Καθώς η υφήλιος κλυδωνιζόταν από την παγκόσμια οικονομική κρίση, οι ηγέτες των κυβερνήσεων συναντήθηκαν στην Ουάσιγκτον πριν από 14 χρόνια για να συζητήσουν και να προετοιμάσουν το έδαφος για την εφαρμογή των πολιτικών που θα τραβούσαν την παγκόσμια οικονομία από το χείλος του γκρεμού.
Την περασμένη εβδομάδα, οι φορείς άσκησης πολιτικής συναντήθηκαν ξανά στην Ουάσιγκτον με την παγκόσμια οικονομία να αντιμετωπίζει φουρτούνες που αφήνουν τους πιο ευάλωτους εκτεθειμένους σε πιθανά σοκ. Αλλά η γενική παραδοχή στην ετήσια σύνοδο του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας ότι πολλές χώρες είναι αντιμέτωπες με δύσκολες μάχες δεν οδήγησε σε μια αντίδραση σαν αυτήν που είδαμε πριν από μια δεκαετία.
Πολλοί φορείς άσκησης πολιτικής εξέφρασαν ανησυχίες για το ενδεχόμενο παγκόσμιας ύφεσης, τον πληθωρισμό, το χρέος, την αστάθεια του χρηματοοικονομικού συστήματος και την έλλειψη του απαιτούμενου συντονισμού. Αλλά με λίγα νέα εργαλεία να έχουν τεθεί στο τραπέζι των συζητήσεων και ακόμα λιγότερες περιεκτικές λύσεις, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα ληφθούν μέτρα παρόμοια με αυτά που έλαβαν οι αρχηγοί των χωρών της G20 τον Απρίλιο του 2009, τα οποία βοήθησαν να αποφευχθεί μια μεγάλη και μακροχρόνια οικονομική ζημιά.
Το βέβαιο είναι πως δεν υπήρξε έλλειψη προειδοποιήσεων την περίοδο πριν τις συναντήσεις της περασμένης εβδομάδας. Ο πληθωρισμός παρέμεινε σε επίμονα υψηλά επίπεδα. Οι φόβοι ύφεσης είχαν ενισχυθεί. Στις αγορές επικρατούσε έντονη μεταβλητότητα. Το Ηνωμένο Βασίλειο αντιμετώπισε αναταράξεις που συνήθως πλήττουν τις αναπτυσσόμενες χώρες. Και στην αναθεώρηση των προβλέψεών του για την παγκόσμια οικονομία, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο προειδοποίησε ότι «τα χειρότερα δεν έχουν έρθει ακόμα».
Υπήρξαν επίσης και αλληλοκατηγορίες. Οι περισσότεροι από τους συμμετέχοντες έριξαν την ευθύνη στις δυσμενείς συνέπειες της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία. Πολλοί από αυτούς παραπονέθηκαν επίσης ότι η ταχύτητα και το μέγεθος των αυξήσεων επιτοκίων της Fed έχουν δώσει εκρηκτική ώθηση στο δολάριο και έχουν οδηγήσει τις αποδόσεις των ομολόγων υψηλότερα. Το ΔΝΤ δέχθηκε κριτική για ολισθήματα στην εποπτεία των οικονομιών των μελών του και τον συντονισμό των οικονομικών πολιτικών. Το Ταμείο και η Παγκόσμια Τράπεζα πιέστηκαν να κάνουν περισσότερα για τις πιο ευάλωτες αναπτυσσόμενες χώρες. Πέραν όλων αυτών, υπήρχε η ιδέα, όπως το 2008, ότι για άλλη μια φορά είναι οι ανεπτυγμένες χώρες αυτές που αποτελούν τις κύριες πηγές μεταβλητότητας και συστημικών ρίσκων.
Δεδομένων όλων των παραπάνω, το κλίμα στην Ουάσιγκτον ήταν εξίσου ζοφερό όπως αυτό που θυμάμαι στην ετήσια σύνοδο του Οκτωβρίου του 2008. Τότε, ωστόσο, η ανάλυση μεγάλων κοινών προβλημάτων, ο φόβος ότι μπορεί να υπάρξουν ακόμα μεγαλύτερα στο μέλλον και ο σεβασμός στη συλλογική ευθύνη λειτούργησαν ως καταλύτες για την κατάθεση σοβαρών προτάσεων. Τον Απρίλιο του 2009, ο Βρετανός πρωθυπουργός Γκόρντον Μπράουν διοργάνωσε τη σύνοδο της G20, που είχε ως αποτέλεσμα τη λήψη συντονισμένων και αποφασιστικών μέτρων που απέτρεψαν μια καταστροφική παγκόσμια κρίση. Δεδομένης της ανεπάρκειας των διαθέσιμων εργαλείων, θα χρειαστεί να γίνουν πολλά περισσότερα τους ερχόμενους μήνες, για να υπάρξει και πάλι ένα παρόμοιο αποτέλεσμα.
Κορυφαίοι οικονομικοί αξιωματούχοι επιστρέφουν στις πρωτεύουσές τους έχοντας σχηματίσει την απαισιόδοξη άποψη ότι η παγκόσμια οικονομία μπορεί να διολισθήσει σε ύφεση. Η ομαλή λειτουργία της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής αγοράς δεν μπορεί να θεωρείται δεδομένη και, καθώς το χρέος αποτελεί επίσης πρόβλημα, το φαινόμενο της εμφάνισης «μικρών πυρκαγιών παντού» είναι πιθανό να εξαπλωθεί. Και παρόλο που υπάρχει και πάλι επείγουσα ανάγκη να συντονιστεί η παγκόσμια πολιτική της G20, η ικανότητα δράσης παρεμποδίζεται από διάφορες γεωπολιτικές εντάσεις.
Οι αξιωματούχοι πιστεύουν επίσης ότι λίγα μπορούν να γίνουν για να σταματήσουν οι δυσμενείς δευτερογενείς επιπτώσεις των πολιτικών που εφαρμόζουν ορισμένοι από τους πιο σημαντικούς φορείς χάραξης πολιτικής στον κόσμο. Αυτό ισχύει ιδίως για τη Fed.
Πολλοί κρατικοί αξιωματούχοι, ειδικά από τον αναπτυσσόμενο κόσμο, έχουν επιστρέψει στην πατρίδα τους ανησυχώντας ότι η Fed, έχοντας αντιδράσει καθυστερημένα, δεν έχει άλλη επιλογή από το να συνεχίσει έναν επιθετικό κύκλο ανόδου των επιτοκίων, το οποίο τους αφήνει μία ή περισσότερες δυσάρεστες επιλογές. Αυτές περιλαμβάνουν: σύσφιξη της νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής πέρα από αυτό που θα απαιτούσε σε διαφορετική περίπτωση η εγχώρια οικονομία, εξάντληση των διεθνών αποθεμάτων, περαιτέρω υποτίμηση του νομίσματος το οποίο θα αυξήσει τον πληθωρισμό και θα καταστήσει δυσκολότερη την αποπληρωμή του χρέους σε ξένο νόμισμα και/ή επιβολή στρεβλωτικών ελέγχων στο συνάλλαγμα.
Το πιο κρίσιμο μήνυμα αυτών των ετήσιων συνεδριάσεων δεν είναι ότι η παγκόσμια οικονομία αντιμετωπίζει δύσκολες στιγμές που μπορεί να είναι ιδιαίτερα επιζήμιες για τις πιο ευάλωτες χώρες και τα πιο αδύναμα μέλη της κοινωνίας. Είναι, αντίθετα, ότι τα εργαλεία, οι μηχανισμοί και τα υφιστάμενα πλαίσια για την ανάληψη συλλογικής δράσης είναι αναποτελεσματικά και ότι η ανάγκη να βασιστεί κάθε χώρα στην όποια στήριξη μπορεί να παράσχει από μόνη της θα οδηγήσει αναπόφευκτα σε ένα αποτέλεσμα κατώτερο του βέλτιστου τόσο για αυτήν όσο και για τον κόσμο συνολικά.
Kαλώς εχόντων των πραγμάτων, αυτό θα λειτουργήσει ως καταλύτης, όπως συνέβη και με τη σύνοδο του 2008.
© The Financial Times Limited 2022. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation