«Οι φόροι είναι αυτό που πληρώνεις για να έχεις μια πολιτισμένη κοινωνία», είπε το 1927 ο δικαστής του Αμερικανικού Ανώτατου Δικαστηρίου Όλιβερ Γουένταλ Χολμς. Το θέμα, πάντα επίκαιρο, έγινε ακόμα πιο επίκαιρο την περασμένη εβδομάδα καθώς το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ άκουσε τις εναρκτήριες αγορεύσεις στην υπόθεση Μουρ (Moore vs US), μια υπόθεση που θα εξετάσει το αν ο υποχρεωτικός φόρος επαναπατρισμού (σ.τ.μ.: για συντομία: ΥΦΕ) του 2017, που απαιτεί οι επιχειρήσεις να πληρώνουν έναν εφάπαξ φόρο για τα αναβαλλόμενα κέρδη στο εξωτερικό, είναι νόμιμος.
Οι αναγνώστες μπορεί να θυμούνται ότι ο ΥΦΕ στόχο είχε να πιάσει κάποια από τα τρισεκατομμύρια των offshore κερδών των μεγάλων αμερικανικών εταιρειών ενόψει της μείωσης του συντελεστή φορολογίας των εταιρειών, σε συνδυασμό με τον τερματισμό της αρχής της «παγκόσμιας» φορολόγησης της χώρας. Το σύστημα αυτό είχε ενθαρρύνει τις αμερικανικές πολυεθνικές να διατηρούν τα κέρδη τους στο εξωτερικό, όπου οι συντελεστές ήταν χαμηλότεροι από τον τότε αμερικανικό συντελεστή του 35%, και να αποφεύγουν την ενδεχόμενη διπλή φορολόγηση με τον μη επαναπατρισμό των κερδών τους. Σήμερα, οι αμερικανικές εταιρείες υπόκεινται σε συντελεστή 21% και δεν καταβάλλουν πλέον στην κυβέρνηση πρόσθετο φόρο για τα κέρδη στο εξωτερικό.
Το ερώτημα για το Ανώτατο Δικαστήριο είναι αν η φορολόγηση των μη πραγματοποιηθέντων κερδών είναι νόμιμη. Οι ενάγοντες -ένα ζευγάρι Αμερικανών που έπρεπε να πληρώσει 15.000 δολάρια για μη πραγματοποιηθέντα κέρδη σε μια ινδική μεταποιητική επιχείρηση, στο πλαίσιο του φορολογικού νόμου του 2017- και πολλοί συντηρητικοί ελπίζουν ότι το δικαστήριο θα πει όχι.
Αλλά η ανατροπή του ΥΦΕ θα δυσχέραινε επίσης το Κογκρέσο να επιβάλει φόρο πλούτου -κάτι για το οποίο πιέζουν οι Δημοκρατικοί- και θα άνοιγε το κουτί της Πανδώρας για δικαστικές διαμάχες στις ΗΠΑ, καθώς μια τέτοια απόφαση θα ανέτρεπε τους υφιστάμενους φορολογικούς κανόνες.
Ορισμένοι συντηρητικοί δικαστές, όπως η Έιμι Κόνι Μπάρετ, φαίνονται επιφυλακτικοί απέναντι στα επιχειρήματα του ενάγοντος, ίσως επειδή δεν θέλουν να ανατρέψουν το status quo. Και η απόφαση θα αργήσει να έρθει. Αλλά η υπόθεση υπογραμμίζει τις δυσκολίες του τρόπου με τον οποίο σκεφτόμαστε για τη φορολογική δικαιοσύνη, αφού δεκαετίες παγκοσμιοποίησης και τεχνολογικού μετασχηματισμού έχουν επιτρέψει σε μεγάλες εταιρείες και πλούσιους ιδιώτες να παίξουν ένα παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος φορολογικού αρμπιτράζ και φοροαποφυγής.
Οι πλούσιοι του πλανήτη μπορούν όχι μόνο να επιλέξουν μεταξύ των πιο ευνοϊκών διεθνών φορολογικών δομών, αλλά η οικονομική μετατόπιση από τη μεταποίηση στις υπηρεσίες και στην πληροφόρηση έχει κάνει όλο και πιο εύκολο το «παρκάρισμα» του πλούτου σε υπεράκτιες περιοχές. Εξάλλου, τα εργοστάσια είναι πιο δύσκολο να κρυφτούν από ό,τι, ας πούμε, οι πατέντες ή τα δεδομένα.
Η πρόσφατη έκθεση του Φορολογικού Παρατηρητηρίου της ΕΕ για την παγκόσμια φοροδιαφυγή περιέχει ένα ιδιαίτερα εντυπωσιακό διάγραμμα που παρουσιάζει τη μετατόπιση κερδών από τις αμερικανικές πολυεθνικές εταιρείες μεταξύ του 1975 και του 2022. Ενώ οι αμερικανικές εταιρείες δεν είχαν σχεδόν καθόλου έσοδα σε φορολογικούς παραδείσους στα τέλη της δεκαετίας του 1970, σήμερα καταγράφουν περισσότερα από τα μισά κέρδη τους σε τέτοιες περιοχές.
Υπήρξε μια μικρή πτωτική τάση μετά το 2017, αλλά η μεταφορά κερδών σε άλλες χώρες αυξήθηκε και πάλι στη συνέχεια και παραμένει λίγο-πολύ σταθερή στο 50% περίπου. Μόνο ένα μικρό μέρος αυτών των κερδών μπορεί να δικαιολογηθεί από οποιαδήποτε πραγματική δραστηριότητα επιτόπου. Και ενώ οι ΗΠΑ ξεχωρίζουν, η συνολική μεταφορά κερδών σε φορολογικούς παραδείσους κυμαίνεται γύρω στο 35% από το 2015.
Ο παγκόσμιος ελάχιστος φόρος 15% για τις πολυεθνικές που συμφωνήθηκε από 140 χώρες το 2021 θα έπρεπε να έχει βοηθήσει σε αυτό -αλλά οι ΗΠΑ και πολλές άλλες πλούσιες χώρες δεν τον έχουν ακόμη εφαρμόσει ή επιβάλει σωστά. Επιπλέον, ο κατάλογος με τα «παραθυράκια» έχει αυξηθεί, μειώνοντας τα έσοδα και παρέχοντας συνεχή κίνητρα στις εταιρείες να στέλνουν κέρδη σε υπεράκτιες χώρες.
Οι πλούσιοι ιδιώτες επωφελούνται από πολλά δικά τους «παραθυράκια». Σύμφωνα με την έκθεση, οι δισεκατομμυριούχοι ανά τον κόσμο πληρώνουν κατά μέσο όρο από μηδέν έως 0,5% του πλούτου τους. Μπορεί να κρύβουν λιγότερα περιουσιακά στοιχεία σε υπεράκτιες περιοχές (χάρη στην αυξημένη ανταλλαγή διεθνών τραπεζικών πληροφοριών), αλλά εξακολουθούν να χρησιμοποιούν εγχώριες ιδιοκτησίες ακινήτων και εταιρείες-βιτρίνα για να αποφύγουν τον φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων.
Δεν είναι περίεργο, λοιπόν, που σε πολλές πλούσιες χώρες συζητούνται όλο και περισσότερο οριζόντιοι φόροι περιουσίας, ακόμη και φόροι γης. Η ικανότητα των πλούσιων εταιρειών και ιδιωτών να χρησιμοποιούν πολύπλοκες νομικές δομές για να παρακάμπτουν τις εθνικές ρυθμιστικές αρχές απαιτεί απλούς, ωμούς κανόνες.
Απαιτεί όμως επίσης αυξημένο παγκόσμιο συντονισμό. Οι πλούσιοι είναι σήμερα λιγότερο προσκολλημένοι σε χώρες και φορολογικές δικαιοδοσίες απ' ό,τι στο παρελθόν. Αυτό καθιστά δύσκολο για οποιαδήποτε χώρα να λύσει μόνη της το ζήτημα της φοροδιαφυγής. Γνωρίζω πολλές πλούσιες, φιλελεύθερες ελίτ που πιστεύουν ότι είναι «πολίτες του κόσμου», αλλά πολύ συχνά ισχυρισμοί ότι νοιάζονται για όλους σημαίνουν ότι στην πραγματικότητα δεν συνεισφέρουν πολλά σε κάποια συγκεκριμένη χώρα ή κοινότητα.
Αυτό έχει γίνει μια νέα και ανησυχητική τάση μεταξύ των πλουσίων του κόσμου. Στο νέο του βιβλίο με τίτλο «As Gods Among Men», ο οικονομικός ιστορικός του Πανεπιστημίου Bocconi, Γκουίντο Αλφάνι, περιγράφει πώς στο παρελθόν οι πλούσιοι συνεισέφεραν περισσότερο στο κοινό καλό σε περιόδους πολέμου, λιμού, λοιμού και οικονομικής καταστροφής. Σήμερα, αυτή η αίσθηση της κοινής ευθύνης έχει χαθεί. Παρά την οικονομική κρίση, την πανδημία και τον πόλεμο στην Ουκρανία, ούτε οι φορολογικοί συντελεστές για τους παγκόσμιους πλούσιους ούτε και οι συνεισφορές τους στα επιμέρους κράτη αυξάνονται σημαντικά.
Αυτό μπορεί εν μέρει να οφείλεται στο υπερβολικό «ιδιωτικό χρήμα» στην πολιτική, ένα ιδιαίτερο πρόβλημα στις ΗΠΑ (και ένα αυξανόμενο πρόβλημα, μετά την υπόθεση Citizens United του 2010, η οποία ανέτρεψε νόμους αιώνων για τη χρηματοδότηση εκστρατειών). Μπορεί επίσης να οφείλεται στην αποσύνδεση του πλούτου και του τόπου σε έναν μετα-παγκοσμιοποιημένο κόσμο.
Σε κάθε περίπτωση, οι κρίσεις της στιγμής -από την κλιματική αλλαγή μέχρι τους πολέμους και την επανεκπαίδευση του εργατικού δυναμικού- απαιτούν περισσότερα φορολογικά έσοδα. Αν δεν πληρώσουμε όλοι το μερίδιο που μας αναλογεί, μπορεί να διαπιστώσουμε ότι η κοινωνία γίνεται όλο και πιο απολίτιστη.
© The Financial Times Limited 2023. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation