Η ασυνήθιστη αναταραχή στα ομόλογα του αμερικανικού δημοσίου την περασμένη εβδομάδα υποδηλώνει ότι υπάρχει ένα βαθύτερο ζήτημα πέρα από την τελευταία μέτρηση του πληθωρισμού και τις αποφάσεις της Fed για τα επιτόκια.
Η αμερικανική αγορά ομολόγων χάνει τα στρατηγικά της στηρίγματα, είτε αυτά αφορούν την οικονομία, τη νομισματική πολιτική ή τεχνικούς παράγοντες.
Mπορεί να βρει κανείς εύκολα βραχυπρόθεσμες εξηγήσεις για το τρενάκι του τρόμου στις αποδόσεις των ομολόγων, που έχει συγκεντρώσει σημαντική προσοχή στις ΗΠΑ και αλλού. Στις αρχές της περασμένης εβδομάδας, δηλώσεις από αξιωματούχους της Fed επηρέασαν το κλίμα στην αγορά, αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο να μην υπάρξουν νέες αυξήσεις επιτοκίων καθώς η αγορά έκανε τη δουλειά για αυτούς. Οι γεωπολιτικές ανησυχίες διόγκωσαν τις κινήσεις των αποδόσεων. Τα ομόλογα πραγματοποίησαν ράλι με τις αποδόσεις να υποχωρούν.
Στα μέσα της εβδομάδας, η προσοχή στράφηκε στα στοιχεία για τον πληθωρισμό, συμπεριλαμβανομένων και κάποιων μετρήσεων που ήταν πιο «καυτές» από ό,τι αναμενόταν τόσο σε επίπεδο παραγωγών όσο και καταναλωτών. Την Παρασκευή, επανήλθαν οι γεωπολιτικές ανησυχίες καθώς η αγορά φοβήθηκε μια κλιμάκωση της τραγικής σύγκρουσης στη Μέση Ανατολή. Μόνο την Πέμπτη, η απόδοση του 10ετούς ομολόγου του αμερικανικού δημοσίου ταλαντεύτηκε 0,2 ποσοστιαίες μονάδες μεταξύ του ενδοσυνεδριακού υψηλού και του ενδοσυνεδριακού χαμηλού.
Αλλά η κύρια ανησυχία μου αφορά κάτι άλλο: το πιο επιδραστικό τμήμα των διεθνών χρηματοοικονομικών αγορών χάνει τα μακροπρόθεσμα στρατηγικά του στηρίγματα και κινδυνεύει ταυτόχρονα να χάσει και τους βραχυπρόθεσμους σταθεροποιητές του.
Οι τελευταίες προβλέψεις για την ανάπτυξη της μεγαλύτερης οικονομίας στον κόσμο είναι αλλοπρόσαλλες, καθώς κυμαίνονται μεταξύ μιας ομαλής και ανώμαλης προσγείωσης, με κάποιους να κάνουν λόγο ακόμα και για συντριβή και άλλους να μη βλέπουν καθόλου προσγείωση. Οι προσδοκίες για τις ενέργειες της Fed εμφανίζουν εξίσου μεγάλες αποκλίσεις, από πιθανές περικοπές επιτοκίων σε βραχυπρόθεσμο επίπεδο μέχρι διατήρηση των υψηλών επιτοκίων για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.
H νομισματική πολιτική της Fed περιβάλλεται από αβεβαιότητα, με ερωτήματα σχετικά με το ποιο πρέπει να είναι το επίπεδο ισορροπίας των επιτοκίων, τον καθυστερημένο αντίκτυπο του κύκλου αυξήσεων επιτοκίων, τις επιπτώσεις της συρρίκνωσης του ισολογισμού και την απουσία ενός αποτελεσματικού πλαισίου για την άσκηση της νομισματικής πολιτικής.
Όλα αυτά συμβαίνουν σε ένα περιβάλλον σημαντικών δημοσιονομικών ελλειμμάτων που δεν δείχνουν σημάδια ουσιαστικής συρρίκνωσης, για λόγους που περιλαμβάνουν την προβληματική λειτουργία του Κογκρέσου και μεγάλους λογαριασμούς που αφορούν υποσχέσεις του παρελθόντος και εν εξελίξει μεταβιβάσεις για την αντιμετώπιση καθοριστικών προκλήσεων όπως η κλιματική αλλαγή. Ως εκ τούτου, το ισοζύγιο των ρίσκων υποδηλώνει πιο μεγάλες δημοσιονομικές πιέσεις από αυτές που είχαν προβλεφθεί αρχικά.
Η αβεβαιότητα αυτή αφορά επίσης και τη μακροπρόθεσμη εξέλιξη των δυνάμεων της προσφοράς και της ζήτησης. Παρά την αύξηση των επιτοκίων, επικρατεί γνήσια αμφιβολία για το ποιος θα απορροφήσει την επιπλέον προσφορά κυβερνητικού χρέους που συνδέεται με τα υψηλά ελλείμματα. Η Fed, η οποία ήταν ο πιο αξιόπιστος αγοραστής για πάνω από μια δεκαετία με φαινομενικά αστείρευτα πιεστήρια και ελάχιστη ευαισθησία στις τιμές, τώρα πουλάει ομόλογα, αντιστρέφοντας το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης που ξεκίνησε κατά την κρίση του 2008 για να εφαρμόσει ποσοτική σύσφιξη.
Οι ξένοι αγοραστές δείχνουν πιο διστακτικοί, μεταξύ άλλων και για γεωπολιτικούς λόγους. Ένα σημαντικό ποσοστό της μεγάλης εγχώριας επενδυτικής βάσης, όπως τα συνταξιοδοτικά ταμεία και οι ασφαλιστικές εταιρείες, έχει ήδη μεγάλες ποσότητες ομολόγων τα οποία θα οδηγούσαν σε ζημία, αν πωλούνταν στις τρέχουσες τιμές. Επιπρόσθετα, οι ανησυχίες για τη σταθερότητα των καταθέσεων των περιφερειακών τραπεζών παραμένουν, κάτι που μπορεί να τις οδηγήσει να πουλήσουν ομόλογα, αν συρρικνωθούν οι καταθέσεις.
Ευτυχώς, η αγορά ομολόγων διαθέτει ακόμα κάποιους βραχυπρόθεσμους σταθεροποιητές, οι οποίοι έχουν αποτρέψει ακόμα πιο ακραίες ημερήσιες διακυμάνσεις των αποδόσεων. Οι απότομες αυξήσεις στις αποδόσεις παρακινούν αγοραστές που αναζητούν μεγαλύτερη βεβαιότητα να κλειδώσουν υψηλότερα εισοδήματα για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, ενώ οι απότομες μειώσεις στις αποδόσεις μεταφράζονται σε υψηλότερες τιμές, επιτρέποντας σε κάποιους επενδυτές με μεγάλη έκθεση σε τίτλους με μη πραγματοποιηθείσες ζημίες να ξεφορτωθούν κάποιους από αυτούς.
Ωστόσο, είναι σημαντικό να σημειώσουμε ότι η ανθεκτικότητα αυτή δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένη. Όπως και αν το δει κανείς, η πιο σημαντική αγορά αναφοράς στον κόσμο έχει ξεκινήσει ένα απρόβλεπτο ταξίδι με αβέβαιο προορισμό.
Θυμάμαι ότι κατά τη μετάβασή μου πριν από περίπου 25 χρόνια από τον δημόσιο στον ιδιωτικό τομέα, ένας trader ομολόγων με προειδοποίησε ότι θα υπάρχουν στιγμές όπου τεχνικοί παράγοντες θα υπερισχύουν των θεμελιωδών οικονομικών μεγεθών, προκαλώντας μεταβλητότητα στις τιμές, η οποία θα μπορούσε δυνητικά να αποσταθεροποιήσει τις χρηματοοικονομικές αγορές και την ευρύτερη οικονομία. Απέδιδε αυτό το φαινόμενο όπου «τα πόδια σηκώνονται να χτυπήσουν το κεφάλι» στις αναδυόμενες αγορές.
Χωρίς μια πιο συντονισμένη προσπάθεια αποκατάστασης των βασικών στηριγμάτων, φαίνεται ότι αυτή η προειδοποίηση πρέπει να ληφθεί πιο σοβαρά υπόψη στο πιο συστημικό τμήμα των ώριμων αγορών.
© The Financial Times Limited 2023. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation