Κάτι δεν πάει καθόλου καλά με τους εφήβους. Μεταξύ 1994 και 2010, το ποσοστό των βρετανών εφήβων που δεν θεωρούν τον εαυτό τους συμπαθή μειώθηκε ελαφρώς από 6% σε 4%, ενώ μετά το 2010 έχει υπερδιπλασιαστεί. Το ποσοστό όσων θεωρούν τον εαυτό τους αποτυχημένο, όσων ανησυχούν πολύ και όσων είναι δυσαρεστημένοι με τη ζωή τους επίσης ανέβηκε κατακόρυφα.
Οι ίδιες τάσεις παρατηρούνται και πέραν του Ατλαντικού. Ο αριθμός των μαθητών δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στις ΗΠΑ που λένε ότι συχνά αισθάνονται τη ζωή τους χωρίς νόημα έχει εκτοξευθεί τα τελευταία 12 χρόνια. Και δεν είναι μόνο η αγγλόσφαιρα. Στη Γαλλία, τα ποσοστά κατάθλιψης μεταξύ ατόμων 15 έως 24 ετών έχουν τετραπλασιαστεί την τελευταία δεκαετία.
Όπου κι αν κοιτάξει κανείς, η ψυχική υγεία των νέων κλονίζεται και το σημείο καμπής είναι απελπιστικά συγκεκριμένο: ένα δυο χρόνια πριν ή μετά το 2010 — όταν τα smartphones, από είδος πολυτελείας, έγιναν πανταχού παρόντα.
Δεν είναι καινούρια η θεωρία ότι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και άλλες ψηφιακές απολαύσεις προσβάσιμες 24 ώρες το 24ωρο και 7 μέρες τη βδομάδα πιθανώς έχουν επιβλαβείς επιπτώσεις στην ψυχική υγεία. Η κορυφαία υποστηρίκτριά της είναι η Jean Twenge, καθηγήτρια ψυχολογίας στο πολιτειακό πανεπιστήμιο του Σαν Ντιέγκο και συγγραφέας δεκάδων πρωτοποριακών μελετών για το θέμα.
Αλλά η θεωρία απέχει πολύ ακόμη από το να γίνει παγκοσμίως αποδεκτή. Το έργο της Twenge και του τακτικού συνεργάτη της, συν-συγγραφέα Jonathan Haidt έχει κατά καιρούς δεχτεί επικρίσεις ότι απλώς κυματοδρομεί στα νερά μιας δημοφιλούς αντίθεσης στη νέα τεχνολογία. Ωστόσο, καθώς πληθαίνουν τα αποδεικτικά στοιχεία υπέρ των επιχειρημάτων τους, πολλοί τώρα αναρωτιούνται γιατί μας πήρε τόσο καιρό να αποδεχτούμε αυτό που βρισκόταν μπροστά στα μάτια μας.
Τα σημάδια είναι παντού. Πρώτον, η ψηφιακή κοινωνικοποίηση έχει εκτοπίσει τις προσωπικές συναντήσεις. Το ποσοστό των εφήβων στις ΗΠΑ που συναντιούνται προσωπικά με φίλους λιγότερο από μια φορά τον μήνα ήταν 3% μεταξύ 1990 και 2010, αλλά έφτασε το 10% έως το 2019, τη στιγμή που το ποσοστό όσων λένε ότι βρίσκονται συνεχώς online έχει φτάσει 46%.
Κάποιοι υποστηρίζουν πως δεν μπορεί να φταίει μόνο ότι οι εφαρμογές παραγκωνίζουν την πραγματική ζωή – στην τελική, οι πιο απασχολημένοι άνθρωποι στο Instagram είναι συχνά και οι πιο πολυάσχολοι στον πραγματικό κόσμο. Αλλά εδώ διαφεύγει μια βασική δυναμική: αυτές οι τάσεις λειτουργούν σε επίπεδο γενιάς, όχι ατομικά. Καθώς έχει πολλαπλασιαστεί ο χρόνος στην οθόνη, όλοι έχουν λιγότερο χρόνο χαλάρωσης.
Αλλά και σε ατομικό επίπεδο είναι εντυπωσιακή η δυναμική. Μελέτες δείχνουν ότι, όσο περισσότερο χρόνο περνούν οι έφηβοι στα social media, τόσο χειρότερη είναι η ψυχική υγεία τους. Η διαφορά είναι πιο χτυπητή στα κορίτσια, τα οποία περνούν πολύ περισσότερο χρόνο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης απ' ό,τι τα αγόρια, κάτι που εξηγεί την πιο απότομη επιδείνωση της ψυχικής υγείας των κοριτσιών σε σχέση με τα αγόρια.
Αντίστοιχα, υψηλότερα ποσοστά κατάθλιψης παρατηρούνται στους φιλελεύθερους εφήβους σε σύγκριση με τους συντηρητικούς. Κι αν υποψιάζεστε ότι τα φιλελεύθερα παιδιά είναι πιο καταθλιπτικά επειδή μεγαλώνουν σε μια κουλτούρα που δίνει αξία στις ανησυχίες για την αδικία, θα πρότεινα να το ξανασκεφτείτε. Πρώτον, η έρευνα της Twenge προτείνει μια πιο πειστική εξήγηση: απλώς οι φιλελεύθεροι νέοι περνούν περισσότερο χρόνο στο διαδίκτυο απ' ό,τι οι συντηρητικοί. Δεύτερον, η ίδια ανοδική τάση παρατηρείται και μεταξύ των συντηρητικών — απλά με χρονοκαθυστέρηση.
Κάποιοι υποστηρίζουν ότι η σύγχρονη κοινωνία είναι πιο ανοιχτή σε συζητήσεις περί ψυχικής υγείας, επομένως βλέπουμε απλώς αύξηση στις αναφορές και όχι στις αναλογίες. Όμως, οι Βρετανοί έφηβοι που περνούν πάνω από πέντε ώρες την ημέρα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης διατρέχουν δύο έως τρεις φορές μεγαλύτερο κίνδυνο αυτοτραυματισμού από τους διαδικτυακά λιγότερο δραστήριους συνομηλίκους τους. Το ίδιο ισχύει στις ΗΠΑ με τον αυτοκτονικό ιδεασμό. Και το χειρότερο απ' όλα, έχουν εκτοξευθεί κατακόρυφα τα ποσοστά θανάτου από αυτοκτονίες τόσο στους Βρετανούς, όσο και στους Αμερικανούς εφήβους.
Άλλοι επισημαίνουν ότι η συσχέτιση δεν σημαίνει και αιτιότητα. Πράγματι. Αλλά πλέον έχουμε ένα αυξανόμενο σώμα ερευνών που δείχνουν ότι η μείωση του χρόνου στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης βελτιώνει την ψυχική υγεία.
Τι μπορούμε να κάνουμε, λοιπόν; Η πιο κοινή απάντηση είναι «να εκπαιδευτούν τα παιδιά και οι γονείς». Όμως, όπως δείχνουν οι περιπτώσεις της παχυσαρκίας και του καπνίσματος, οι εκστρατείες ενημέρωσης κοινού είναι εμφανώς αναποτελεσματικές απέναντι στον εθισμό.
Μια άλλη επιλογή θα ήταν να βασιστούμε σε στοιχεία που δείχνουν ότι, όταν οι άνθρωποι ενθαρρύνονται να κάνουν ένα μεγάλο διάλειμμα από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, κάποιοι αποσυνδέονται οριστικά. Και μετά υπάρχουν οι ρυθμίσεις — γιατί να μην αυξηθεί το όριο ηλικίας για τις κοινωνικές εφαρμογές και να μην τιμωρούνται οι εταιρείες που δεν το εφαρμόζουν;
Σε τελική ανάλυση, όμως, δεν είμαι αισιόδοξος. Η καταπολέμηση της παχυσαρκίας είναι τόσο δύσκολη γιατί δεν μπορεί κανείς να σταματήσει τους ανθρώπους να τρώνε. Και η καταπολέμηση του εθισμού στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι δύσκολη, επειδή δεν μπορεί κανείς να σταματήσει τους ανθρώπους να χρησιμοποιούν smartphones και εφαρμογές. Μέχρι να εφεύρει κάποιος το ισοδύναμο ενός «χαπιού αδυνατίσματος» για το Instagram, το μέλλον προβάλλει δυσοίωνο.
© The Financial Times Limited 2023. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation