Ο πληθωρισμός ήταν το κυρίαρχο οικονομικό και χρηματοπιστωτικό ζήτημα του 2022 για τις περισσότερες χώρες στον κόσμο, ιδιαίτερα για εκείνες τις προηγμένες οικονομίες που ασκούν μεγάλη επίδραση στην παγκόσμια οικονομία και τις αγορές.
Οι επιπτώσεις έγιναν αισθητές στην επιδείνωση του βιοτικού επιπέδου, την υψηλότερη ανισότητα, το αυξημένο κόστος δανεισμού, τις απώλειες στην αγορά μετοχών και ομολόγων και τα σποραδικά οικονομικά ατυχήματα (ευτυχώς μικρά και περιορισμένα μέχρι τώρα).
Σε αυτό το νέο έτος, η ύφεση ή ο φόβος της ύφεσης, διαδραματίζει μαζί τον πληθωρισμό πρωταγωνιστικό ρόλο στην παγκόσμια οικονομία και είναι πιθανό να τον εκτοπίσει. Είναι μια εξέλιξη που κάνει την παγκόσμια οικονομία και τα επενδυτικά χαρτοφυλάκια να είναι αντιμέτωποι με ένα ευρύ φάσμα δυνητικών αποτελεσμάτων – κάτι που φαίνεται να συνειδητοποιεί αυξανόμενος αριθμός επενδυτών ομολόγων περισσότερο από πολλούς επενδυτές στην αγορά μετοχών.
Το ΔΝΤ είναι πιθανό να αναθεωρήσει σύντομα τις προβλέψεις του για την οικονομική ανάπτυξη ξανά προς τα κάτω, αναμένοντας ότι «η ύφεση θα χτυπήσει το ένα τρίτο του κόσμου φέτος». Αυτό που είναι ιδιαίτερα αξιοσημείωτο για μένα σε αυτό το επιδεινούμενο παγκόσμιο outlook δεν είναι μόνο ότι οι τρεις κύριες οικονομικές περιοχές του κόσμου — η Κίνα, η Ευρωπαϊκή Ένωση και οι ΗΠΑ — επιβραδύνονται ταυτόχρονα, αλλά και ότι αυτό συμβαίνει για διαφορετικούς λόγους.
Στην Κίνα, η απότομη έξοδος από μια εσφαλμένη πολιτική μηδενικής ανοχής στον κορωνοϊό υπονομεύει τη ζήτηση και προκαλεί περισσότερες διαταραχές στην προσφορά. Τέτοιοι αντίθετοι άνεμοι για την εγχώρια και παγκόσμια οικονομική ευημερία θα συνεχιστούν όσο η Κίνα αποτυγχάνει να βελτιώσει την κάλυψη και την αποτελεσματικότητα της εκστρατείας εμβολιασμού. Η ισχύς και η βιωσιμότητα της επακόλουθης ανάκαμψης θα απαιτήσουν επίσης από τη χώρα να προχωρήσει σε πιο ριζική ανανέωση ενός αναπτυξιακού μοντέλου το οποίο δεν μπορεί πλέον να βασίζεται στη διεύρυνση της παγκοσμιοποίησης.
Η ΕΕ συνεχίζει να είναι αντιμέτωπη με διαταραχές στον ενεργειακό εφοδιασμό καθώς συνεχίζεται η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Η ενίσχυση των αποθεμάτων και ο επαναπροσανατολισμός του ενεργειακού εφοδιασμού έχουν προχωρήσει αρκετά σε πολλές χώρες. Ωστόσο, δεν επαρκούν ακόμη για την άρση των άμεσων περιορισμών στην ανάπτυξη, πόσο μάλλον για την επίλυση μακροχρόνιων διαρθρωτικών «αντίθετων ανέμων».
Οι ΗΠΑ έχουν τις λιγότερο προβληματικές προοπτικές. Οι «αντίθετοι άνεμοι» στην ανάπτυξη οφείλονται στην προσπάθεια της Fed να συγκρατήσει τον πληθωρισμό, αφού χαρακτήρισε τις αυξήσεις των τιμών ως παροδικές και, στη συνέχεια, εμφανίστηκε αρχικά πολύ δειλή στην προσαρμογή της νομισματικής πολιτικής.
Η στροφή της Fed σε μια επιθετική προκαταβολική αύξηση των επιτοκίων ήρθε πολύ αργά για να αποτρέψει την επέκταση του πληθωρισμού στον τομέα των υπηρεσιών και στους μισθούς. Συνεπώς, ο πληθωρισμός είναι πιθανό να παραμείνει υψηλός στο 4% περίπου, να είναι λιγότερο ευαίσθητος στις μεταβολές των επιτοκίων και να εκθέσει την οικονομία σε υψηλότερο κίνδυνο ατυχημάτων που προκαλούνται από πρόσθετα λάθη πολιτικής που υπονομεύουν την ανάπτυξη.
Οι αβεβαιότητες που αντιμετωπίζει κάθε μία από αυτές τις τρεις οικονομικές περιοχές υποδηλώνουν ότι οι αναλυτές θα πρέπει να είναι πιο προσεκτικοί όταν μας διαβεβαιώνουν ότι οι πιέσεις της ύφεσης θα είναι απλώς «μικρές και ρηχές». Θα πρέπει να έχουν ανοιχτό μυαλό, έστω και μόνο για να αποφύγουν να επαναλάβουν το λάθος της πρόωρης υποτίμησης του πληθωρισμού ως παροδικού.
Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό καθώς αυτοί οι διαφορετικοί παράγοντες που μπορεί να οδηγήσουν σε ύφεση καθιστούν τις χρηματοοικονομικές αδυναμίες πιο απειλητικές και τις μεταβάσεις πολιτικής πιο δύσκολες, συμπεριλαμβανομένης της πιθανής εξόδου της Ιαπωνίας από τις πολιτικές ελέγχου των επιτοκίων. Το εύρος των πιθανών αποτελεσμάτων είναι ασυνήθιστα μεγάλο.
Από τη μία πλευρά, η εφαρμογή ορθότερων πολιτικών, συμπεριλαμβανομένης της βελτίωσης της ανταπόκρισης της προσφοράς και της προστασίας των πιο ευάλωτων τμημάτων του πληθυσμού, μπορεί να αντιμετωπίσει την παγκόσμια οικονομική επιβράδυνση και, στην περίπτωση των ΗΠΑ, να αποφύγει την ύφεση. Από την άλλη πλευρά, πρόσθετα λάθη στις εφαρμοζόμενες πολιτικές και μετατοπίσεις της αγοράς μπορεί να οδηγήσουν σε αυτοτροφοδοτούμενα αρνητικά σπιράλ με υψηλό πληθωρισμό και αύξηση των επιτοκίων, αποδυνάμωση της πίστωσης και πιεσμένα κέρδη και πίεση στη λειτουργία της αγοράς.
Κρίνοντας από τις τιμές στην αγορά, περισσότεροι επενδυτές ομολόγων φαίνεται να το καταλαβαίνουν καλύτερα, μεταξύ άλλων με την άρνησή τους να ακολουθήσουν την καθοδήγηση της Fed για τα επιτόκια φέτος. Αντί για μια σταθερή πορεία με αυξήσεις επιτοκίων για το 2023, πιστεύουν ότι οι πιέσεις της ύφεσης θα οδηγήσουν σε περικοπές αργότερα φέτος. Αν αυτό αποδειχθεί σωστό, τα κρατικά ομόλογα θα προσφέρουν τις αποδόσεις και την αντιστάθμιση κινδύνου που τόσο έλλειψαν το 2022.
Μέρη της αγοράς μετοχών, ωστόσο, εξακολουθούν να προεξοφλούν μια «ομαλή προσγείωση». Η συμφιλίωση αυτών των διαφορετικών σεναρίων δεν είναι σημαντική μόνο για τους επενδυτές. Χωρίς καλύτερη ευθυγράμμιση εντός των αγορών και των μηνυμάτων που στέλνουν οι κεντρικές τράπεζες, τα ευνοϊκά οικονομικά και χρηματοοικονομικά αποτελέσματα που όλοι επιθυμούμε δεν θα αποδειχθούν απλώς λιγότερο πιθανά. Θα έρθουν επίσης αντιμέτωπα με τον κίνδυνο πιο δυσάρεστων αποτελεσμάτων σε μια εποχή χαμηλότερης οικονομικής και ανθρώπινης ανθεκτικότητας.
* Ο συγγραφέας είναι πρόεδρος του Queens’ College, Cambridge, και σύμβουλος των Allianz και Gramercy
© The Financial Times Limited 2023. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation