Οι ενδιάμεσες εκλογές στις ΗΠΑ την περασμένη εβδομάδα ήταν ασυνήθιστες: το κόμμα που βρίσκεται στον Λευκό Οίκο μετά βίας υπέστη κάποιο από τα πισωγυρίσματα που συμβαίνουν σχεδόν πάντα. Μάλιστα, οι Δημοκρατικοί κέρδισαν μια έδρα στη Γερουσία, άρα αν διατηρήσουν την Τζόρτζια στον επαναληπτικό γύρο, δεν θα εξαρτώνται πλέον από την ψήφο του αντιπροέδρου ή από τα καπρίτσια του Τζο Μάντσιν. Οι Ρεπουμπλικάνοι μπορεί να ξαναπήραν τη Βουλή των Αντιπροσώπων, αλλά με ελάχιστη διαφορά.
Τι βρίσκεται πίσω από αυτό; Όχι η δημοφιλία του Τζο Μπάιντεν, που βρίσκεται στα τάρταρα, χειρότερα και από αυτήν του προκατόχου του μετά από το ίδιο διάστημα στην προεδρία.
Η επικρατούσα άποψη για το απρόσμενο αποτέλεσμα ήταν πως οι Δημοκρατικοί επωφελήθηκαν από την επίθεση του Ρεπουμπλικανικού κόμματος στις δημοκρατικές και νομικές νόρμες που έχουν ήδη διευθετηθεί. Αυτές ήταν οι πρώτες εκλογές μετά την απόπειρα πραξικοπήματος με την επίθεση στο Καπιτώλιο τον Ιανουάριο του 2021, και έρχονται μόλις λίγους μήνες μετά την απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου αναφορικά με την υπόθεση Ντομπς, που αφαίρεσε το συνταγματικό δικαίωμα για τις αμβλώσεις. Έτσι, οι υποστηριζόμενοι από τον Τραμπ υποψήφιοι και οι υποψήφιοι που ήταν αρνητές του εκλογικού αποτελέσματος, είχαν ισχνές επιδόσεις, και σε πολιτείες που πραγματοποιήθηκαν δημοψηφίσματα για τις αμβλώσεις, οι ψηφοφόροι τάχθηκαν υπέρ του δικαιώματος της επιλογής.
Όμως. Αν και δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμα η καταμέτρηση όλων των ψήφων, φαίνεται ξεκάθαρο πως δεν υπάρχει προφανής συσχέτιση μεταξύ της άμβλωσης και του πώς άλλαξαν στάση οι ψηφοφόροι από το 2020 μέχρι φέτος. Μάλιστα, είναι εντυπωσιακό και δεν αναφέρεται όσο θα έπρεπε το πόσο διαφορετικές ήταν αυτές οι στροφές σε διαφορετικές πολιτείες. Ένας χάρτης των New York Times με τις ψηφοφορίες για τη Γερουσία δείχνει πως ορισμένες πολιτείες (κόκκινες, μπλε και μοιρασμένες) έγιναν πιο Ρεπουμπλικανικές ενώ άλλες έγιναν πιο Δημοκρατικές. Και δεν ήταν μικρές οι στροφές αυτές. Σε πολλές πολιτείες η λαϊκή ψήφος άλλαξε κατά 5 με 7 ποσοστιαίες μονάδες, ενώ σε ορισμένες πολιτείες οι μετατοπίσεις ήταν διψήφιες.
Είναι αλήθεια πως δυο πολιτείες στις οποίες στήθηκαν κάλπες και για τη Γερουσία αλλά και για τη νομοθεσία για τα δικαιώματα αναπαραγωγής, κινήθηκαν αξιοσημείωτα προς την κατεύθυνση των Δημοκρατικών: το Κεντάκι και το Βερμόντ. Αλλά το Cook Political Report δείχνει μια στροφή προς τους Ρεπουμπλικάνους σε επίπεδο εκλογικής περιφέρειας στις κάλπες για τη Βουλή των Αντιπροσώπων στις πολιτείες εκείνες (και οι δυο δείχνουν μια τάση προς τους Ρεπουμπλικάνους στην Καλιφόρνια, όπου πραγματοποιείται ψηφοφορία και για την άμβλωση). Έπειτα, κοιτάξτε τις πολιτείες στις οποίες η απόφαση Ντομπς προκάλεσε αμέσως την απαγόρευση των αμβλώσεων λόγω προϋπαρχόντων ανενεργών νόμων: Η Νότια Ντακότα, το Ουισκόνσιν, το Αρκάνσας και η Αλαμπάμα, όλες μετατοπίστηκαν βαθύτερα σε κόκκινο έδαφος (σ.σ. «κόκκινοι» είναι οι Ρεπουμπλικάνοι και «μπλε» οι Δημοκρατικοί).
Αξίζει λοιπόν να σκεφτούμε και άλλους παράγοντες, ιδίως τους οικονομικούς. Συνήθως οι επιδόσεις της οικονομίας είναι ένας μεγάλος καθοριστικός παράγοντας για την υποστήριξη του κόμματος που έχει τον έλεγχο- και πριν από τις εκλογές σχεδόν τέσσερις στους πέντε ερωτηθέντες ψηφοφόρους δήλωσαν ότι η οικονομία ήταν «πολύ σημαντική» για το πώς θα ψήφιζαν. Ωστόσο, όπως επισημαίνει ο Πωλ Κρούγκμαν, οι ψηφοφόροι δεν είναι τόσο δυσαρεστημένοι με τα Bidenomics όσο νομίζαμε. Η μεγάλη εστίαση στον πληθωρισμό έχει επισκιάσει το γεγονός ότι υπάρχουν και καλές οικονομικές επιδόσεις, ιδίως στο μέτωπο της απασχόλησης.
Ο Αριντρατζίτ Ντούντ υπογραμμίζει ότι οι νέοι, ιδίως, αλλάζουν θέσεις εργασίας με πολύ υψηλότερους ρυθμούς από ό,τι στο παρελθόν, προφανώς επειδή δεν χρειάζεται να ανέχονται κακές θέσεις εργασίας όταν μπορούν πιο εύκολα να βρουν καλύτερες. Η ψήφος των νέων κράτησε καλά για τους Δημοκρατικούς, και υπάρχουν κάποιες ενδείξεις ότι οι νέοι Δημοκρατικοί αύξησαν την προσέλευσή τους, ενώ οι νέοι Ρεπουμπλικάνοι ψηφοφόροι έμειναν στο σπίτι τους.
Και ακούστε τι λένε στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα σχολιαστές που απέχουν πολύ από το στρατόπεδο των Δημοκρατικών. Ακολουθεί ο Σοχράμπ Αχμαρι σε άρθρο στους New York Times: «Όταν ήρθε η ώρα, το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα προσέφερε στους απλούς Αμερικανούς εργαζόμενους ελάχιστα πράγματα που θα μπορούσαν να ενισχύσουν τη δύναμή τους ή να εξισώσουν τους οικονομικούς όρους ανταγωνισμού.... Τι είδους εθνικό όραμα προσέφερε το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα στους εργαζόμενους Αμερικανούς το 2022; Είναι δύσκολο να πούμε, πραγματικά. Το καλύτερο που μπορώ να σκεφτώ είναι κάτι τέτοιο: Δώστε μας τα κλειδιά της κυβέρνησης, αλλά μην περιμένετε να σας δώσουμε τίποτα σε αντάλλαγμα».
Ο Μάικλ Στρέιν του American Enterprise Institute, γράφει στο Twitter και σε ένα άρθρο ότι «η οικονομική πολιτική του Τραμπ δεν ήταν σημαντικός παράγοντας για την κακή επίδοση του κόμματος. Αλλά σίγουρα δεν βοήθησαν.... Η διαρκής πολιτική επιτυχία χτίζεται πάνω σε ένα θεμέλιο υγιών, αποτελεσματικών πολιτικών που ο λαός αντιλαμβάνεται ότι έχουν βελτιώσει τα οικονομικά τους αποτελέσματα. Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να αντιστραφεί η εστίαση του κόμματος που δόθηκε επί εποχής Τραμπ στην εργατική τάξη. Σημαίνει όμως να συνδέσουμε κάποιες πραγματικές πολιτικές με τη ρητορική υπέρ των εργαζομένων».
Πρέπει να περιμένουμε λεπτομερείς δημοσκοπήσεις για τους ψηφοφόρους για να έχουμε μια καλή αίσθηση του πώς οι οικονομικές εκτιμήσεις έκαναν τους ανθρώπους να ψηφίσουν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Αλλά ορισμένα μαθήματα φαίνεται να προκύπτουν ήδη. Ένα από αυτά είναι ότι η δεξιά δεν είχε μια δική της ισχυρή οικονομική προσφορά. Ένα άλλο είναι ότι το ιστορικό του Μπάιντεν, παρά τον πληθωρισμό, δεν είναι τελικά τόσο μεγάλο πολιτικό βάρος. Αυτό είναι σίγουρα το μάθημα που έχει αντλήσει ο ίδιος. Και αν, όπως ελπίζουν κάποιοι από εμάς, μια ισχυρή αγορά εργασίας όπου οι εργαζόμενοι μπορούν εύκολα να μετακινηθούν σε καλύτερες θέσεις εργασίας, μαζί με την ταχεία δημιουργία νέων επιχειρήσεων, προαναγγείλουν αύξηση της παραγωγικότητας, τότε τα πολιτικά κέρδη θα μπορούσαν να συνεχίσουν να έρχονται.
Αν είναι έτσι, ο Μπάιντεν θα έχει αψηφήσει την παραδοσιακή άποψη με δύο τρόπους. Πρώτον, όσον αφορά το αν θα μπορούσε να προωθήσει μεγάλες νομοθετικές δράσεις με μια ισόρροπα διαιρεμένη Γερουσία που κρατείται όμηρος από ανθρώπους όπως ο Μάντσιν. Δεύτερον, κατά πόσον η μεγάλη νομοθετική δράση που θα προωθούσε θα λειτουργούσε πολιτικά.
Μετά από μόλις δύο χρόνια, ο Μπάιντεν μοιάζει σαν το είδος του πολιτικού που δεν εξαντλεί το πολιτικό του κεφάλαιο, αλλά το αναγεννά επενδύοντας το παραγωγικά και σε κλίμακα.
© The Financial Times Limited 2022. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation