Ράχμαν: Το rebranding της ακροδεξιάς και η διαχωριστική γραμμή

Η άνοδος των άκρων και οι πολιτικές θέσεις που γίνονται πλέον αποδεκτές από ψηφοφόρους του κέντρου. Τα παραδείγματα Τραμπ, Φάρατζ, Μελόνι και Λεπέν. Ποιος είναι ο Ρουβίκωνας.

Ράχμαν: Το rebranding της ακροδεξιάς και η διαχωριστική γραμμή
Ο αρθρογράφος των Financial Times Gideon Rachman
  • του Gideon Rachman

Η ακροδεξιά της Γαλλίας θα ήθελε -από εδώ και στο εξής- να είναι γνωστή απλά ως «η δεξιά». Μπορεί κανείς να δει τη λογική σ’ αυτό. Η Εθνική Συσπείρωση (Rassemblement National-RN), το ακροδεξιό κόμμα, προηγείται κατά πολύ στις δημοσκοπήσεις για τις επερχόμενες -σύντομα- εκλογές στη Γαλλία. Εν τω μεταξύ, η παραδοσιακή δεξιά καταρρέει. Αν το RN γίνει η μεγαλύτερη ομάδα στο Γαλλικό κοινοβούλιο τον Ιούλιο, τότε το κόμμα θα έχει επανακαθορίσει τον γαλλικό συντηρητισμό.

Το ερώτημα ως προς το αν να πρέπει να γίνει rebranding της ακροδεξιάς ως «δεξιά», έχει απήχηση πολύ πέραν της Γαλλίας. Υπάρχει παρόμοιο ζήτημα στις ΗΠΑ, όπου ο Ντόναλντ Τραμπ έχει μεταμορφώσει το Ρεπουμπλικανικό κόμμα κατ’ εικόνα του. To παραδοσιακό κόμμα του Τζορτζ Χέρμπερτ Γουόκερ Μπους που ήταν υπέρ των αγορών και διεθνιστικό, μετά βίας υπάρχει σήμερα. Ο νατιβισμός του Τραμπ με το «Πρώτα η Αμερική» είναι αυτός που διοικεί το συντηρητικό κίνημα.

Παράλληλες συζητήσεις γίνονται στην Ιταλία και στη Βρετανία. Έχει ακόμα νόημα να καθορίζεται η πρωθυπουργός της Ιταλίας, Τζόρτζια Μελόνι, ως «ακροδεξιά» πολιτικός; Με το κόμμα του Νάιτζελ Φάρατζ, το «Μεταρρύθμιση», να προηγείται σε μια δημοσκόπηση έναντι των κυβερνώντων Συντηρητικών, γίνεται λόγος ακόμα και για μια μετεκλογική «κατάληψη» των Τόρις από τον Φάρατζ και τις ιδέες του.

Άρα τι μένει από τον διαχωρισμό μεταξύ της δεξιάς και της ακροδεξιάς; Η κρίσιμη διαχωριστική γραμμή είναι οι συμπεριφορές έναντι της δημοκρατίας. Αν ένας πολιτικός ηγέτης αρνείται να αποδεχθεί το αποτέλεσμα μιας εκλογής και θέλει να συντρίψει το «βαθύ κράτος» (στην πραγματικότητα το ίδιο το κράτος), τότε αυτός ή αυτή είναι ξεκάθαρα στην ακροδεξιά.

Αν, όμως, ένα κόμμα προωθεί πολιτικές που οι φιλελεύθεροι θεωρούν δυσάρεστες, αντιδραστικές ή ακόμα και ρατσιστικές, αλλά το κάνει εντός του πλαισίου των δημοκρατικών πολιτικών και του κράτους δικαίου, ο όρος «ακροδεξιά» ίσως να μην είναι πλέον ο κατάλληλος.

Οι ιδεολογίες και τα πολιτικά κινήματα εξελίσσονται. Κάποιες από αυτές τις αναδυόμενες δυνάμεις μπορεί απλά να είναι το νέο πρόσωπο της δεξιάς πολιτικής –όπως ο Σερ Ρόμπερτ Πηλ μεταμόρφωσε τον Βρετανικό συντηρητισμό τον 19ο αιώνα, ή ο Μπάρι Γκόλντγουότερ και ο Ρόναλντ Ρήγκαν έκαναν ξανά την Αμερική δεξιά τον 20ο αιώνα.

Οι πολιτικοί επιστήμονες μιλούν για το «παράθυρο Όβερτον» -το εύρος των πολιτικών που θεωρούνται ως αξιοσέβαστες από την κυρίαρχη (mainstream) γνώμη οποιαδήποτε δεδομένη στιγμή. Αυτό που έχουν κάνει πολιτικοί όπως ο Τραμπ, η Μαρίν Λε Πεν και Φάρατζ είναι να μετατοπίσουν αυτό το παράθυρο ώστε πολιτικές που κάποτε θεωρούνταν ως ακροδεξιές, να έχουν μετακινηθεί πλέον στη κεντρική (mainstream) πολιτική σκηνή.  

Αυτό είναι πιο προφανές στην περίπτωση της μετανάστευσης, όπου διάφορες εκδοχές της πολιτικής του «τείχους» του Τραμπ καθορίζουν πλέον τη συζήτηση στη Δύση. Μπορείς πράγματι να εξακολουθείς να αποκαλείς αυτές τις πολιτικές «ακροδεξιές» όταν συμφωνούν μαζί τους οι πλειοψηφίες; Ένας άλλος όρος, όπως ο «εθνικός λαϊκισμός» φαίνεται πιο ακριβής.

Ο Τραμπ και το είδος του έχουν επίσης μετατοπίσει το «παράθυρο Όβερτον» ως προς τις συμπεριφορές έναντι της Ρωσίας και της Ουκρανίας. Εδώ η γραμμή μεταξύ μιας νέας μορφής συντηρητισμού και του ακροδεξιού αυταρχισμού γίνεται πιο θολή.

Είναι πιθανό πως τύποι σαν τον Τραμπ και την Λε Πεν θέλουν να κλείσουν συμφωνία με τη Ρωσία επειδή είναι ψυχροί απομονωτιστές που δεν πιστεύουν πως η υποστήριξη της Ουκρανίας είναι προς το εθνικό τους συμφέρον. Αλλά το φλερτ τους με τον Βλαντίμιρ Πούτιν θα μπορούσε επίσης να αντανακλά θαυμασμό για τον αυταρχισμό του.

Ο Τραμπ οπωσδήποτε έδειξε το πραγματικό πρόσωπό του όταν έχασε τις προεδρικές εκλογές του 2020. Η άρνησή του να αποδεχθεί τα αποτελέσματα και η ενθάρρυνσή μιας απόπειρα πραξικοπήματος έδειξαν πως ο πρώην πρόεδρος είναι αντιδημοκρατικός μέχρι το κόκκαλο. Πρώην mainstream Ρεπουμπλικάνοι –όπως οι γερουσιαστές Μάρκο Ρούμπιο και Μιτς ΜακΚόνελ- έχουν προδώσει θεμελιώδεις αρχές και υποβιβάσει τον εαυτό τους με το να εγκρίνουν τον Τραμπ.

Οι Λε Πεν και Μελόνι, ωστόσο, κινούνται προς την αντίθετη κατεύθυνση. Η Μελόνι μέχρι τώρα μοιάζει με μια σχετικά συμβατική συντηρητική στην εξουσία- αν και πολλοί στην ιταλική αριστερά παραμένουν βαθύτατα καχύποπτοι πως έχει κρυφή ατζέντα.

Ολόκληρη η στρατηγική της Λε Πεν την περασμένη δεκαετία ήταν να «αποδαιμονοποιήσει» την ακροδεξιά και να την μετακινήσει προς το κέντρο. Προς αυτό τον σκοπό, μέχρι που απέπεμψε τον ίδιον της τον πατέρα από το κόμμα και, πιο πρόσφατα, τα «έσπασε» με το ακροδεξιό κόμμα της Γερμανίας, την «Εναλλακτική για τη Γερμανία» (AfD).

Σημαίνει, λοιπόν, αυτό πως μπορούμε να χαλαρώσουμε αν το RN πάρει μερίδιο της εξουσίας στη Γαλλία τον Ιούλιο; Όχι βέβαια. Κάποιες από τις πολιτικές της Λε Πεν για την Ευρώπη -όπως η αποκατάσταση της υπεροχής της γαλλικής νομοθεσίας ή η παρακράτηση γαλλικών πληρωμών στον προϋπολογισμό της ΕΕ- θα μπορούσαν να προκαλέσουν οικονομικές αναταράξεις και να απειλήσουν την επιβίωση της ΕΕ.

Αλλά πολιτικές όπως αυτές θα μπορούσαν και πάλι να επιδιωχθούν νόμιμα εντός ενός δημοκρατικού πλαισίου. Ο πραγματικός κίνδυνος θα έρχονταν αν μια ατμόσφαιρα κρίσης λειτουργούσε ως δικαιολογία για να ζητήσει το RN έκτακτες εξουσίες -και ως εκ τούτου να περάσει τη γραμμή του αυταρχισμού. Υπάρχει κόσμος στη σφαίρα της γαλλικής ακροδεξιάς που έχει φλερτάρει με κυνικές, αντιδημοκρατικές ιδέες κατά την πρόσφατη περίοδο.

Το να επιχειρηματολογήσει κανείς πως η διαχωριστική γραμμή μεταξύ της δεξιάς και της ακροδεξιάς είναι ο σεβασμός για τη δημοκρατία μπορεί να μοιάζει πως εξυψώνει τους τύπους έναντι της ουσίας. Πολλοί είναι της άποψης ότι το πραγματικά απαράδεκτο με πολιτικούς όπως ο Τραμπ ή η Λε Πεν είναι οι πολιτικές που υποστηρίζουν –σε ένα εύρος θεμάτων, από τη μετανάστευση μέχρι τα δικαιώματα των γυναικών.

Όσο όμως επιβιώνουν οι δημοκρατικές δομές, οι ψηφοφόροι έχουν μια ευκαιρία τελικά να απορρίψουν πολιτικές. Oι ΗΠΑ έδιωξαν τον Τραμπ στις εκλογές του 2020. Το υπερσυντηρητικό κόμμα Νόμος και Δικαιοσύνη της Πολωνίας έχασε την εξουσία πέρυσι.

Ο σεβασμός στη δημοκρατία και το κράτος δικαίου παραμένει ο Ρουβίκωνας που χωρίζει τη συντηρητική πολιτική από τον ακροδεξιό αυταρχισμό.

© The Financial Times Limited 2024. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v