος. Λαμβάνοντας αυτό υπόψη, καθώς και τις κατακερματισμένες αγορές της ΕΕ, δεν είναι να απορεί κανείς που οι ΗΠΑ προηγούνται τόσο πολύ.

Μια εργασία των Oliver Coste και Yann Coatanlem, που δημοσιεύθηκε από το Πανεπιστήμιο Bocconi του Μιλάνου, διατυπώνει ένα άλλο σημαντικό και ακόμη ευρύτερο σημείο σχετικά με τη ρύθμιση: οι νέες και δυναμικές εταιρείες πρέπει να είναι σε θέση να προσαρμόζουν γρήγορα το κόστος τους υπό το φως των εξελίξεων της αγοράς.

Έτσι, σημειώνουν οι συγγραφείς, το κόστος της αναδιάρθρωσης, που σε μεγάλο βαθμό είναι αποτέλεσμα της ρύθμισης για την προστασία της απασχόλησης, είναι θεμελιώδες. Όσο πιο δαπανηρή είναι η αναδιάρθρωση, τόσο πιο προσεκτική είναι η επιχείρηση. Αθροιστικά, οι εν λόγω προστασίες είναι παραλυτικές. Η κυβέρνηση των Εργατικών του Ηνωμένου Βασιλείου θα πρέπει να λάβει υπόψη της αυτόν τον πιθανό κίνδυνο στα σχέδιά της.

Ο Ντράγκι συμφωνεί ότι «το ρυθμιστικό πλαίσιο» είναι ένα μεγάλο ζήτημα. Έτσι, σημειώνει, «το εκτεταμένο και αυστηρό ρυθμιστικό περιβάλλον της ΕΕ (με παράδειγμα τις πολιτικές που βασίζονται στην αρχή της προφύλαξης) μπορεί, ως παρενέργεια, να περιορίσει την καινοτομία. Οι εταιρείες της ΕΕ αντιμετωπίζουν υψηλότερο κόστος αναδιάρθρωσης σε σύγκριση με τις ομοειδείς τους στις ΗΠΑ, γεγονός που τις φέρνει σε θέση τεράστιου μειονεκτήματος σε ιδιαίτερα καινοτόμους τομείς που χαρακτηρίζονται από τη δυναμική «ο νικητής παίρνει τα περισσότερα». Συνιστά μάλιστα έναν νέο «αντιπρόεδρο της Επιτροπής για την απλούστευση». Καλή τύχη με αυτή την προσέγγιση.

Το ζήτημα είναι μάλλον φιλοσοφικό και πολιτικό. Η ΕΕ χρειάζεται να βρει έναν τρόπο να ρυθμίσει τον τεχνολογικό τομέα, που δεν θα στραγγαλίζει ταυτόχρονα την ανάπτυξή της. Αυτό θα είναι μια τεράστια πρόκληση.

© The Financial Times Limited 2024. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v