Κινούμαστε προς έναν κόσμο προστατευτισμού, του οποίου ηγούνται οι ΗΠΑ, όπως στις αρχές της δεκαετίας του 1930.
Ο Ντόναλντ Τραμπ, βεβαίως, είναι προσηλωμένος στον προστατευτισμό -ένας πραγματικός διάδοχος του Γερουσιαστή Σμουτ και του βουλευτή Χόλεϋ, που υποκίνησαν τον διαβόητο δασμό Σμουτ-Χόλεϋ το 1930. Αλλά και ο Τζο Μπάιντεν δεν τεμπελιάζει σε ό,τι αφορά τον προστατευτισμό –παρά μόνον κατά τα κριτήρια του Τραμπ- έχοντας πρόσφατα επιβάλει δασμούς σε κινεζικές εξαγωγές ύψους 18 δισ. δολαρίων. Οι αμερικανικοί δασμοί στα ηλεκτρικά οχήματα, συγκεκριμένα, πρόκειται να τετραπλασιαστούν στο 100%.
«Πού ήσασταν τριάμισι χρόνια; Έπρεπε να το είχαν κάνει πριν από πολύ καιρό», απάντησε ο Τραμπ. Προτείνει δασμούς 10% σε όλες τις εισαγωγές, εκτός από αυτές από την Κίνα, επί των οποίων ελπίζει να επιβάλει δασμούς 60%. Αυτοί οι νέοι δασμοί, όπως ελπίζει, θα αντισταθμίσουν εν μέρει τα χαμένα έσοδα από την επέκταση της εξαιρετικά ακριβής «Πράξης του 2017 για τις Μειώσεις Φόρων και τις Θέσεις Εργασίας».
Αυτές οι πολιτικές είναι πολιτικά ελκυστικές. Η επίπτωση των δασμών σε αυτούς που βλάπτονται είναι σχετικά αόρατες· τα θύματα είναι συνήθως ανίσχυρα και –αλληλούια!- οι δασμοί μπορούν να δικαιολογηθούν ως ένας τρόπος για να διορθωθούν τα κακώς κείμενα των μοχθηρών ξένων. Ωστόσο, εξακολουθούν να είναι κακές πολιτικές.
Για να το κατανοήσει κανείς αυτό, χρειάζεται να γίνει μια διάκριση που εισήχθη στα οικονομικά στις αρχές της δεκαετίας του 1960 και αιτιολογούσε εμπειρικά σε ορισμένες κλασικές αναλύσεις τον ρόλο των εμπορικών πολιτικών στην τεράστια επιτυχία της προσανατολισμένης προς τις εξαγωγές ανάπτυξη της Ταϊβάν, της Νότιας Κορέας και αργότερα της Κίνας.
Το θέμα είναι απλό. Ναι, υπάρχουν εξαιρετικοί λόγοι για τους οποίους μπορεί να θελήσουμε να παρέμβουμε στην οικονομία. Μπορεί να θέλουμε να μειώσουμε την ανισότητα, να ελαττώσουμε την ανασφάλεια, να προωθήσουμε νεοσύστατες βιομηχανίες, να περιορίσουμε την μακροοικονομική αστάθεια και να ελαχιστοποιήσουμε τα στρατηγικά τρωτά σημεία.
Αλλά η εμπορική πολιτική, ιδιαιτέρως η προστασία, σπανίως θα είναι ο καλύτερος τρόπος για να επιτευχθεί ο στόχος. Το επιχείρημα υπέρ του φιλελεύθερου εμπορίου δεν είναι ένα επιχείρημα υπέρ του laissez faire. Είναι ένα επιχείρημα υπέρ της χρήσης εργαλείων διαφορετικών από τα εμπόδια στο εμπόριο όπου είναι δυνατόν.
Για να καταλάβουμε γιατί οι δασμοί σπανίως είναι το καλύτερο εργαλείο πολιτικής, χρειάζεται να καταλάβουμε τι κάνουν. Οι δασμοί είναι φόροι στους καταναλωτές, τα έσοδα των οποίων πάνε εν μέρει στην κυβέρνηση, αλλά κατά ένα μεγάλο μέρος στους παραγωγούς. Άρα είναι παραδείγματα «φορολόγησης και δαπάνης», η φορολόγηση, όμως, είναι κρυμμένη στις αυξημένες τιμές ενός αγαθού και οι δαπάνες είναι συγκαλυμμένες στις αυξημένες ανταμοιβές των παραγωγών.
Τέτοιες πολιτικές δεν είναι καλά στοχευμένες σε ο,τιδήποτε άλλο πέραν αυτών των στόχων. Όπως οποιοσδήποτε άλλος φόρος, οι δασμοί φέρνουν τον κόσμο που αγοράζει το αγαθό –είτε πρόκειται για καταναλωτές ή για παραγωγούς- σε χειρότερη κατάσταση.
Εχουν, όμως, επίσης ευρύτερες επιπτώσεις στην οικονομία. Πάνω απ’ όλα, επιβάλουν μια «διάκριση υπέρ της εγχώριας αγοράς». Για να το θέσουμε αυτό σε γενικούς όρους, ένας φόρος στις εισαγωγές είναι επίσης ένας φόρος στις εξαγωγές.
Πώς δουλεύει αυτό; Παρ’ τε για παράδειγμα τον προτεινόμενο από τον Τραμπ δασμό 10% σε όλες τις εισαγωγές. Αυτό μπορεί αρχικά να θεωρηθεί ότι είναι κάτι σαν υποτίμηση, αλλά μόνο για τα προϊόντα που υποκαθιστούν τα αντίστοιχα των εισαγωγών.
Οι εισαγωγές τέτοιων αγαθών θα μειωθούν –αυτό άλλωστε είναι ο στόχος. Αλλά δεν υπάρχει λόγος γιατί αυτό να επηρεάσει άμεσα το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, εκτός και αν αλλάζει επίσης το συνολικό εισόδημα και τις δαπάνες στην οικονομία. Άρα, με μικρότερη ζήτηση για εισαγωγές, η ανάγκη να αγοραστεί ξένο συνάλλαγμα θα μειωθεί. Αυτό θα ενισχύσει το δολάριο, καθιστώντας τις εξαγωγές λιγότερο ανταγωνιστικές. Έτσι, θα συρρικνωθούν. Οι εξαγωγείς είναι οι πιο ανταγωνιστικοί παραγωγοί στη χώρα. Η προστασία των παραγωγών μη ανταγωνιστικών υποκατάσταστων εισαγωγών σε βάρος τους δεν μοιάζει λογική.
Αυτό δεν είναι θεωρητικό. Αυτοί από εμάς που έχουμε εργαστεί σε χώρες με άκρως προστατευτικές εμπορικές πολιτικές το έχουμε δει αυτό το αποτέλεσμα. Στην Παγκόσμια Τράπεζα εργάστηκα πάνω στην Ινδία, την δεκαετία του 1970. Η προστατευτική εμπορική πολιτική δεν κατέστησε τη χώρα αυτάρκη. Συνέτριψε τις εξαγωγές, καθιστώντας την πολύ πιο ευάλωτη.
Και δεν είναι μόνο αυτό. Υπάρχουν επίσης δυσμενείς διανεμητικές επιπτώσεις. Μια εξαιρετική πρόσφατη μελέτη των Kimberly Clausing και Mary Lovely για λογαριασμό του Peterson Institute for International Economics με τίτλο «Γιατί οι προτάσεις Τραμπ για τους δασμούς θα βλάψουν τους εργαζόμενους Αμερικάνους», εξετάζει τα στοιχεία που αποδεικνύουν πως η ατζέντα του Τραμπ για μια ακόμα θητεία «ισοδυναμεί με αναδρομικές μειώσεις φόρων, που πληρώνονται εν μέρει μόνο από αναδρομικές αυξήσεις φόρων. Μια κατώτερη εκτίμηση του κόστους για τους καταναλωτές δείχνει ότι οι δασμοί θα μείωναν τα εισοδήματα μετά από φόρους κατά περίπου 3,5% για όσους ανήκουν στο κάτω μισό της κατανομής εισοδήματος».
Παρομοίως, μια μελέτη που δημοσιεύθηκε από το Εθνικό Γραφείο Οικονομικών Ερευνών τον Ιανουάριο του 2024 κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο εμπορικός πόλεμος του 2018-19 που ξεκίνησε ο Τραμπ «δεν προσέφερε μέχρι σήμερα οικονομική βοήθεια στην καρδιά των ΗΠΑ: οι δασμοί στις εισαγωγές ξένων προϊόντων ούτε αύξησαν, ούτε μείωσαν την απασχόληση στις ΗΠΑ σε νέους προστατευόμενους τομείς· οι ανταποδοτικοί δασμοί είχαν σαφείς αρνητικές επιπτώσεις στην απασχόληση, κυρίως στη γεωργία· και οι ζημίες αυτές μετριάστηκαν μόνο εν μέρει από τις αντισταθμιστικές γεωργικές επιδοτήσεις των ΗΠΑ». Γενικά, άθλια πολιτική, αλλά καλή πολιτικά.
Θα τα πάει καλύτερα η πιο στοχευμένη υποστήριξη του Μπάιντεν για την παραγωγή ηλεκτρικών οχημάτων; Αυτό είναι απίθανο για έναν απλό λόγο. Η πολιτική θα προστατεύσει τους παραγωγούς στην αμερικανική αγορά, αλλά η αμερικανική αγορά είναι πολύ μικρή για να κάνει τους εγχώριους παραγωγούς παγκοσμίως ανταγωνιστικούς.
Σύμφωνα με τη Διεθνή Υπηρεσία Ενέργειας, το 2023 η αμερικανική αγορά ηλεκτρικών και υβριδικών οχημάτων με μπαταρία ήταν το 17% της κινεζικής. Οι Αμερικάνοι καταναλωτές δεν κυριαρχούν πλέον στην παγκόσμια κατανάλωση. Αυτό είναι ένα μεγάλο εμπόδιο για τη βιομηχανική πολιτική που προσανατολίζεται στην εγχώρια αγορά (βλ. διαγράμματα).
Θα χρειαστεί κάτι πολύ πιο διακριτικό. Αυτό το κάτι είναι οι επιδοτήσεις. Ο Μπάιντεν είχε δίκιο να τις χρησιμοποιεί. Η ανταπάντηση θα είναι πως οι φόροι που χρειάζονται για να χρηματοδοτηθούν οι επιδοτήσεις είναι «ανάθεμα». Αλλά οι δασμοί είναι υψηλότεροι φόροι. Ακόμα χειρότερα, είναι ανεπαρκείς, αναδρομικοί και σχεδόν βέβαιο πως θα προκαλέσουν αντίποινα.
Ναι, υπάρχουν απόλυτα λογικά επιχειρήματα υπέρ των παρεμβάσεων στις αγορές. Αλλά η επιστροφή στις εμπορικές πολιτικές της δεκαετίας του 1930 είναι μια τρέλα.
© The Financial Times Limited 2024. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation