Ήταν από καιρό σαφές πως το 2024 θα ήταν μια ιστορική χρονιά για τη Δημοκρατία, καθώς περισσότερα από 30 κράτη πραγματοποίησαν/πραγματοποιούν εθνικές εκλογές. Αλλά μόλις τις τελευταίες ημέρες έχουν αρχίσει οι σχολιαστές να επικεντρώνονται στον οικονομικό αντίκτυπο αυτών των μαχών.
Οι έντονες αντιδράσεις της αγοράς στα αποτελέσματα σε Ινδία, Μεξικό και Νότια Αφρική έχουν εγείρει ορισμένα βασικά ερωτήματα. Οι οικονομίες εμφανίζουν καλύτερες επιδόσεις υπό μια κυβέρνηση που έχει ισχυρή πλειοψηφία ή υπό έναν ευρύ συνασπισμό; Υπό ένα κόμμα της αριστεράς ή της δεξιάς; Υπό τον νυν ηγέτη ή υπό ένα νέο πρόσωπο;
Για να απαντηθούν αυτά, είναι σημαντικό να αναγνωριστεί πως οι χρηματαγορές δεν καθοδηγούνται από καμία ιδεολογία. Έχουν κίνητρο να επικεντρώνονται στις προοπτικές για την οικονομία, όχι το πολιτικό σύστημα. Αυτό που αποκαλύπτει η έρευνά μου είναι πως είτε η κυβέρνηση είναι αδύναμη, είτε ισχυρή, είτε είναι αριστερή ή δεξιά, δεν φαίνεται να έχει και μεγάλη σημασία για την οικονομία. Αλλά οι νέοι ηγέτες σχετίζονται σθεναρά με την υψηλότερη ανάπτυξη και τις αποδόσεις.
Σκεφτείτε πρώτα τις οικονομικές επιδόσεις κυβερνητικών συνασπισμών. Η ιστορία δείχνει πως τα κατακερματισμένα κοινοβούλια δεν είναι απαραίτητα «κακά νέα» για την οικονομία. Σε χώρες όπως η Ινδία, η Βραζιλία και η Ιταλία, η οικονομία έχει πάει καλύτερα υπό κυβερνήσεις μειοψηφίας.
Η Ινδία, για παράδειγμα, υιοθέτησε μια λιγότερο σοσιαλιστική προσέγγιση στην χάραξη πολιτικής όταν έγινε πραγματική πολυκομματική δημοκρατία στα τέλη της δεκαετίας του 1970, και η οικονομία άρχισε να ξεπερνά τη στασιμότητα του κατά κεφαλήν εισοδήματος και να μεγεθύνεται τις επόμενες δεκαετίες.
Φέτος, η αγορά έπεσε απότομα μετά την είδηση πως το κόμμα του πρωθυπουργού Ναρέντρα Μόντι έχασε την απόλυτη πλειοψηφία. Αλλά έκτοτε έχει ανακάμψει, ίσως αναγνωρίζοντας πως οι κυβερνήσεις συνασπισμού δεν σημαίνουν απαραίτητα πιο ισχνή ανάπτυξη.
Το ίδιο ισχύει και για κόμματα που χαρακτηρίζονται ως αριστερά. Μια μελέτη 173 κυβερνήσεων σε 24 χώρες δεν έδειξε διαφορά στις αποδόσεις των χρηματιστηρίων, είτε βρίσκεται στην εξουσία κόμμα της αριστεράς, είτε της δεξιάς.
Πράγματι, οι επενδυτές συχνά φεύγουν όταν εκλέγεται κάποιος πολιτικός που ακούγεται αριστερός, αλλά στη συνέχεια αξιολογούν τι κάνει αυτός ο ηγέτης όταν βρίσκεται στην εξουσία. Η πιο αξιομνημόνευτη περίπτωση ήταν αυτή του Βραζιλιάνου Λουίς Ινάσιο Λούλα ντα Σίλβα. Τρόμαξε τους επενδυτές πριν αρχίσει η θητεία του το 2002 με προεκλογικές απειλές να κηρύξει η Βραζιλία στάση πληρωμών, ωστόσο μόλις ανέλαβε την εξουσία έγινε οικονομικά «ορθόδοξος».
Ίσως να «παίζει» ένα παρόμοιο σενάριο στο Μεξικό, όπου η σαρωτική νίκη της Κλαούντια Σέινμπαουμ ξεπέρασε τις προσδοκίες. Οι αγορές φοβούνται ότι το κόμμα Morena, έχοντας επιστρέψει στην εξουσία, θα επιμείνει στη σοσιαλιστική του ατζέντα. Αλλά το τι θα κάνει η Σέινμπαουμ όταν αναλάβει την εξουσία μένει να φανεί.
Οι ΗΠΑ δείχνουν ξεκάθαρα το πώς ακριβώς μπορεί να είναι η ακομμάτιστη Wall Street. Αρχίζοντας στα τέλη της δεκαετίας του 1860, όταν άρχισε να σταθεροποιείται το δικομματικό πολιτικό σύστημα, το χρηματιστήριο είχε αποδώσει κατά μέσο όρο 68% όταν οι πρόεδροι ήταν Δημοκρατικοί και 52% όταν ήταν Ρεπουμπλικάνοι. Αυτό το χάσμα, ωστόσο, δεν αποκαλύπτει κάποια κρυφή κομματική μεροληψία. Μια πιο στενή ματιά στα δεδομένα δείχνει πως οι οικονομικές συνθήκες (κυρίως η ανάπτυξη του ΑΕΠ και ο πληθωρισμός) ήταν πιο ευνοϊκές όταν οι Δημοκρατικοί βρίσκονταν στην εξουσία. Αυτό ήταν ως επί το πλείστον σύμπτωση.
Αυτό μάς οδηγεί σε έναν πολιτικό παράγοντα που φαίνεται πράγματι να έχει σημασία: τα φρέσκα πρόσωπα. Όσο πιο νέα τόσο καλύτερα. Μελετώντας πάνω από 50 δημοκρατίες από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 βρήκα περισσότερους από 70 ηγέτες που κράτησαν πέραν της μιας θητείας.
Σε αναπτυγμένες χώρες συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ, του Ηνωμένου Βασιλείου και της Γαλλίας (όπου την Κυριακή διεξάγεται ο δεύτερος γύρος των εκλογών), το ΑΕΠ μειώθηκε σταθερά από το 2,9% στην πρώτη θητεία του ηγέτη στο 2,6% στη δεύτερη θητεία και στο 2,4% στην σπάνια τρίτη θητεία.
Στις αναδυόμενες χώρες, όπου οι ηγέτες μπορούν να έχουν μεγαλύτερη επίδραση επειδή τείνουν να αντιμετωπίζουν λιγότερους θεσμικούς περιορισμούς, η ανάπτυξη κατά μέσο όρο μειώθηκε από το 5,3% στην πρώτη θητεία στο 4,4% στη δεύτερη και σε μόλις 3,5% στην τρίτη.
Οι αγορές φαίνεται να διαισθάνονται τη φθορά καθώς οι ηγέτες εφησυχάζουν και «μπαγιατεύουν» με την πάροδο του χρόνου. Στις αναδυόμενες οικονομίες, η χρηματιστηριακή αγορά υπεραπέδωσε κατά 20% από τις αντίστοιχες αγορές κατά την πρώτη θητεία ενός ανθεκτικού ηγέτη, σημείωσε μέτριες αποδόσεις κατά τη δεύτερη θητεία και υποαπέδωσε σημαντικά κατά την τρίτη.
Στις ΗΠΑ επίσης, το χάσμα είναι εντυπωσιακό. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1860, οκτώ πρόεδροι έχουν διατελέσει δύο πλήρεις θητείες, με αποδόσεις της αγοράς κατά μέσο όρο 80% στην πρώτη θητεία και μόλις 29% στη δεύτερη.
Είναι σημαντικό να έχουμε κατά νου ότι η τύχη των οικονομιών και των αγορών καθορίζεται από πολλούς παράγοντες. Η πολιτική είναι ένα μόνο κομμάτι του παζλ. Αλλά για όποιον προσπαθεί να προβλέψει τον οικονομικό αντίκτυπο των παγκόσμιων εκλογών φέτος, θα ήταν συνετό να ξεκινήσει χωρίς να αναζητά ισχυρές πλειοψηφίες ή πολιτικές ετικέτες.
Μόνο νέα πρόσωπα.
* Ο συγγραφέας του άρθρου είναι πρόεδρος του Rockefeller International. Το νέο του βιβλίο έχει τον τίτλο «What Went Wrong With Capitalism».
© The Financial Times Limited 2024. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation