Αρκετούς μήνες μετά την εισβολή του Βλαντίμιρ Πούτιν στην Ουκρανία, ένας βετεράνος των μαζικών ιδιωτικοποιήσεων της δεκαετίας του 1990 στη Ρωσία έλαβε μια κλήση από έναν «παλιό φίλο».
«Πρόκειται για το Ιδιωτικοποίηση 2.0!» είπε με ενθουσιασμό ο φίλος, προτείνοντάς του να ενώσουν τις δυνάμεις τους «όπως τον παλιό καλό καιρό», για να πάρουν τα εργοστάσια που ανήκουν σε δυτικές εταιρείες που τώρα θέλουν να βγουν από τη Ρωσία λόγω της Ουκρανίας.
Η εμπλοκή έχει παραλληλισμούς με το πρώτο μεγάλο ξεπούλημα στη Ρωσία μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, όταν ολιγάρχες που συνδέονταν με το Κρεμλίνο άρπαξαν προνομιακά περιουσιακά στοιχεία σε τιμές ευκαιρίας.
Τότε, το να αναλάβεις μια βιομηχανική εγκατάσταση της σοβιετικής εποχής απαιτούσε να έχεις γνώση του νέου κόσμου των οικονομικών αλλά και του άγριου τρόπου που λειτουργούσαν οι ρωσικές επιχειρήσεις, όπου οι διαφωνίες συχνά κατέληγαν σε εταιρικές επιδρομές ή ακόμα και σε φόνους.
Τώρα, τα περιουσιακά στοιχεία που προσφέρονται είναι όλα δυτικά και το μόνο που χρειάζονται οι δυνητικοί αγοραστές είναι να έχουν στενούς δεσμούς με τον Ρώσο πρόεδρο.
«Είναι σαν τη Βενεζουέλα», είπε ανώτερος επιχειρηματίας στη Μόσχα. «Δίνουν τα καλύτερα στους κολλητούς τους… και μετά όλα θα πάνε κατά διαόλου».
Ο καπιταλισμός συναντά τη φεουδαρχία
Τους πρώτους μήνες της εισβολής πέρυσι, μια σειρά από δυτικές εταιρείες ανακοίνωσαν ότι σχεδιάζουν να αποεπενδύσουν από τη Ρωσία. Οι κυρώσεις καθιστούσαν το επιχειρείν σχεδόν αδύνατο και η ζημία στη φήμη από την παραμονή δεν άξιζε τους κινδύνους.
Σύμφωνα με στοιχεία από τη Σχολή Οικονομικών Επιστημών του Κιέβου, λιγότερες από 300 από τις πάνω από 3.350 μεγάλες ξένες εταιρείες που κατείχαν περιουσιακά στοιχεία στη Ρωσία έχουν ήδη αποχωρήσει και περίπου 500 βρίσκονται στη διαδικασία αποχώρησης.
Σχεδόν ενάμιση χρόνο μετά τον πόλεμο, η κατάσταση για όσους έχουν παραμείνει -στους οποίους περιλαμβάνονται η PepsiCo, η Philip Morris, η Mars, η UniCredit και η αυστριακή Raiffeisenbank- έχει αλλάξει προς το χειρότερο.
Προτού ο Πούτιν υπογράψει την Κυριακή εντολή για την εθνικοποίηση των ρωσικών δραστηριοτήτων της Danone και της Carlsberg, οι δύο εταιρείες ήταν μεταξύ των εκατοντάδων που ολοκλήρωναν τις πωλήσεις σε τοπικούς αγοραστές και ανέμεναν την κρατική έγκριση.
Αντιθέτως, και οι δύο ελέγχονται τώρα στην πραγματικότητα από πιστούς στο καθεστώς. Κάποιος που συνδέεται στενά με τον Ραμζάν Καντίροφ, τον ισχυρό ηγέτη της Τσετσενίας, θα διευθύνει την επιχείρηση της Danone. Ο Ταϊμουράζ Μπολόεφ, προσωπικός φίλος του Πούτιν που έχει επιχειρηματικούς δεσμούς με τους πιο ισχυρούς συμμάχους του προέδρου, είναι ο νέος επικεφαλής της ζυθοποιίας Baltika της Carlsberg.
Οι εταιρείες αυτές υπόκεινται ήδη σε αυστηρότερους όρους εξόδου από εκείνες που εγκατέλειψαν τη Ρωσία αμέσως μετά την έναρξη του πολέμου. Τους τελευταίους μήνες, τα ελάχιστα κριτήρια για την αποχώρηση έχουν αλλάξει. Οποιαδήποτε πώληση πρέπει να γίνεται με έκπτωση τουλάχιστον 50% σε σχέση με την αγοραία αξία και το 10% των εσόδων διατίθεται στον ρωσικό προϋπολογισμό.
Τώρα, σύμφωνα με ανθρώπους που εμπλέκονται σε συμφωνίες αποχώρησης και ανώτερους Ρώσους επιχειρηματίες, ακόμη και εταιρείες που έπαιξαν με τους κανόνες του Κρεμλίνου κινδυνεύουν.
«Η προσέγγιση του Κρεμλίνου έχει ως εξής: αν (οι δυτικές εταιρείες) επιθυμούν να φύγουν, ας φύγουν, αλλά όχι πριν να αποσπαστεί ένα βαρύ τίμημα», δήλωσε άτομο που συμμετείχε σε αρκετές πρόσφατες εξόδους. «Και στη συνέχεια μετατοπίστηκε σε μια νοοτροπία του τύπου: γιατί να πληρώσουμε εμείς; Απλά ας το πάρουμε».
Ο πρόδρομος αυτής της νέας προσέγγισης ήταν η «πώληση» πέρυσι των ρωσικών περιουσιακών στοιχείων της Nissan και της Renault για ένα ονομαστικό ποσό λίγων ρουβλιών σε ένα ερευνητικό ινστιτούτο που υποστηρίζεται από το κράτος.
Στη συνέχεια, τον Απρίλιο, ο Πούτιν διέταξε την κατάσχεση των περιουσιακών στοιχείων δύο εταιρειών ενέργειας, της γερμανικής Uniper και της φινλανδικής Fortum, ενώ ακολούθησε μια σιωπηρά υπογεγραμμένη διαταγή που επέτρεπε την ιδιοποίηση περιουσιακών στοιχείων δυτικών εταιρειών που θεωρούνταν «άτακτες».
«Πρόκειται για επανεθνικοποίηση. Η ιδιωτική ιδιοκτησία ανήκει τεχνικά στο κράτος, αλλά ελέγχεται από άτομα που διορίζονται από τους κυβερνώντες. Αυτοί οι μίνι, μίντι και μακρο-ολιγάρχες υποχρεούνται να μοιράζονται τα υπερκέρδη με το κράτος και να λαμβάνουν υπόψη τα συμφέροντα της κυρίαρχης ομάδας», δήλωσε ο Αντρέι Κολεσνίκοφ, ανώτερος συνεργάτης στο Carnegie Endowment for International Peace.
«Οι ωφελημένοι είναι εκείνοι που απολαμβάνουν την εμπιστοσύνη του Πούτιν και αξίζουν την ευγνωμοσύνη του, όπως ο Καντίροφ. Πρόκειται για ένα μείγμα κρατικού καπιταλισμού και φεουδαρχίας».
Ρίχνοντας κοκαλάκια στους ολιγάρχες
Η στάση του Κρεμλίνου απέναντι στις δυτικές επιχειρήσεις στη Ρωσία έχει σκληρύνει μετά την ανάληψη των δεσμευμένων ρωσικών περιουσιακών στοιχείων στην Ευρώπη. Η κατάσχεση της Uniper και της Fortum ήρθε λίγο μετά την απόρριψη από δικαστήριο της Λειψίας της έφεσης του κρατικού πετρελαϊκού κολοσσού Rosneft κατά της απόφασης της Γερμανίας να θέσει τα περιουσιακά στοιχεία της εταιρείας εκεί υπό τον έλεγχο της ρυθμιστικής αρχής.
Σύμφωνα με έναν Ρώσο ολιγάρχη, το Κρεμλίνο χρησιμοποιεί τα δυτικά περιουσιακά στοιχεία για να εξαγοράσει την πίστη της επιχειρηματικής ελίτ της χώρας, πολλοί από τους οποίους, κατ’ ιδίαν, απεχθάνονται τον πόλεμο, αλλά αποφάσισαν να παραμείνουν στη χώρα λόγω των δυτικών κυρώσεων.
«Οι άνθρωποι έχουν χάσει τα κεφάλαιά τους εκτός Ρωσίας, αλλά αποζημιώνονται στο εσωτερικό. Μπορούν να βγάλουν ξανά τα ίδια χρήματα που έχασαν στο Ηνωμένο Βασίλειο ή οπουδήποτε αλλού», δήλωσε ο ολιγάρχης.
Αυτή η τακτική έχει καταστήσει λιγότερο πιθανό οι κυρώσεις να στρέψουν την επιχειρηματική ελίτ της Ρωσίας εναντίον του Πούτιν, πρόσθεσε. «Βγάζουν χρήματα στη Ρωσία τώρα. Ξέχασαν αυτό το σπίτι στη Γαλλία ή αυτό το γιοτ. Θα χτίσουν νέα γιοτ στην Τουρκία και θα αγοράσουν νέα σπίτια στο Ντουμπάι».
Μετά τις εθνικοποιήσεις της Danone και της Carlsberg, η Ρωσία άφησε να εννοηθεί ότι και άλλες δυτικές εταιρείες θα μπορούσαν να είναι οι επόμενες. Ο Ντένις Μαντούροφ, υπουργός Εμπορίου της Ρωσίας, δήλωσε στην κρατική εφημερίδα Rossiyskaya Gazeta την Τρίτη ότι η Ρωσία θα χρησιμοποιήσει «ενεργά τον μηχανισμό εισαγωγής εξωτερικής διαχείρισης» ως απάντηση σε αυτό που είπε ότι ήταν ανήθικη συμπεριφορά από δυτικούς ιδιοκτήτες.
Αλλά το Κρεμλίνο δεν έχει θέσει σαφείς κανόνες σχετικά με το τι θα προκαλούσε εθνικοποίηση, αφήνοντας τους ξένους επενδυτές σε αβεβαιότητα ως προς το πώς θα αντιμετωπιστούν.
«Δεν υπάρχει κανένα σύστημα ως προς το ποιος παίρνει την άδεια να πουλήσει, ακόμη και με μεγάλη έκπτωση, και ποιος απλά χάνει τα πάντα. Το μόνο που έχει σημασία είναι αν το περιουσιακό στοιχείο είναι πολύτιμο ή αν το θέλει κάποιος που βρίσκεται κοντά στον Πούτιν», δήλωσε ένα άτομο που παρέχει συμβουλές σε μια υπόθεση εξόδου που βρίσκεται σε εξέλιξη.
Δύσκολο να βρεθεί «καθαρός» αγοραστής
Οι κυρώσεις έχουν επίσης δυσχεράνει την εξεύρεση αγοραστών. Ο Ρώσος επιχειρηματίας που δέχθηκε το τηλεφώνημα από τον φίλο του να επενδύσει στην «Ιδιωτικοποίηση 2.0» ζει στην Ευρώπη. Η απάντησή του ήταν η εξής: «Δεν θα ρισκάρω τη ζωή μου εδώ».
Η Νατάσα Τσουκάνοβα, της οποίας η εταιρεία Xenon Capital παρέχει συμβουλές για αρκετές εξόδους, δήλωσε: «Κανείς δεν θέλει να πουλήσει σε έναν αγοραστή στον οποίο έχουν επιβληθεί κυρώσεις, πόσο μάλλον σε εταιρείες που βρίσκονται οι ίδιες υπό κυρώσεις. Ωστόσο, εκείνοι που δεν επηρεάζονται από τις κυρώσεις συχνά δεν διαθέτουν επαρκή κεφάλαια».
Με τη Ρωσία αποκλεισμένη από τις διεθνείς κεφαλαιαγορές λόγω του πολέμου, οι εγχώριοι αγοραστές παίρνουν δάνεια είτε από τις κορυφαίες τράπεζες της Ρωσίας -που όλες υπόκεινται σε κυρώσεις- είτε από μικρότερους δανειστές με αμφίβολο ιστορικό, είπε.
Εάν μια εταιρεία βρει έναν «καθαρό» αγοραστή για τα περιουσιακά της στοιχεία, συχνά είναι βιτρίνα για μια επιχείρηση ή ένα άτομο που εμποδίζεται να κάνει μια συμφωνία λόγω των κυρώσεων, σύμφωνα με αρκετούς ανθρώπους που εμπλέκονται σε εξόδους.
«Μόλις πούλησα ένα περιουσιακό στοιχείο αξίας 500 εκατ. δολαρίων. Πώς μπορείς να είσαι τόσο μεγάλος χωρίς να έχεις πολιτικές διασυνδέσεις;», δήλωσε άτομο που εργάζεται σε διάφορες συμφωνίες εξόδου.
Για όσους βρίσκουν κατάλληλο αγοραστή, οι όροι είναι όλο και πιο αυθαίρετοι.
«Βοήθησα μια βιομηχανική εταιρεία να πουλήσει δύο από τα εργοστάσιά της. Ήταν πανομοιότυπα, όπως και οι αιτήσεις. Αλλά η μία εγκρίθηκε και η άλλη όχι, επειδή ο (Μιχαήλ) Μισούστιν (ο πρωθυπουργός της Ρωσίας) είχε ήδη κατά νου έναν προτιμώμενο αγοραστή για το δεύτερο εργοστάσιο», δήλωσε το άτομο.
Ορισμένοι από αυτούς τους προτιμώμενους αγοραστές είναι ολιγάρχες που έκαναν τις περιουσίες τους κατά τη διάρκεια του πρώτου κύματος ιδιωτικοποιήσεων και έχουν διατηρήσει καλές σχέσεις με το Κρεμλίνο.
Ο Βλαντίμιρ Ποτάνιν, αρχιτέκτονας του αρχικού προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων, έχει αναδειχθεί ως κύριος δικαιούχος της τρέχουσας αναδιανομής του πλούτου, όπως εκτιμήθηκε από την επενδυτική επιχείρηση της Gazprombank κατά τη διάρκεια παρουσίασης.
Σύμφωνα με την εκτίμησή της, ο Ποτάνιν ξόδεψε 1,17 δισ. δολάρια το 2022 αγοράζοντας μαζικά μειωμένες μετοχές ρωσικών τραπεζών αφού οι ιδιοκτήτες τους εγκατέλειψαν τη χώρα ή βρέθηκαν στη λάθος πλευρά του Πούτιν, όπως ο Όλεγκ Τίνκοφ, ο οποίος λέει ότι αναγκάστηκε να πουλήσει το μερίδιό του στην τράπεζα Tinkoff αφού επέκρινε τον πόλεμο.
«Αλλά άνθρωποι του επιπέδου του Ποτάνιν δεν θα κυνηγήσουν πράγματα όπως ένα τυχαίο εργοστάσιο σε μια ρωσική επαρχία ή ένα εμπορικό κέντρο στα περίχωρα της Μόσχας», δήλωσε ένα πρόσωπο που συμμετέχει σε μια τρέχουσα διαδικασία εξόδου. «Και υπάρχουν χιλιάδες τέτοια περιουσιακά στοιχεία».
© The Financial Times Limited 2023. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation