Ένα σημαντικό ερώτημα που αντιμετωπίζουν πολλές κεντρικές τράπεζες ανά τον κόσμο δεν είναι πλέον αν οι πολιτικές για τα επιτόκια στις προηγμένες χώρες θα αποσυνδεθούν με τρόπο που θεωρούνταν εξαιρετικά απίθανος πριν από μόλις μερικούς μήνες. Έχουν ήδη αποσυνδεθεί και θα συνεχίσουν ακόμα περισσότερο.
Το ερώτημα είναι το εύρος και το μέγεθος της πιθανής απόκλισης και ο συγκερασμός των εσωτερικών οικονομικών προτεραιοτήτων με την ανάγκη αποφυγής επιβλαβών έντονων διακυμάνσεων στις συναλλαγματικές ισοτιμίες.
Στην αρχή του 2024, οι αγορές έβλεπαν τη Fed να ηγείται ενός κύκλου μειώσεων επιτοκίων στις αρχές του έτους, οι οποίες θα επεκτείνονταν δειλά δειλά και σε άλλες προηγμένες οικονομίες. Τώρα οι αγορές βλέπουν τη Fed να περιορίζεται σε μια μόνο μείωση επιτοκίων φέτος, αντί για επτά· και βλέπουν επίσης τις κεντρικές τράπεζες στην Ευρώπη να προχωρούν νωρίτερα και σε περισσότερες μειώσεις επιτοκίων απ’ ό,τι η Fed. Αυτό παρά το γεγονός πως ιδιαίτερα η Ευρωπαϊκή Κεντρική ξεκίνησε αργά τον προηγούμενο κύκλο αύξησης των επιτοκίων και κατέληξε να κάνει μικρότερη αύξηση από τις 5,25 ποσοστιαίες μονάδες της Fed.
Αυτή η απόκλιση στην επιτοκιακή πολιτική έχει ήδη ξεκινήσει με μειώσεις από τις κεντρικές τράπεζες στην Τσεχία, την Ουγγαρία και τη Σουηδία. Αναμένεται να διευρυνθεί με μια μείωση από την ΕΚΤ την επόμενη εβδομάδα.
Η Τράπεζα της Αγγλίας αναμένεται να ακολουθήσει, αν και ο χρόνος των εκλογών (σ.τ.μ: οι πρόωρες εκλογές θα διενεργηθούν στις 4 Ιουλίου και ήδη διαλύθηκε το βρετανικό Κοινοβούλιο) μπορεί να περιπλέξει τα πράγματα. Και όλα αυτά την ώρα που οι προσδοκίες της αγοράς για τη μία και μοναδική μείωση επιτοκίων από την Fed πάνε για το τέλος του χρόνου, ενώ αρκετοί αναλυτές αμφισβητούν πως θα γίνει ακόμα και αυτό.
Τόσο η ανάπτυξη όσο και ο πληθωρισμός βρίσκονται πίσω από αυτή την απόκλιση που ορισμένοι θεωρούσαν αδιανόητη στις αρχές του έτους.
Τις ισχνές οικονομικές συνθήκες που είδαμε στη Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο το 2023 αναμένεται να ακολουθήσει περιορισμένη ανάπτυξη φέτος, ιδιαίτερα συγκριτικά με την αμερικανική εμπειρία. Οι πιο μακροπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης είναι επίσης λιγότερο ευνοϊκές στην Ευρώπη. Η προσέγγιση της Ευρώπης στην ανάπτυξη, με τη μεγαλύτερη εξάρτησή της από την παραδοσιακή μεταποίηση και τη σχετικά υψηλή έκθεσή της στη διεθνή ζήτηση, χρειάζεται επειγόντως αναθεώρηση.
Αυτή η αναζωογόνηση της ανάπτυξης περιπλέκεται περαιτέρω από το γεγονός πως δεν περιορίζεται στις ενέργειες που θα κάνουν οι εθνικές αρχές. Απαιτούνται μεγάλες πανευρωπαϊκές πρωτοβουλίες για να ενισχυθούν οι μελλοντικές μηχανές ανάπτυξης (όπως η τεχνητή νοημοσύνη, οι βιοεπιστήμες και η βιώσιμη ενέργεια), καθώς και να αντιμετωπιστούν πιεστικά χάσματα σε τομείς όπως η άμυνα, η ασφάλεια του κυβερνοχώρου και η ενεργειακή ασφάλεια.
Οι τιμές αποσυνδέονται, επίσης, αφού προηγουμένως αντέδρασαν σε κοινά σοκ, τόσο ανοδικά, όσο και πτωτικά. Με μια πιο αδύναμη οικονομία, ο ευρωπαϊκός πληθωρισμός αναμένεται να πλησιάσει περισσότερο προς τον στόχο της ΕΚΤ και, στην περίπτωση της Τράπεζας της Αγγλίας, ακόμα και να κινηθεί χαμηλότερα του στόχου. Δεν συμβαίνει το ίδιο με τη Fed, όπου ο πληθωρισμός στον τομέα των υπηρεσιών αναμένεται να είναι πιο επίμονος.
Παρά τις εκτιμήσεις αυτές για την ανάπτυξη και τον πληθωρισμό, υπάρχει όριο στο πόσο εφικτή (όχι επιθυμητή) είναι η αποσύνδεση των επιτοκίων. Μια υποτίμηση του νομίσματος που προκύπτει από τις αυξανόμενες διαφορές των επιτοκίων είναι απίθανο να αντισταθμιστεί με ουσιαστικό τρόπο από την ευρωπαϊκή επιτυχία στην προσέλκυση κεφαλαιακών ροών από τις ΗΠΑ, είτε πρόκειται για άμεσες ξένες επενδύσεις, είτε για επενδύσεις χαρτοφυλακίου.
Ως τέτοια, μια πολύ μεγάλη και επίμονη απόκλιση των επιτοκίων, δημιουργεί κίνδυνο να αποδυναμωθούν τα ευρωπαϊκά νομίσματα πέραν του σημείου όπου πιθανά ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα αντισταθμίζουν το κόστος του υψηλότερου εισαγόμενου πληθωρισμού. Σε μια εκλογική χρονιά για τις ΗΠΑ, αυτό θα μπορούσε επίσης να ενισχύσει τις τάσεις προστατευτισμού που ήδη εντείνονται. Τα δυο αυτά μαζί θα μπορούσαν να προκαλέσουν χρηματοπιστωτική αστάθεια, η οποία θα ενίσχυε τις οικονομικές ανησυχίες.
Εν συντομία, είναι δύσκολο να δούμε την πρόσθετη διαφορά στα επιτόκια να ξεπερνά τη μισή έως 1 ποσοστιαία μονάδα. Ανοικτό παραμένει το ερώτημα κατά πόσον αυτό θα αποδειχθεί επαρκές για την ικανοποίηση των προτεραιοτήτων της εσωτερικής πολιτικής της Ευρώπης. Λιγότερο αβέβαιο είναι το πού βρίσκεται η πιθανή συμφιλίωση -δηλαδή, στα χέρια της Fed.
Εκτός από τις περιόδους οξείας κρίσης, η Fed τονίζει ότι οι αποφάσεις της πολιτικής της καθορίζονται μόνο από εγχώριες εκτιμήσεις και ότι αυτό είναι προς το μακροπρόθεσμο συμφέρον των άλλων χωρών, δεδομένης της σημασίας της οικονομικής ευρωστίας των ΗΠΑ για τη συνολική ευημερία της παγκόσμιας οικονομίας. Δεν θα πρέπει να περιμένουμε μια διαφορετική προσέγγιση απλώς και μόνο λόγω του διλήμματος πολιτικής στην Ευρώπη.
Αυτό που θα βοηθούσε την Ευρώπη είναι η αναγνώριση από τη Fed ότι ο συνδυασμός της υπερβολικής εξάρτησης από τα δεδομένα και της αυστηρής προσήλωσης στον στόχο του 2% για τον πληθωρισμό, θα μπορούσε να αυξήσει άσκοπα την πιθανότητα μιας ανώμαλης προσγείωσης στις ΗΠΑ· και ότι μια τέτοια ύφεση θα έπληττε ιδιαίτερα σκληρά τα φτωχά νοικοκυριά και τις μικρές επιχειρήσεις, που ήδη βρίσκονται σε δύσκολη θέση.
Καθώς η προσαρμογή της Fed είναι κάτι που πρέπει να ελπίζουμε αλλά όχι να εξαρτόμαστε από αυτή, περιμένουμε ότι η Ευρώπη θα ανακαλύψει τα όρια της απόκλισης των επιτοκίων μέχρι το τέλος του τρέχοντος έτους.
© The Financial Times Limited 2024. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation