O Σι Τζινπίνγκ σύντομα θα χρηστεί για τρίτη θητεία γενικός γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος και επικεφαλής του στρατού. Αυτό το επίτευγμα τέτοιας αδιαμφισβήτητης εξουσίας είναι καλό, όμως, για την Κίνα ή για τον κόσμο; όχι.
Είναι επικίνδυνο και για τα δύο. Θα ήταν επικίνδυνο ακόμα και αν ο Σι είχε αποδειχθεί ηγέτης ασύγκριτης ικανότητας. Αλλά δεν το έχει κάνει αυτό. Ως έχει, οι κίνδυνοι είναι αυτοί της αποστέωσης στο εσωτερικό και των αυξανόμενων τριβών στο εξωτερικό.
Δέκα χρόνια πάντα είναι αρκετά. Ακόμα και ένας πρώτης τάξεως ηγέτης φθίνει μετά από τόσο μεγάλη θητεία. Ένας με αδιαμφισβήτητη εξουσία τείνει να φθίνει πιο γρήγορα. Περικυκλωμένος από ανθρώπους που έχει επιλέξει και προστατευτικός έναντι της παρακαταθήκης που έχει δημιουργήσει, ο δεσποτικός ηγέτης θα γίνει όλο και πιο απομονωμένος και αμυντικός, ακόμα και παρανοϊκός.
Οι μεταρρυθμίσεις σταματούν. Οι λήψεις αποφάσεων επιβραδύνονται. Ανόητες αποφάσεις δεν αμφισβητούνται και έτσι δεν αλλάζουν. Η πολιτική της μηδενικής Covid είναι ένα παράδειγμα. Αν θέλει κανείς να δει εκτός Κίνας, μπορεί να δει την τρέλα που επέφερε η παρατεταμένη εξουσία στη Ρωσία του Πούτιν. Η Κίνα έχει δικό της παράδειγμα με τον Μάο Τσετούνγκ. Πράγματι, ο Mao ήταν ο λόγος για τον οποίον ο Ντ. Τσιαοπινγκ, μια διάνοια με κοινή λογική, εισήγαγε το σύστημα των ορίων των θητειών που τώρα ανατρέπει ο Σι.
Το πλεονέκτημα των δημοκρατιών δεν είναι πως επιλέγουν απαραίτητα σοφούς ηγέτες με καλές προθέσεις. Πολύ συχνά επιλέγουν το ανάποδο. Αλλά μπορεί κανείς να τους αντιταχθεί χωρίς να κινδυνεύει και να τους εκδιώξει χωρίς αιματοχυσία. Στις προσωπικές δεσποτείες, κανένα από αυτά τα δυο δεν είναι δυνατό. Τον θεσμοθετημένο δεσποτισμό, μπορεί να υπάρξει αποπομπή, όπως ανακάλυψε ο Χρουστσόφ. Αλλά είναι επικίνδυνη και όσο πιο κυρίαρχος είναι ο ηγέτης, τόσο πιο επικίνδυνος γίνεται. Είναι απλά ρεαλιστικό να περιμένει κανείς πως τα επόμενα δέκα χρόνια με τον Σι θα είναι χειρότερα από τα τελευταία.
Πόσο κακή ήταν, τότε, η πρώτη δεκαετία;
Σε πρόσφατο άρθρο του στο China Leadership Monitor, ο M. Πέι του Claremont McKenna College κρίνει πως ο Σι έχει τρεις βασικούς στόχους: προσωπική κυριαρχία, αναζωογόνηση του λενινιστικού κομματικού κράτους, και επέκταση της παγκόσμιας επιρροής της Κίνας. Στον πρώτο έχει θριαμβεύσει, στον δεύτερο έχει επισήμως πετύχει και στον τελευταίο τα αποτελέσματα είναι ανάμεικτα. Ενώ η Κίνα αναγνωρίζεται σήμερα ως υπερδύναμη, έχει επίσης κινητοποιήσει έναν ισχυρό συνασπισμό αντιπάλων που αγωνιούν.
Ο Πέι δεν συμπεριλαμβάνει την οικονομική μεταρρύθμιση στους κυριότερους στόχους του Σι Τζινπίνγκ. Τα στοιχεία δείχνουν πως αυτό είναι σωστό. Δεν συμπεριλαμβάνεται. Κυρίως, μεταρρυθμίσεις που θα μπορούσαν να υπονομεύσουν τις κρατικές επιχειρήσεις, έχουν αποφευχθεί. Επίσης, επιβλήθηκαν αυστηρότεροι έλεγχοι σε διάσημους Κινέζους επιχειρηματίες, όπως ο Τζακ Μα.
Πάνω απ’ όλα, οι βαθιές μακροοικονομικές, μικροοικονομικές και περιβαλλοντικές δυσκολίες εξακολουθούν σε μεγάλο βαθμό να μην έχουν αντιμετωπιστεί.
Και τα τρία αυτά συνοψίστηκαν στην περιγραφή που έκανε ο πρώην πρωθυπουργός Γ. Τσιαμπάο για την οικονομία: «ασταθής, ανισόρροπη, ασυντόνιστη και μη βιώσιμη».
Τα θεμελιώδη μακροοικονομικά προβλήματα είναι η υπερβολική αποταμίευση, η συνακόλουθη υπερβολική επένδυση και το επακόλουθο αυτής, τα αυξανόμενα βουνά μη παραγωγικού χρέους. Αυτά τα τρία πράγματα πάνε μαζί: το ένα δεν μπορεί να επιλυθεί χωρίς την επίλυση των άλλων δύο. Σε αντίθεση με την ευρέως διαδεδομένη πεποίθηση, η υπερβολική αποταμίευση είναι μόνο εν μέρει αποτέλεσμα της έλλειψης ενός δικτύου κοινωνικής ασφάλειας και της συνακόλουθης υψηλής αποταμίευσης των νοικοκυριών. Οφείλεται εξίσου στο ότι το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών αποτελεί τόσο χαμηλό μερίδιο του εθνικού εισοδήματος, με μεγάλο μέρος του υπόλοιπου να αποτελείται από κέρδη.
Το αποτέλεσμα είναι ότι τόσο η εθνική αποταμίευση όσο και οι επενδύσεις υπερβαίνουν το 40% του ΑΕΠ. Εάν οι επενδύσεις δεν ήταν τόσο υψηλές, η οικονομία θα βρισκόταν σε μόνιμη ύφεση. Όμως, καθώς το αναπτυξιακό δυναμικό έχει επιβραδυνθεί, μεγάλο μέρος αυτών των επενδύσεων έχει γίνει σε μη παραγωγικές, χρηματοδοτούμενες από το χρέος κατασκευές. Αυτή είναι μια βραχυπρόθεσμη θεραπεία με δυσμενείς μακροπρόθεσμες παρενέργειες το επισφαλές χρέος και την πτώση της απόδοσης των επενδύσεων. Η λύση δεν είναι μόνο η μείωση των αποταμιεύσεων των νοικοκυριών, αλλά και η αύξηση του μεριδίου των νοικοκυριών στο διαθέσιμο εισόδημα. Και τα δύο απειλούν ισχυρά συμφέροντα και δεν έχουν συμβεί.
Τα θεμελιώδη μικροοικονομικά προβλήματα ήταν η διάχυτη διαφθορά, η αυθαίρετη παρέμβαση στις ιδιωτικές επιχειρήσεις και η σπατάλη στον δημόσιο τομέα. Επιπλέον, η περιβαλλοντική πολιτική, και όχι μόνο οι τεράστιες εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα της χώρας, παραμένει μια τεράστια πρόκληση. Προς τιμήν του, ο Σι Τζινπίνγκ έχει αναγνωρίσει αυτό το ζήτημα.
Πιο πρόσφατα, ο Σι Τζινπίνγκ υιοθέτησε την πολιτική της συγκράτησης ενός ιού που κυκλοφορεί ελεύθερα στον υπόλοιπο κόσμο. Η Κίνα θα έπρεπε αντ' αυτού να έχει εισάγει τα καλύτερα παγκόσμια εμβόλια και, αφού τα χορηγήσει, να ανοίξει ξανά τη χώρα. Αυτό θα ήταν λογικό και θα έδειχνε επίσης τη συνεχή πίστη στο άνοιγμα και τη συνεργασία.
Το πρόγραμμα του Σι Τζινπίνγκ για ανανεωμένο κεντρικό έλεγχο δεν αποτελεί έκπληξη. Ήταν μια φυσική αντίδραση στη διαβρωτική επίδραση των μεγαλύτερων ελευθεριών σε μια πολιτική δομή που στηρίζεται στην εξουσία που δεν λογοδοτεί, παρά μόνο προς τα πάνω. Η διάχυτη διαφθορά ήταν το αναπόφευκτο αποτέλεσμα. Αλλά το τίμημα της προσπάθειας καταστολής της είναι η αποστροφή του κινδύνου και η οστεοποίηση. Είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι ένας top-down οργανισμός υπό τον απόλυτο έλεγχο ενός ανθρώπου μπορεί να κυβερνήσει μια ολοένα και πιο εξελιγμένη κοινωνία 1,4 δισεκατομμυρίων ανθρώπων με λογική, πόσο μάλλον με αποτελεσματικότητα.
Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι η Κίνα έχει γίνει όλο και πιο δυναμική. Η απροθυμία της Δύσης να προσαρμοστεί στην άνοδο της Κίνας είναι σαφώς μέρος του προβλήματος. Αλλά το ίδιο έχει συμβεί και με την ανοιχτή εχθρότητα της Κίνας προς τις βασικές αξίες που η Δύση (και πολλοί άλλοι) θεωρούν πολύτιμες. Πολλοί από εμάς δεν μπορούν να πάρουν στα σοβαρά την προσήλωση της Κίνας στα μαρξιστικά πολιτικά ιδεώδη που αποδεδειγμένα δεν έχουν επιτύχει μακροπρόθεσμα.
Ναι, ο λαμπρός εκλεκτικισμός του Ντένγκ λειτούργησε, τουλάχιστον όσο η Κίνα ήταν μια αναπτυσσόμενη χώρα. Αλλά η επαναφορά των παλαιών λενινιστικών ορθοδοξιών στη σημερινή εξαιρετικά πολύπλοκη Κίνα πρέπει να είναι στην καλύτερη περίπτωση αδιέξοδο. Στη χειρότερη περίπτωση, καθώς ο Σι Τζινπίνγκ παραμένει επ' αόριστον στην εξουσία, θα μπορούσε να αποδειχθεί κάτι ακόμη πιο επικίνδυνο από αυτό, για την ίδια την Κίνα και τον υπόλοιπο κόσμο.
© The Financial Times Limited 2022. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation