Για την παγκόσμια οικονομία και τις αγορές, η περασμένη εβδομάδα αποτέλεσε ένα αναμφισβήτητο «ξύπνημα». Καθώς τα ωραία λόγια των κεντρικών τραπεζών για τη μάχη κατά του πληθωρισμού έδωσαν τη θέση τους σε πιο ουσιαστικά μέτρα, υπήρξε ένα πρώτο ξύπνημα με τη συνειδητοποίηση ότι πραγματοποιούμε, δίχως αμφιβολία, μια μετάβαση σε ένα νέο και πιο δύσκολο καθεστώς όσον αφορά τις χρηματοοικονομικές συνθήκες.
Και επειδή αυτή η μετάβαση είχε αργήσει πολύ, υπήρξε ένα δεύτερο ξύπνημα -μια συνειδητοποίηση ότι δεν μπορεί κανείς να κρυφτεί από τις δυσκολίες που δημιουργεί στους φορείς άσκησης πολιτικής, στα νοικοκυριά, στις εταιρείες και στις αγορές.
Απλά δείτε τι συνέβη την περασμένη εβδομάδα. Στις ΗΠΑ, η Fed αύξησε την Τετάρτη τα επιτόκια κατά 0,75 ποσοστιαίες μονάδες. Η κίνηση αυτή δεν πήγε κόντρα μόνο στη δική της μελλοντική καθοδήγηση, αλλά και σε κάτι που είχε δηλώσει ο πρόεδρος Τζερόμ Πάουελ μερικές εβδομάδες νωρίτερα, όταν είχε διαβεβαιώσει ότι μια αύξηση κατά 0,75 ποσοστιαίες μονάδες δεν είναι κάτι που εξετάζει η κεντρική τράπεζα.
Δεν υπάρχει πλέον αμφιβολία ότι μετά από μια παρατεταμένη περίοδο άρνησης, η πιο ισχυρή κεντρική τράπεζα στον κόσμο αναγνώρισε χωρίς περιστροφές ότι δεν έχει άλλη επιλογή από το να αντιμετωπίσει τον πληθωρισμό με πιο δυναμικό τρόπο, ανεξάρτητα από τον αντίκτυπο στις αγορές.
Tην επόμενη ημέρα στην Ευρώπη, η κεντρική τράπεζα της Ελβετίας (SNB) αύξησε τα επιτόκια κατά 0,50 ποσοστιαίες μονάδες, αποκλίνοντας αναπάντεχα από την πολιτική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Αυτό κατέστησε εμφανές κάτι που πολλοί είχαν αρχίσει να υποπτεύονται. Η SNB είναι μια κεντρική τράπεζα, η οποία εδώ και καιρό είναι επικεντρωμένη στην καταπολέμηση της ανατίμησης του φράγκου. Αλλά αφότου είδε τι συνέβη στην Ιαπωνία και στο Ηνωμένο Βασίλειο, ακολούθησε την τακτική πολλών άλλων κεντρικών τραπεζών που θέλουν να προλάβουν μια υποτίμηση του νομίσματος, που θα καθιστούσε ακόμα πιο δύσκολη τη μάχη κατά του πληθωρισμού.
Και όλα αυτά συνέβησαν την εβδομάδα που η Fed άρχισε να εφαρμόζει το δεύτερο στοιχείο του σχεδίου σύσφιξης της νομισματικής της πολιτικής -αυτό της μείωσης του ισολογισμού των 9 τρισ. δολαρίων που έχει διογκωθεί από το παρατεταμένο πρόγραμμα αγοράς στοιχείων ενεργητικού για τη στήριξη των αγορών.
Είναι αναμφισβήτητο ότι μετά από χρόνια τεράστιων εγχύσεων ρευστότητας και ιστορικά χαμηλών επιτοκίων, ο κόσμος βρίσκεται στα χέρια μιας γενικευμένης και ανατροφοδοτούμενης σύσφιξης των χρηματοοικονομικών συνθηκών. Αυτό δεν είναι ένα κυκλικό φαινόμενο που σύντομα θα απελευθερώσει δυνάμεις που θα αντιστρέψουν το κακό. Πρόκειται για μια διαρθρωτική αλλαγή καθεστώτος που επιβάλλεται σε διστακτικές κεντρικές τράπεζες λόγω του πληθωρισμού που έχει ξεφύγει κατά πολύ από τον έλεγχό τους και απειλεί το βιοτικό επίπεδο, επιδεινώνει την ανισότητα και υπονομεύει τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.
Καθώς συνέβη καθυστερημένα, αυτή η μετατόπιση συνοδεύεται από αυξημένο κίνδυνο παράπλευρων ζημιών και ανεπιθύμητων συνεπειών. Αυτό ήταν εμφανές την περασμένη εβδομάδα, καθώς οι φόβοι για την ανάπτυξη κυριάρχησαν στις αγορές με ολοένα και περισσότερους οικονομολόγους να προβλέπουν πλέον ύφεση.
Το ξύπνημα είναι ένα σημαντικό μέρος της προσπάθειας αντιμετώπισης των κινδύνων για την παγκόσμια οικονομία. Όμως η διαδικασία δεν μπορεί και δεν πρέπει να σταματήσει εδώ. Πρέπει να γίνουν περισσότερα, εάν η πρόθεση είναι, όπως θα έπρεπε, να περιοριστεί η ζημιά από το ιστορικό λάθος που διέπραξε πέρυσι η Fed, όταν διατήρησε πεισματικά τον εσφαλμένο χαρακτηρισμό του πληθωρισμού ως «παροδικού».
Για να συνεχίσει να ανακτά αξιοπιστία, η Fed πρέπει να ακολουθήσει το παράδειγμα της ΕΚΤ και να εξηγήσει γιατί οι προβλέψεις της για τον πληθωρισμό ήταν εσφαλμένες για τόσο καιρό και σε ποια σημεία έχει βελτιώσει την προβλεπτική της ικανότητα. Και για να εκπληρώσει τον επιδιωκόμενο και τόσο αναγκαίο ρόλο του τίμιου συμβούλου, η Fed πρέπει να ακολουθήσει την Τράπεζα της Αγγλίας όντας ειλικρινής και ανοιχτή σχετικά με το τι περιμένει την οικονομία. Καθώς εξακολουθεί να αποτυγχάνει και στα δύο, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι τόσοι πολλοί οικονομολόγοι, συμπεριλαμβανομένων πρώην αξιωματούχων της Fed, έσπευσαν να παραπονεθούν την περασμένη εβδομάδα ότι οι αναθεωρημένες οικονομικές προβλέψεις της κεντρικής τράπεζας παραμένουν μη ρεαλιστικές.
Το 2016, δημοσίευσα το The Only Game in Town, το οποίο εξέταζε την ήδη υπερβολική και παρατεταμένη εξάρτηση από τις παρεμβάσεις των κεντρικών τραπεζών. Εξέθεσα γιατί μέσα στα επόμενα πέντε περίπου χρόνια η παγκόσμια οικονομία και οι αγορές ήταν πιθανό να αντιμετωπίσουν ένα σταυροδρόμι, όπου μια μη βιώσιμη διαδρομή θα έδινε τη θέση της σε έναν από τους δύο πιθανούς δρόμους.
Ο ένας ήταν ο δρόμος προς την υψηλή, χωρίς αποκλεισμούς και βιώσιμη ανάπτυξη και ο άλλος προς την ύφεση, την αύξηση της ανισότητας και την οικονομική αστάθεια. Όσο πιο γρήγορα οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής αναγνώριζαν τις διαφορετικές επιλογές που είχαν μπροστά τους και ενεργούσαν ανάλογα, τόσο μεγαλύτερη ήταν η πιθανότητα να επικρατήσει ο καλύτερος δρόμος.
Δυστυχώς, αυτό δεν έγινε. Ως εκ τούτου, η παγκόσμια οικονομία αντιμετωπίζει τώρα διαταραχές στην ανάπτυξη, επιβλαβή πληθωρισμό, μεγαλύτερη ανισότητα και ανησυχητική αστάθεια στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Έχοντας αποτύχει να δράσουν για να αποτρέψουν αυτήν την ατυχή στροφή, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής πρέπει τώρα να προχωρήσουν πιο αποφασιστικά για να περιορίσουν τη συνολική ζημιά και να προστατεύσουν καλύτερα τα πιο ευάλωτα τμήματα της κοινωνίας μας.
* Ο αρθρογράφος είναι σύμβουλος των Allianz και Gramercy και πρόεδρος του Κουίνς Κόλετζ στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ.
© The Financial Times Limited 2022. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation